Κάποιοι μιλούν για φόνο ένας για ποίημα
Έχω ένα τοίχο τούβλινο στο ένα μπροστά μου μάτι.
Έρχονται παρά δέκα τα πουλιά.
Πετάν με φόρα προς τ’ απάνω μου.
Οι λέξεις χτυπούν στον τοίχο.
Πέφτει, σωριάζεται ο τοίχος.
Τον μαζεύω φτερό φτερό.
Φτερό φτερό τον ξαναχτίζω.
Κανένα πουλί δεν διάνυσε το ποίημα.
Καμία λέξη
δεν φανέρωσε τι έγινε στο ένα μπροστά μου μάτι.
Κι όμως.
Έρχονται παραπέντε τα πουλιά.
(«Απλές προτάσεις»)
Η ποίηση της δεύτερης ποιητικής συλλογής της Αντιγόνης Βουτσινά περιέχει κυρίως ποιήματα ποιητικής, σημάδι του διαλόγου που επιχειρεί η ποιήτρια με τον εαυτό της, αλλά και τους πλησίον της. Διερωτάται για την ουσία της τέχνης της αλλά ταυτοχρόνως επιχειρεί μια αποκρυπτογράφηση της ζωής της –πάντοτε μέσα απ’ το ποίημα, που πάντως παραμένει «Βαριά και ανθυγιεινή υπόθεση»: Βγάζει/ το χελιδόνι/ απ’ ο συρτάρι/ μαύρο ψαλίδι/ τ’ ουρανού/ ξεκοιλιάζει/ τη μέρα/ σουπιά/ τρέχει/ φρέσκο/ μελάνι/ κάποιοι/ μιλούν/ για/ φόνο// ένας// για ποίημα.
Οι λέξεις/έννοιες ποίημα, στόμα και πουλιά διατρέχουν τις περισσότερες σελίδες με το χελιδόνι της Βουτσινά στο πιο πάνω ποίημα να συνομιλεί με το αντίστοιχο του Σαχτούρη, από τη συλλογή του Το σκεύος. Αλλά και η επανάληψη της «Λησμονημένης», στον Σαχτούρη, ή τα Δυστυχισμένα Χριστούγεννα των Ποιητών κάπου στο βάθος τους έρχονται ως απόηχος να διαπεράσουν/επηρεάσουν τη δραματικότητα/αγριάδα της Βουτσινά. Στα κοινά με τον Σαχτούρη να ξεχωρίσω τον κοφτό στίχο, τον άμεσο διάλογο, το λιτό αφηγηματικό ύφος, αυτήν την κόπωση που διαπερνά τον αιθέρα μεταμορφωμένη (στο βάθος της) σε οργή –μεγαλύτερης έντασης στη Βουτσινά, αδιόρατης έστω στον Σαχτούρη.
Ποίημα, Παναγία, πιστεύω, περίστροφο, πρόταση, πετιέται, πνιχτά, παιδί, Παρασκευή, πρόβατα, πούπουλα, πουλί, πεταλούδα, πόνος, παντρεύομαι, πολυθρόνα, προκάτ, πυρκαγιά, πεθαμένη, ποιήτρια, δεν είναι παρηχήσεις του «π» αλλά πολλές λέξεις που αρχίζουν με «π» κάνοντας έκδηλη την παρουσία τους. Με τον πατέρα να φιγουράρει σε δυο ποιήματα (στο 2ο εξ αντανακλάσεως ως επίκληση του υποκοριστικού «μπαμπά») σε αντίθεση με τη δυναμικότερη παρουσία της μητέρας.
Παραθέτω στίχους και μετρώ 12 ποιήματα με άμεση αναφορά στο περιεχόμενο «ποίημα»: Αίφνης τραβάει απ’ το λειρί του/ ένα περίστροφο// τίγκα στο πούπουλο το ποίημα.
[ ] όλα αυτά συμβαίνουν μες στο στόμα μου/ όχι στο ποίημα μέσα.[ ] Ξάφνου πέφτει σκοντάφτει/ τρέχει το αίμα απ’ το μάτι/ τρέχει το αίμα απ’ το γόνατο/ σε κάθε πρόταση το αίμα τρέχει.
Γιατί εκείνη δε μιλάει/ μονάχα γράφει/ κάτι ποιήματα…
Ένα σκυλί γαβγίζει/ το ποίημα./ Το ποίημα σκοτεινό μέχρι/ το γόνα σκεπασμένο/ παριστάνει τον νεκρό [ ] γιατί από εκεί και κάτω// με σκύλου πόδια/ βάδισε πάλι αυτό το ποίημα.
είναι ποιήτρια είναι ποιήτρια/ φωνάζουν οι πολλοί…
Ένας λαγός/ βγαίνει στο ξέφωτο του ποιήματος…
[ ] ρε αν δεν έχανα τον μπούσουλα/ θ’ ακολουθούσα το κοπάδι/ όχι εδώ να τρώω ποιήματα/ ν’ αποψιλώνω τη σελίδα [ ] υπάρχει κι άλλο πιο βαθύ/ κανείς δεν το βλέπει/ μόνον ο λύκος/ ύστερος/ με μια θηλή στο στόμα// και με δυο χέρια ποιητή/ ορμάει και τ’ αρπάζει. (Εδώ 15σύλλαβος).
Ένα σπουργίτι/ μπαίνει στο ποίημα/σκέτο/ μήτε καπέλο ημίψηλο/ ούτε παπιγιόν καν μία οφθαλμοκαλύπτρα [ ] ετούτο ’δω το ποίημα/ άσπρος ο πάτος του/ διψά// όλη με καταπίνει. (Επίσης 15σύλλαβος).
Στόματα και πουλιά οι επόμενες στην κατάταξη λέξεις που εμπεριέχονται στη συλλογή: ράβει τα χέρια Της/ μοντάρει το στόμα/ από το ένα Της μάτι τρέχει/ ασταμάτητα// κόκκινη υπομονή («Επιδιορθώνοντας το θαύμα»), Ένας ψηλός κόκορας/ ανεβαίνει στη γλώσσα/ στα εικοστά μου γενέθλια/ φωνάζει κικιρίκου/ κι έπειτα κάθεται στον ουρανίσκο [ ] Δώστου αυγά τότε εγώ στο στόμα/ στο μεταξύ παντρεύομαι/ δεν τον καλώ, μονάχος έρχεται στο γάμο/ υποκρίνεται το πιάτο ημέρας/ τον τρώνε λαίμαργα οι συγγενείς/ η μάνα τον ξεκοκαλίζει («Επώδυνη συγκατοίκηση»), [ ] διχαλωτή η γλώσσα του/ σερβίρει ρήματα βαριά/ ένα θα φύγω σκέτο/ φράσεις ωμές/ ρε άντε και γαμήσου.// Στο υπερώο άνθρωποι/ τρώνε μασάν τις καταπίνουν/ μετά/ ζητάνε κι άλλες, κάνουν ανκόρ// όλα αυτά συμβαίνουν μες στο στόμα μου («Στοματικό θέατρο»), [ ] Κι ούτε που ξέρει/ αν βλέπει τον κόσμο/ μέσα απ’ το στόμα του («Ο μέσα λαβύρινθος»). [ ] –Βρε μάνα πού ’ν’ τα πρόβατα;/ –Μέσα/ στο στόμα μέσα δεν τα βλέπεις;/ και βάζει στην γνάθο το ’να δάχτυλο/ μεγάλο το στόμα κατεβάζει («Γολγοθάς δωματίου»).
Ένα συνειδητό ξεγύμνωμα της λέξης ώστε στο κέλυφος του ποιήματος να υπάρχει τόσο συναίσθημα όσο… Αρκεί να μη ξεγυμνώνεται το υποσυνείδητο, ή να μην παραδίνεται το υπερεγώ στην κατεστημένη (συμβιβασμένη) κατά τους υπερρεαλιστές [κοινωνική] πραγματικότητα; Ίδιον νεότητας στην εποχή μας; Ιδιαίτερο ποιητικό γνώρισμα της γενιάς; Κάποιες αναλογίες με παραπέμπουν στην ποίηση της Νίκης Χαλκιαδάκη.
Η γενιά της Αντιγόνης Βουτσινά διαμορφώνει σταδιακά μια ποίηση εσωτερικού χώρου με ξερές φράσεις και ωμές λέξεις ανάλογες με αυτές που χρησιμοποίησαν όμως δημόσια και πολύ φλύαρα στα αμφιθέατρα, τα μπαρ και τους δρόμους οι ποιητές της beat generation στη δεκαετία του ’50-’60 σε Αμερική και Ευρώπη. Μόνο που εδώ δεν έχουμε να κάνουμε με μια εξεγερσιακή ποίηση (ενάντια στις κοινωνικές συμβάσεις της συντηρητικής κοινωνίας), ούτε με μια οργανωμένη συλλογική/συνολική αντίδραση απέναντι στην παγκόσμια (και κυρίως Ελληνική) κρίση. Οι ρήξεις συντελούνται ατομικά μέσα στον εσώτερο κόσμο του καθενός με επίκεντρο τον ίδιο του τον εαυτό. Μια ποίηση α’ ενικού που φαίνεται για την ώρα να καταπίνει το πέρα από μας οριοθετημένο και συνειδητά στεγανοποιημένο σύστημα.
Κώστας Κρεμμύδας