Πάνω στα ματωμένα πουκάμισα των σκοτωμένων
εμείς καθόμασταν τα βράδια
και ζωγραφίζαμε σκηνές απ’ την αυριανή ευτυχία του κόσμου.
Έτσι γεννήθηκαν οι σημαίες μας.
(Τάσου Λειβαδίτη, σημαίες, από τη συλλογή «Ο άνθρωπος με το ταμπούρλο»)
Τους στίχους του Λειβαδίτη είχε ενσωματώσει στο παρακάτω τραγούδι του ο Νικόλας Άσιμος.
Δεν πα να μας χτυπάν με όλμους και κανόνια/ Δεν πα να μας χαλάν τα πιο όμορφά μας χρόνια/ Κι αυτοί που μας μιλούν πως θέλουν το καλό μας/ Ποτέ τους δεν ακούν το δίκιο το δικό μας// Δεν είναι αυτή ζωή κι από τ’ αφεντικά μας/ Δεν είναι ανθρώπινα τα μεροκάματά μας/ Αυτοί καλοπερνούν και εμείς αγωνιάμε/ Αν θα ’χουμε δουλειά για να ‘χουμε να φάμε// Το δίκιο μας εμπρός να βγάλουμε στους δρόμους/ Μπουρλότο και φωτιά σε κράτος κι αστυνόμους/ Τον ξέρουμε καλά της γης μας τον αφέντη/ Μας έμαθε πολλά το αίμα του Νοέμβρη// Δε πα να μας χτυπάν με όλμους και κανόνια/ Δεν πα να μας χαλάν τα πιο όμορφά μας χρόνια/ Θα βάλουμε μπροστά τη μαύρη και την κόκκινη σημαία/ Για μας, για μια ζωή πιο λεύτερη πιο νέα// θα βάλουμε μπροστά τη μαύρη και την κόκκινη σημαία/ Μ’ αγώνα η λευτεριά μας είναι αναγκαία.
Και τα δυο μάς τα θύμισε ένα βιντεάκι με αφορμή την τρίχρονη κοπάνα, από τις 26 Γενάρη του 2009, του Γιώργου Γκουντούνα. Έτσι απλά, όπως γινόταν με τις αδικαιολόγητες απουσίες των μαθητικών μας χρόνων.
Λόγια και συμβάντα που υπακούουν στη ρήση πως «είναι αμαρτία η έφεση (βλ. ζωηρή επιθυμία) να παραφράσεις το άφατο». Κι αν μετανιώνω για όσα γράφω στην Εποχή είναι από τη μια η μνεία σε ευτελείς της ανήθικης πολιτικής επικαιρότητας, που αλλοίμονο συνυπάρχουν με εξέχοντα πρόσωπα. (Μακάρι να γινόταν να σβηστούν τα πρώτα για να μείνουν αμόλυντοι οι άλλοι). Από την άλλη μετανιώνω που περιορίζομαι, ανήμπορος, μόνο στις λέξεις πιστεύοντας αφελώς στη μαγική δύναμή τους. Μπορεί οι Βραχμάνοι, ή οι Πέρσες ιερείς με τη χρήση ενός μαγικού λεκτικού τύπου να θεράπευαν, μπορεί ο Σωκράτης να δίδασκε την αξία της ονοματουργίας, ή της ονοματοθέτησης, μπορεί ο δίχως τέλος αδιάλειπτος λόγος του Άρη Αλεξάνδρου –έστω και σε συνέχειες όπως τον παρουσιάζω τρεις Κυριακές τώρα, να σόκαρε στην τραγικότητά του, αλλά αποδεικνύεται ότι καμιά φράση/ιδέα/τέχνη, κανείς πόνος και κανένα λάθος –ιστορικό, πολιτικό, ανθρώπινο, δεν είναι ικανά να αντιταχτούν στη σκοπιμότητα, το συμφέρον, την εξουσία, την εμμονή της εποχής, των παραγόντων και των παραγώγων της. Οι χαρούμενοι θα συνεχίσουν να χαζογελούν, οι επαναστάτες να ανθίστανται, οι δημοσιογράφοι να σχολιάζουν ανέξοδα (πλην σκόπιμα), οι προκλητικοί να μας εξοργίζουν, οι κρατούντες να μας φοβίζουν, οι αναιδείς να μας εμπαίζουν, οι δικαιωμένοι να δικαιώνονται, οι κομματικοί να κομματικολογούν, οι νάρκισσοι να ευτυχούν, οι αφελείς να ενδίδουν, οι συγκεχυμένοι να μπερδεύονται, και τα μεγάλα συμφέροντα να προετοιμάζουν τις αναγκαίες λύσεις για το αλώβητο σύστημα. Οπότε ας ξαναπιάσουμε το νήμα ενός μοναχικού επαναστάτη που μολονότι υπήρξε «απ’ τα εννιά [του] κομμουνιστής» γνώρισε μονάχα καλλιτεχνικά τη δικαίωσή του:
…και υπήρχε απαραιτήτως στις ομιλίες εκείνες και η φράση: «Αγνό ελληνόπουλο, θέλοντας να αγωνιστώ εναντίον των ξένων κατακτητών, κατά την κατοχή, παρασύρθηκα από τα απατηλά συνθήματα των εαμοβουλγάρων κομμουνιστών» και τώρα εσύ έρχεσαι και μου γράφεις την ομιλία μου, ενώ οι συντάκτες που λέω είχαν καταλάβει πως για νάχει κάποια αξία η ομιλία, έπρεπε να τη ζητήσει μόνος του ο κρατούμενος, αυτοβούλως και ελευθέρως (μούχε περάσει τότε η σκέψη, γιατί δεν μας ξαναπερνάνε απ’ την πλαγιά, απ’ τα ρόπαλα, μα όχι, θέλανε μόνος σου να γράψεις τα γράμματα, μόνος σου να ζητήσεις να σου γράψουν μια ομιλία –εμείς δε σε βασανίζουμε πια, μόνο σ’ έχουμε εδώ στο στρατόπεδο κι όταν αποφασίσεις να κάνεις αυτό που σου ζητάμε, χωρίς καμιά πίεση, όταν παρουσιαστείς στην αρμόδια εξ αστυνομικών και στρατιωτικών επιτροπή και δηλώσεις για άλλη μια φορά τη μεταμέλειά σου, τότε εμείς θα εξετάσουμε την υπόθεσή σου και τελικά, ύστερα από μήνες κι όταν ξαναπαρουσιαστείς στην επιτροπή, τότε πια θα σε απολύσουμε, αλλά εγώ δε ζήτησα να μου γράψουν την ομιλία μου κι όταν μας είπαν ότι όποιος νομίζει πως «η δήλωσις του απεσπάσθη υπό το κράτος ψυχολογικής βίας» (ω της χριστιανικοτάτης υποκρισίας, όταν ήταν πασίγνωστο ότι όλοι υπογράψανε, έχοντας περάσει από τη νουθεσία των αλφαμιτών) τότε αυτός ο όποιος μπορεί να το δηλώσει εγγράφως, και υπέγραψα κι εγώ την αντιδήλωση και με στείλανε κι εμένα μαζί με όλους τους αμετανόητους στον Άη Στράτη…
Κατά τη γνώμη μου ένας ποιητής δεν πιστεύει στη μετά θάνατον αθανασία, μα λέει όπως ο Γ.: (σ.σ. επιστολή του Γιάννη Ρίτσου το 1972 στη σύντροφο του Α.Α. Καίτη Δρόσου) «μόνο η δουλειά μάς επιτρέπει να πολεμάμε αποτελεσματικά το θάνατο, ή τουλάχιστον να τον ξεχνάμε την ίδια στιγμή που μιλάμε γι’ αυτόν, που βρισκόμαστε μέσα σ’ αυτόν. Είναι κάτι σαν μακρινή γεύση αθανασίας (μέσα στο στόμα, ναι) κι όχι παραπλανητική ιδέα αθανασίας. Αληθινή γεύση, έξω και πέρα απ’ την όποια υστεροβουλία υστεροφημίας, δόξας».
Συνεχίζεται….
Κώστας Κρεμμύδας