(διάλογος με τον Μιχαήλ Καλάσνικοφ* για την Γαλλική επανάσταση)
Αγαπητέ, Μιχαήλ Τιμοφέεβιτς,
Κάποιες φορές τα λέγαμε μαζί σας,
αν και ποτέ δεν συμφωνούσαμε.
Θυμάστε, τις πωλήτριες,
στην ψαραγορά του Παρισιού:
(βρομούσανε ψαρίλα
και κάτω απ’ τις φούστες τους)
και κάποιο ξεχασμένο λέπι
φεγγοβολούσε στα μαλλιά τους.
Με βλέμμα θολερό από την οργή,
ουρλιάζανε δαιμονισμένες:
«Πεινάνε τα παιδιά μας!
Είναι άδικο!»
Κι όντως ήταν άδικο!
Μαστουρωμένες απ’ το μίσος
τραβούσαν την πριγκίπισσα Λαμπάλ,
(την θεωρούσαν ερωμένη της βασίλισσας)
κι αφού την είχανε ξεσκίσει,
καρφώσανε
τα στήθη της σ’ ακόντια…
Θυμάστε τον τσαγκάρη τον Σιμών,
Του είχανε αναθέσει
την αγωγή
του νεαρού Δελφίνου
κι αυτός με καρπαζιές και με κλοτσιές
συμμόρφωνε το έγκλειστο παιδί
διδάσκοντας του την… Ισότητα.
Χαμογελάτε βλέπω ήρεμα.
Και φτύνετε ανάμεσα στα δόντια.
Και λέτε:
«Περίεργο!
Πως συσωρευτικέ τόση οργή!
Πρέπει να είχανε μαυρίσει οι ψυχές τους,
και κάνανε ανταλλαγή
ψυχές – για όπλα…
Και βασικά…
είναι αγώνας ταξικός
και ίσως να καεί και το χλωρό μαζί με το ξερό!»
Εκεί πια διαφωνούσαμε,
σχεδόν πιανόμασταν στα χέρια
γιατί:
Δεν γίνεται μια Επανάσταση,
να διαπράττει αδικίες!
Και φτάνει πια να καίγεται και το χλωρό,
γιατί εδώ και μια ζωή,
–πού είναι η ζωή μου –
υπήρξα το χλωρό
ανάμεσα στα τόσα τα ξερά!
Υπήρξα, το μοιραίο ποσοστό
στο λάθος το στατιστικό.
Η αναπόφευκτη περίπτωση
στα θύματα των φίλιων πυρών.
Και τόσο έχει μαυρίσει η ψυχή μου,
που θέλω να την ανταλλάξω
με… καλάσνικοφ…
Δεν θα ’χω πια ψυχή
Μα θα ’χω όπλο.
Θα προχωρώ χωρίς ψυχή –
κοστούμι δίχως το πουκάμισο,
ανάλαφρος,
σχεδόν αόρατος,
πρωτόπλαστος,
φτιαγμένος από λάσπη,
χωρίς το θρόισμα της θεϊκής πνοής,
μα, θα ’χω το σιδηρικό μου!
Κι ούτε που θα νοιάζομαι καθόλου
αν είναι δίκαιη η Επανάσταση,
αν καίγονται και τα χλωρά, μαζί με τα ξερά
ή αν υπήρξαν κάποια έκτροπα
στην αγωγή του νεαρού Δελφίνου.
Θα είμαστε εγώ και η Οργή μου!
Αυτή – ντυμένη με κουρέλια
με μπόχα της ψαραγοράς,
και κάποια λέπια στα μαλλιά
θα τρίβεται επάνω μου με πάθος.
Θα έχει γίνει η Ψυχή μου.
Κι εγώ θα είμαι ο Σιμών!
Ο δίκαιος,
ξυπόλυτος
τσαγκάρης!…
Καπνίζοντας φτηνά τσιγάρα,
Θα φτύνουμε
ανάμεσα
στα δόντια
θα μασουλάμε
ευτυχισμένοι
πασατέμπο
και θ’ απονέμουμε δικαιοσύνη,
βγαλμένη
απ’ το νόμο
της Οργής…
Γελάει ο Καλάσνικοφ:
«Αχ, πως τα λέτε! Έχει πλάκα!
Μα, ηρεμήστε!
Προς το παρόν–
με την δική σας την ψυχή,
ψυχή του… δούλου του Θεού –
δεν παίρνετε ούτε σφεντόνα.
Θα είστε ασφαλώς –
το πρώτο θύμα!
Μα, όταν υποφέρετε αρκετά,
(πιστέψτε με,
δεν το γλιτώνετε)
τα ξαναλέμε!»