Απόψε σου χαρίζω τους τοίχους του σπιτιού μου
να γράψεις σαν άλλοτε παράνομα συνθήματα
[…] Διάβασέ μου τις παλιές προκηρύξεις
και πες μου πως οι φίλοι μας
δεν σκοτώθηκαν νέοι.
Απόψε σου χαρίζω τους τοίχους του σπιτιού μου
για να στηθείς κοντά τους, δοκιμή θανάτου
σαν όλη τη δική μας προδομένη γενιά.
Φέρε την πανοπλία της τόλμης
φέρε τα κρυμμένα κειμήλια των αγώνων
τα τρυπημένα κράνη, τα ποδοπατημένα λάβαρα
και πες μου αντίο σαν άλλοτε…
Κώστας Κοβάνης
Ό,τι απόμεινε από μας,/ τους παλιούς πολεμιστές,/ είναι μια γεύση πίκρας στα χείλη, πως η μάχη δεν τέλειωσε νικηφόρα/ Μια ηττημένη ομήγυρη,/ να σφαδάζει τα βράδια/ γύρω από θολές αναμνήσεις/ με όνειρα χτεσινά, πεθαμένα./ Κι’ ακόμα, μια νευρασθένεια/ Απ’ τις ατέλειωτες πληγές/ που κανένα φάρμακο δε στάθηκε/ δυνατό να τις κλείσει./ Ό,τι απομένει από μας τους παλιούς πολεμιστές, είναι μια τελευταία,/ επί του Όρους ομιλία,/ σε νέους πεισματάρηδες/ του γκρεμισμένου κόσμου. . . (Κώστας Κοβάνης)
Κι η κάθε σταγόνα αίμα που ’πεφτε/ στη λεωφόρο, φώναζε: Αίσχος!/ Τρίζουν οι άνεμοι στ’ αγέρωχα βήματα/ […] Μας ικετεύουν. μ’ άδικα πλένουν το αίμα που ροδίζει στους ανάστατους δρόμους.// Θα μένει για να δείχνει το μάκρος της βέβαιης αντοχής μας./ Τέτοιο αίμα μένει πάντα αίμα/ Δεν πίνει κρασί για να ξεχάσει/ Δεν αδερφώνεται με τον εχθρό/ Θυμάται και περιμένει το σύνθημα των αιώνων.// Δύναμη που δεν είδαν ποτές τους οι άνθρωποι/ Να διαβαίνει με σίγουρα βήματα./ Ας καμαρώσουνε οι αδιάφορες σελίδες της ιστορίας// Όχι, δεν έχουμε μονάχα ήττες./ Τ’ αγόρι που σκοτώθηκε φωνάζοντας Ζήτω! ήτανε δώδεκα χρονών/ Θα ’ναι το ίδιο πάντα αγόρι/ που ο πατέρας του σκοτώθηκε/ στο πεισματάρικο Σικάγο του 1886.// Έρχονται μέρες κι οι άνθρωποι λένε/ πως πρέπει να πεθάνουμε/ Κι η κάθε σταγόνα αίμα που πέφτει στη λεωφόρο, φωνάζει: Αίμα! (Κώστας Κοβάνης, «Συλλαλητήριο») Γι’ αυτό…
…Ευχαρίστως θα κατέβαινα ακόμα και σήμερα, ναι,/ Ιδίως σήμερα μάλιστα, ιδίως σήμερα/ στους δρόμους της Αθήνα αν μου δινόταν η ευκαιρία,/ Αν είχα ένα σύντροφο, αν είχα ένα μυδράλιο, θαρραλέος,/ Αποφασισμένος να σκοτώσω και να σκοτωθώ σε μια νέα μάχη/ Στον ίδιο αντίκρυ μου ουρανό –περιθωριακό σημείο της θύμησης.// Ευχαρίστως θα ’δινα τη ζωή μου για την ίδια αυτή σημαία/ Τον δίχως σύνορα αιθέρα μιας ευδίας χειμερινής/ Αν ήταν μέρα, το γαλάζιο κι αν ήταν σούρουπο, το κόκκινο,/ Σημαία ή λάβαρο από πάνω μας που κανείς δεν κρατά–/ Κι ίσως, σύντροφε εσύ φανταστικέ μαχητή,/ Ίσως, με λίγη τύχη, τη φορά τούτη, εσύ κι εγώ νικούσαμε. (Νίκος Φωκάς, «Δεκέμβρης», 1995)
Γιατί έρχονται μέρες που οι άνθρωποι λένε/ πως πρέπει να πεθάνουμε/ Κι η κάθε σταγόνα αίμα που πέφτει στη λεωφόρο, φωνάζει: Αίμα!
Ίσως λοιπόν άξιζε να κατεβαίναμε ακόμα και σήμερα, ναι,/ Ιδίως σήμερα μάλιστα, ιδίως σήμερα,/ Στους δρόμους της Αθήνα αν μας δινόταν η ευκαιρία,/ Αν είχαμε ένα σύντροφο, αν είχαμε ένα μυδράλιο, θαρραλέοι,/ Αποφασισμένοι να σκοτώσουμε και να σκοτωθούμε, σε νέα μάχη/ Στον ίδιο αντίκρυ μας ουρανό να δίναμε τη ζωή μας για την ίδια αυτή σημαία/ Κι ίσως, με λίγη τύχη, τη φορά τούτη νικούσαμε.
Ό,τι απόμεινε από μας,/ είναι μια γεύση πίκρας στα χείλη, πως η μάχη δεν τέλειωσε νικηφόρα…
Όμως ευχαρίστως θα δίναμε τη ζωή μας για την ίδια αυτή σημαία/ Τον δίχως σύνορα αιθέρα μιας ευδίας χειμερινής,/ Αν ήταν μέρα το γαλάζιο κι αν ήταν σούρουπο το κόκκινο,/ Σημαία ή λάβαρο από πάνω μας που κανείς δεν κρατά– Ίσως, με λίγη τύχη, τη φορά τούτη νικούσαμε. Ίσως, με λίγη τύχη, τη φορά τούτη εσύ κι εγώ νικούσαμε. Ίσως, με λίγη τύχη, τη φορά τούτη εσύ κι εγώ νικούσαμε. Ίσως νικούσαμε…
Ευχαρίστως θα κατέβαινα ακόμα και σήμερα, ναι,/ Ιδίως σήμερα μάλιστα, ιδίως σήμερα,/ Στους δρόμους της Αθήνα αν μου δινόταν η ευκαιρία,/ Αν είχα ένα σύντροφο, αν είχα ένα μυδράλιο, θαρραλέος,/ Αποφασισμένος να σκοτώσω και να σκοτωθώ, σε μια νέα μάχη/ Στον ίδιο αντίκρυ μου ουρανό –περιθωριακό σημείο της θύμησης.// Ευχαρίστως θα ’δινα τη ζωή μου για την ίδια αυτή σημαία/ Τον δίχως σύνορα αιθέρα μιας ευδίας χειμερινής,/ Αν ήταν μέρα το γαλάζιο κι αν ήταν σούρουπο το κόκκινο,/ Σημαία ή λάβαρο από πάνω μας που κανείς δεν κρατά–/ Κι ίσως, σύντροφε εσύ φανταστικέ –το υπογραμμίζω– μαχητή,/ Ίσως, με λίγη τύχη, τη φορά τούτη εσύ κι εγώ νικούσαμε. (Νίκος Φωκάς)
Είναι μια γεύση πίκρας στα χείλη, πως η μάχη δεν τέλειωσε νικηφόρα.
Κι όμως εμείς οι άνθρωποι θα νικήσουμε Γιατί η εξέγερση, η κάθε εξέγερση, αποκτά νόημα μονάχα ως πράξη κι αποκοτιά συλλογική. Ως ουτοπία.
(Στην αντιγραφή και στην απόγνωση ο
Κώστας Κρεμμύδας)
Και κάτι ασήμαντο και γι’ αυτό τελευταίο: Μόνο στη Δ’ Διεύθυνση Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης λείπουν ακόμα 92.000 βιβλία και μεταξύ αυτών τα Μαθηματικά δέσμης που θα εξεταστούν στις Πανελλαδικές. Μικρό το κακό αφού ούτως ή άλλως το Υπουργείο παρέχει τη δια βίου μάθηση. Για την ιστορία τα ονόματα των αρμοδίων: Κ. Αρβανιτόπουλος, Εύη Χριστοφιλοπούλου, Β. Κουλαϊδής, Μιχ. Κοντογιάννης. (Η κυρία με τα σινολάκια ασχολείται με την αποτροπή εκλογών. Αυτών που προετοίμαζε ο Μαρκεζίνης).