ποίηση
Τα βυθισμένα καράβια
Είν’ όνειρα που ανασηκώνονται
Στους σκάμνους εκκλησιάς,
Φάροι που δεν έσβησαν
Είναι περασμένες αγάπες που μπορούν να ξεδιψάσουν
Από την αλμύρα του πατημένου από το βάρος χώματος
Όλα βυθίζονται αναφαίνονται καμιά φορά μέσα από την ίδια τη θάλασσα
Μέσα από ένα χάος βγαίνουν όλα ζωντανά
Και είναι το παιχνίδι αυτό το τυχερότερο
Γιατί όταν ανακαλύπτεις πως χάθηκες
Βρίσκεσαι
Όταν ανακαλύπτεις πως έφυγες έχεις ήδη έρθει
Και μέσα από ένα παραμύθι
Σ’ ένα βιβλίο με κόκκινο κάλυμμα που δεν έχει
ημερομηνία έκδοσης
Και όπου γράφει απλά τη λέξη Παραμύθια μιας ξεχασμένης γενιάς
Βρίσκεις πως η γενιά αυτή
Είναι η δική σου
Που έσωσες και σ’ έσωσε
Που έγραψε κάτι για το σύνολο των λησμονημένων
Για να γράψεις
Και να ξυπνήσει η σάλπιγγα και να ντυθεί φωνές που διώχνουν ξόρκια
κι αφήνουν τη ζωή να συνεχίσει
Μέσα από ένα πλήθος πεταλούδων που δεν καψαλίστηκαν
Στο πούσι της κόλασης
Τέσσερις γυναίκες στ’ όνομά μου
Η Ερμιόνη περπατά με μια ηλιαχτίδα
Δεμένη σε σπάγκο
Σαν ατμός
Λέξη αόρατη
Περιστέρα αγαπημένη του βασιλιά πατέρα της
Κι η Ερμέτ
Κουρασμένη απ’ το ταξίδι με το πλοίο, ήλθε μακριά στα χρόνια να σε βρει
κι ας μην σε φωνάζουν όπως πριν
Κι ας μην έχει πια τον ίδιο πατέρα που να τον λεν Ρογήρο, τον Νορμανδό που την επέταξε
Σε θάλασσα, στα βράχια της Καλαβασού
Και η Νέρεμα,
Γυμνή σχεδόν
Με στήθη έξω
για ένα
Πρόσωπο-χαμόγελο
Σε πόδια σμιλεμένα για περπάτημα στο δάσος
Με φτέρνες σαν σμιλιά οργωμένες
Του αυτόχθονα η αυτόχθονη
Κι η Ερμελίν
Η σιλουέτα η λεπτή, σε ξεπερνά, σου δίνει να κεντήσεις
στο πείσμα να μεινίσκεις όμορφη
Στο νήμα των φυλών όπου ‘χουν ραγίσει
Και η Έρμα, η παιδεμένη σαν είσαι σ’ όλα,
τα κρύβει με την όραση που βλέπει όλα τ’ άλλα
Τα σέβεται με την αγάπη των όσων ηδονής των άστρων, ξώκαμπα
Συνάστερα, με χέρια δούλης σε ντύνει, μάνα,
Με μάτια προφήτισσας μια συναστρία άλλη κι άλλη ερμηνεύει
Και κλείνει τον καημό,
στ’ ανόθευτο
βασίλισσα, τοξότρα,
στα πικρά πικρούτσικα
μαλλιά, θρίαμβου αψίδας,
κατακαμμένη επιστροφή, η φίλη όσων αγάπησαν
Αυτή δίνεις…
που έφυγε μικρή κι ήρθε μικρότερη
Με πλοίο νορμανδικό
και στέριωσε στη γη με τ’ όνομά της!
Πράσινο Χρώμα
Στεγνώνει μα δεν ξεδιψά
Γεμίζει το χώρο
τεντώνεται
Στα βέλη τ’ ουρανού
Κάθε φυτό
Στο ευέλικτο κλωνάρι της τροχιάς
Στον ήλιο μοιάζει θραύσμα
Ενός γυαλιού δασένιου
Που κλείνει την καλύπτρα της ζωής
Με άλλη σαν σε πλουμιστό εργόχειρο
Και η μικρή αόρατη ζωή
Που βλέπω με τις κεραίες της νοημοσύνης
Με φέρνει στο κεντημένο κράσπεδο της αγάπης
Σαν βιος γεμάτος παινεμένα τραγούδια πράσινα
Που γεμίζουν ένα βαρέλι ξύλινο από δέντρο καρυδιάς
Νερό αυθεντικά περασμένο από τη σίτα του αποσταγμένου νέφους.
Τα ξέρω τα λόγια, ρέουν μέσ’ στα δέντρα
Και οι λέξεις περνούν από λεπτές ίνες και μιλούν στην ξηρασία
Την συμβουλεύουν να φύγει
Να κρατηθεί άφαγη για λίγο
Γιατί δεν έχει άλλο από το πράσινο και το βαθύ της θάλασσας
Δε έχει άλλο από μιας χλωροφύλλης πρόσωπο
Που έζησε τις μέρες της όταν η γης
γινόταν πείσμα να μην φάει μπουκιά
Γιατί ο ουρανός την ξέχασε
Και δεν έχει άλλο από μια ματιά γεμάτη
Αμέτρη φρεσκάδα του ήλιου
μέσα από το ψυκτικό ανέμισμα του καύσωνα
Μέσα από την αγάπη που κοχλάζει, ενώ δροσίζει
Έρμα Βασιλείου
Share this Post