Ούτε κροτίδες έριξα ούτε έντυπα μοίρασα
δεν ήμουν οδηγός –ούτε έστω απλός συστασιώτης
(κι ας μετανιώνω τώρα, τι νόημα έχει;)
το μόνο που μιλούσα ανοιχτά σε λίγους φίλους
ίσως να επηρέασα πέντε έξι ανυποψίαστους
μ’ αλίμονο, δεν ήταν «δράση αντιστασιακή».
Εξάλλου πήρα πια το πτυχίο μου, έχω το μαγαζί μου
μέλος δακτυλοδεικτούμενο της αστικής μας κοινωνίας,
με καλησπέρα σας τι κάνετε σε πολλά γνωστά καθίκια
φαρισαίους υποκριτές προαγωγούς και βιομήχανους
μπιντέδων
δεν είναι λέει καιρός δια πολιτικολογείν.
Βάζουν όλοι κάποτε νερό στο κρασί τους,
λέει η μάνα μου, στο τέλος όλοι συμβιβάζονται.
Το ξέρω μάνα, τους μένει μόνο η ρετσινιά.
Γιάννης Καρατζόγλου
Την ώρα που οι μισοί διεκδικούν λαϊκή κυριαρχία, οι άλλοι «κάνουν άλματα στο κενό εντασσόμενοι σε ένα θολό, χωρίς περιεχόμενο, “πατριωτικό μέτωπο”», τα πλήθη παραληρούν από την εμπνευσμένη πολιτική, και την αισθητική των μεταμφιέσεων Ψωμιάδη, κι οι υπόλοιποι ετοιμάζονται να εξασφαλίσουν αυτοδυναμία στον Σαμαρά ―εδώ η επιστήμη σηκώνει τα χέρια γιατί «Ανάβυσσος η ψυχή του ανθρώπου»―, ο απλός περιθωριακός πολίτης έχει δυο επιλογές: είτε να πάρει τα χάπια του ―γενόσημα ή αγέννητα δεν έχει σημασία εδώ που φτάσαμε―, ή να προσπαθήσει να πετάξει, έστω και χωρίς πόδια, μακριά, πολύ μακριά.
Αδιάφοροι οι χαρακτηρισμοί, η ετυμολογία, τα εισαγωγικά: «προδότες», «χούντα», «κατοχή», η ιστορική ανάλυση, ή η επίκληση της πολιτικής επιστήμης, του συνταγματικού και της χαρτορίχτρας για να διαπιστωθεί πότε, εάν, με ποιους όρους/ προϋποθέσεις/ δεσμεύσεις/ εκβιασμούς θα μας επιτραπεί να αποφασίσουμε. (Γιατί πάντα έτσι συμβαίνει στις δημοκρατίες).
Ποιον αφορούν πια οι συνέπειες των εφαρμοστικών νόμων, των απόκρυφων αποφάσεων, η δοσολογία εκφοβιστικών ανακοινώσεων, τα νέα μελλοντικά μέτρα; Το εύρος των ανέργων ωχριά μπροστά στην αίγλη των ανταρτών, και τα ονόματα των ανανηψάντων. Η πειθώ του υποψήφιου Βενιζέλου κυριαρχεί της, μετά 70 χρόνια, κατάργησης των συλλογικών συμβάσεων. Που αν δε σφάλλω ήταν έργο ενός δικτάτορα Μεταξά, και καλώς καταργούνται ως διατάξεις ασαφούς ιδεολογικού υπόβαθρου.
Έτσι, το κρίσιμο σήμερα εντοπίζεται στο αξιακό και ιδεολογικό φορτίο της αριστεράς, στον ακριβή προσδιορισμό μεταξύ «πληττόμενου» και «εξαθλιωμένου», στη μετάβαση από το όλον «Ελλάς» στο ιδεολογικά προσδιορίσιμο «εργαζόμενοι/ λαϊκά στρώματα/ χαμηλά μεσοστρώματα», καθώς και στην διάσταση ανάμεσα στο εθνικό–πατριωτικό και στην ταξική συνείδηση.
Άρα, η πεζή συγκυρία όπου δεν μπορούμε να εφαρμόσουμε σχήματα που ταιριάζουν σε διαφορετικές κοινωνικές και πολιτικές συνθήκες, ευθύνεται για το ανυπέρβλητο εμπόδιο της συμπαράταξης των πολιτικών και κοινωνικών δυνάμεων. Κι εδώ το μέγιστο σφάλμα του εθνικού μας ποιητή που δίχως προηγούμενη πολιτική ανάλυση, βιάστηκε να προεξοφλήσει αταξικά, επομένως ισοπεδωτικά, ότι “το έθνος πρέπει να μάθει να θεωρεί εθνικό ό,τι είναι αληθινό”. Ποιο έθνος; Αυτό που μιλά εν γένει για την ηγεμονία των εθνικών – πατριωτικών προταγμάτων, ή αυτό που επεξεργάζεται θεωρητικά/εις βάθος/και μακροπρόθεσμα τη συγκρότηση του σοσιαλιστικού οράματος;
Έχει δίκιο η Κική Δημουλά: «Υποκειμενικό και το ένδοξο». Όσο για τη λέξη ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ [έπαψε πια να] επιπλέει και να βυθίζει/ τα εχθρικά τεράστια κύματα της ακινησίας [μας]. Γι’ αυτό και ξαναμαζεύω τα βιβλία κι αποσύρω, μη παρεξηγηθώ, τα τσιτάτα του Δημαρά, του Παλαμά, του Βρεττάκου, του Βάρναλη, τα σχετικά με την Ελλάδα, την πατρίδα, το έθνος, τη χώρα, «που διατελεί ούσα απλούν δορυφόρημα, ήτοι κωφόν του ιστορικού δράματος πρόσωπον» (Παπαρρηγόπουλος)
Η τέχνη έχει κοινά με την πολιτική: γι’ αυτό τα συνδυάζει ο πάντα καλοβαμμένος Καβαφολόγος Καρατζαφέρης (Κι άλλη παρήχηση του «Κ»). Διαθέτουν θεατρικότητα, ένα στήσιμο, υπερίπτανται ελαφρώς του κοινού: ψηφοφόρων και αναγνωστών. Είναι περιβεβλημένες με αίγλη και μυστήριο. Απαιτούν ύφος γλαφυρό, κατανοήσιμο, πλην επιτηδευμένο. Οφείλουν να ξέρουν, ή να προσποιούνται, πως κατέχουν αλήθειες και γνώσεις, που προσφέρονται ανιδιοτελώς. Χρειάζονται διαρκή ανανέωση, δημοσιότητα, ώστε να βρίσκονται στην πρώτη γραμμή. Εξαρτώνται από τον τύπο και τα ΜΜΕ, δίνοντας το βασίλειό τους για ένα παραπολιτικό, μια μνεία του νέου βιβλίου, δυο λόγια για την έκθεση, ή την παράσταση. Συχνά υποδύονται ρόλους, φοράνε στολή, οι μεν γραβάτα να γράφει στα πάνελ, οι άλλοι απλώς επιμελώς ατημέλητοι. Διατηρούν για χρόνια την ίδια αναλλοίωτη εμφάνιση, για να παραμένουν αναγνωρίσιμοι. Καλλιεργούν σχέσεις με δημοσιογράφους και οικονομικούς παράγοντες. Μπορούν να υπόσχονται χωρίς να λογοδοτούν. Και στις δυο αρκεί η αρχή: μια εκλογή, ένα βιβλίο, μια καλή σκηνοθεσία. Τα υπόλοιπα έρχονται από μόνα τους: από τη δύναμη της συνήθειας. Ή την κεκτημένη ακινησία της δημοσιότητας. Ό,τι και να γράψει ο Τατσόπουλος, η Σώτη, ο Μάρκαρης (για τις φαρμακωμένες τυρόπιττες της Πόλης, ή το εάν η κόρη του αστυνόμου Χαρίτου θα παντρευτεί με πολιτικό ή θρησκευτικό γάμο), θα ’ναι παρόντες μαϊδανοί/ξεμαϊδανοί να δηλώνουν περί ελληνικότητας στα ΝΕΑ. Και να κατακεραυνώνουν, την απασχολημένη με τη δοσολογία ταξικού και εθνικού, αριστερά. Που δεν μπορεί να πετάξει γιατί κουφάθηκε. Σαν το ανέκδοτο:
Ένας βιολόγος έκοψε το πόδι ενός βατράχου. ―Πήδα, του λέει. Ρίχνει έναν πήδο, ο βάτραχος. Του κόβει το άλλο. ―Ξαναπήδα, τον προστάζει. Κάνει προσπάθειες και πάλι πηδά. Του κόβει το τρίτο πόδι. ―Πήδα, επιμένει ο βιολόγος. Μαζεύει ό,τι τ’ απέμεινε και κάνει μια ύστατη προσπάθεια. Του κόβει και το τελευταίο πόδι. ―Πήδα, φωνάζει ο βιολόγος. Δεν αντιδρά ο βάτραχος. ―Ξαναπήδα, ξαναφωνάζει, τίποτα. ―Βλέπετε, γυρίζει στους φοιτητές του: «Μόλις κόψουμε και τα τέσσερα πόδια, ο βάτραχος κουφαίνεται».
Κώστας Κρεμμύδας