γνώριμες, τόσο ζωντανές μέσα στη μνήμη
νύχτες και νύχτες παθιασμένες
αναλύσεις, έντονες
γραμμές κάτω από φράσεις, συμπεράσματα
στις αναρίθμητες σελίδες, διαφωνίες, […]
ξύπνησα απορημένος, πώς
τώρα μιλούσαν όλοι ξαφνικά
πάλι γι’ αυτή την επανάσταση
τόσες βαριές δεκαετίες, κι αυτός
πώς είχε έρθει, από πού
τόσα χρόνια νεκρός
τόσα χρόνια νεκροί
αυτός, εγώ, η επανάσταση.
Σωτήρης Σαράκης
Από τότε πέρασαν δεκαετίες αλλά ακόμα σέρνουμε βραχνά στη μνήμη. Και να σκεφτείς ότι εμείς δεν πληρώσαμε και τίποτα, δε θρηνήσαμε, πέρα από ιδέες, κοντινούς δικούς μας. Ντραπήκαμε και φοβηθήκαμε πολλές φορές. Όμως δεν είμαστε πια ίδιοι. Κι αν λένε σήμερα πως έχουμε ευθύνη στους νέους, αναρωτιέμαι για τα δικά μας χρόνια ποιοι πεθαμένοι θα λογοδοτήσουν;
Ήταν η τελευταία βδομάδα πριν τις πασχαλινές διακοπές. Με το που ξημέρωσε Παρασκευή αρχίσαμε να ετοιμαζόμαστε, άλλοι για τη δουλειά, η μάνα μου κι η Ρουμπίνη στα οικιακά, η γιαγιά μου στην πολυθρόνα κι εγώ για τη Λακωνική, στο διπλανό ιδιωτικό που, σαράντα χρόνια μετά σε εκσκαφές για το απέναντι κτίριο της Νομαρχίας βρέθηκαν τα τείχη της Ακαδημίας Πλάτωνος. (Μια άλλη ιστορία)
Η αναταραχή και τα εμβατήρια προμηνούσαν τα επόμενα. Τα σχολεία έκλεισαν πρόωρα, και χαρήκαμε όχι μόνο τις δυο κερδισμένες μέρες αλλά και την απαλλαγή μας απ’ τις κατ’ οίκον εργασίες που θα μας φόρτωναν για το Πάσχα. Κι ακόμα, γιατί η αναμπουμπούλα έσπαγε την πλήξη της καθημερινότητας, έσμιγε την οικογένεια, ανέβαλε τις αντιπαραθέσεις μέχρι νεωτέρας: ξαναμίλαγαν οι μαλωμένοι (και στο δικό μου σπίτι όλοι και όλα μάλωναν).
Η μέρα ήταν ζεστή και τη χαιρόμαστε, καθώς η τηλεόραση δεν είχε προλάβει ακόμα να μας στερεί το φως. Δυο τρία χρόνια μετά θ’ απολαμβάναμε με τη γειτονιά σύσσωμη, τη Μπονάτσα, τη Νάκη Αγάθου, το «Αυτή είναι η ζωή σου» του Μαστοράκη και το «Αλάτι & Πιπέρι». Στο Παναθηναϊκό Στάδιο η «Ολυμπιάδα τραγουδιού» με τον Γιώργο Οικονομίδη και στη Θεσσαλονίκη το Φεστιβάλ με τον Άλκη Στέα, που παρά την εθνική δυσφορία, μας προέτρεπε: «Ευτυχείτε!».
Το ραδιόφωνο παιάνιζε στρατιωτικά εμβατήρια. Ο θείος μου με το γνωστό κυριακάτικο ένδυμα: πιτζάμες και ρομπ ντε σαμπρ, ως συνήθως κάτι μαστόρευε∙ μέχρι που βρήκαν ευκαιρία, μέρα που ήταν, να ξεφορτωθούν κάτι παλιατζούρες στο διπλανό χωράφι. Έκαναν ένα σωρό τ’ άχρηστα και τους έβαλαν φωτιά. Στο τέλος ’καψαν συνωμοτικά (λες κι απασφάλιζαν χειροβομβίδα) και μια ΑΥΓΗ της 20ης Απριλίου 1967 που ’χε παρατήσει την προηγουμένη σπίτι μας, ο άλλος μου θειός, ο Αριστείδης.
Παρά την ιστορική φόρτιση της ονοματοθεσίας: Αμαλία, Θεμιστοκλής, Αριστείδης, Λεωνίδας, και σ’ αντίθεση με τον γυναικολόγο αδελφό του και πατέρα τού μετέπειτα ποδοσφαιριστή του Ατρόμητου και της ΑΕΚ, Λάκη Νικολάου, ο Αριστείδης ήταν ο αποδιοπομπαίος της οικογένειας. Εισπράκτορας στον ΗΣΑΠ, με τρεις γιους κι ανάκατες βάρδιες, ερχόταν τακτικά σπίτι μας να πιεί ένα ούζο και να φάει ένα πιάτο φαΐ πριν τη δουλειά. Με ελαφρά σκαμμένο πρόσωπο, πάντα γελαστός, καλοσυνάτος, χρησιμοποιούσε το αμφιλοχιώτικο «καμάρι μου» συχνότερα του δέοντος, αλλά ανθρώπινα, Ζούσε σώγαμπρος σε ξύλινη παράγκα στα προσφυγικά του Περιστεριού, «προικώο» που φιλοξένησε αρχικά την οικογένεια της Αϊβαλιώτισσας δασκάλας πεθεράς του, αδερφής της δικής μου γιαγιάς. Οι δυο αδελφές, σπουδασμένες στο Αρσάκειο και διορισμένες στις Κυδωνίες πριν την καταστροφή, βρέθηκαν μετά το ’22 να ζητιανεύουν μια θέση στο ελληνικό σχολείο. Η γιαγιά μου τα κατάφερε. Η αδελφή της πέθανε από φυματίωση στην Κατοχή αφήνοντας δυο παιδιά στο έλεος της ατυχίας τους. Οι παράγκες άντεξαν, μαζί κι άνθρωποί τους, επί πενήντα χρόνια! Έπρεπε να ’ρθει η χούντα για να τους στοιβάξει στις 10οροφες πολυκατοικίες στον Άγιο Αντώνη. (Βλέπετε, οι δημοκρατικές κυβερνήσεις είχαν άλλες ασχολίες)
Μια βδομάδα μετά την 21η Απριλίου ο Αριστείδης βρέθηκε στο δρόμο και τα τρία παιδιά του στην απόγνωση. Κάτι οι γύψινες φάτνες που σκάρωναν οικογενειακώς, κάτι τα σουβλάκια σε μια τρύπα απέναντι από το γήπεδο του Ατρόμητου, κάτι οι δουλειές του ποδαριού –παρά το ούζο–, τα «καμάρια» του κατάφεραν τελικά να μεγαλώσουν, όχι χωρίς κόπο.
Μερικούς μήνες μετά μετατέθηκε δυσμενώς από τα χρυσοφόρα τότε Πατήσια, όπου τα πουρμπουάρ αύξαναν με ταχύτητα ανάλογη των πολυκατοικιών, ο διανομέας αδελφός της μάνας μου. Η αστοχασιά της νεότητας να τα βάλουν στην καρδιά του Εμφύλιου μ’ ένα κάθαρμα της χωροφυλακής –τελικά πλήρωσε την αποκοτιά ο ένας της παρέας–, κάτι οι απόψεις του υπέρ της Ένωσης Κέντρου, κάτι αστειάκια για τον Παττακό, και βρέθηκε στη Λειβαδιά ευτυχής που δεν βρέθηκε στο δρόμο.
Η ιστορία δε σταματά απλώς στην ανάλυση των περιεχομένων της, αλλά καταγράφεται, μελετάται, αναλύεται όχι μόνον ως συμβάν, αλλά ως οργανικός συνδιαμορφωτής της γενεαλογίας της συγχρονικότητάς μας. Γι’ αυτό και μπαίνω στον πειρασμό της συσχέτισης με το άλλο Πάσχα της 20ης Απριλίου 1941, όταν ο αντιστράτηγος Τσολάκογλου κατάργησε πραξικοπηματικά τον διοικητή Στρατιάς Ηπείρου Ιωάννη Πιτσίκα, αναλαμβάνοντας ο ίδιος διοικητής, για να υπογράψει στο Βοτονόσι του Μετσόβου πρωτόκολλο ανακωχής με τον υποστράτηγο Γιόζεφ Ντήτριχ, της 1ης Μηχανοκίνητης Μεραρχίας των Ες-Ες. Την επόμενη, 21η Απριλίου, στην Λάρισα (όλο και κατέβαινε μέχρι να βρεθεί πρωθυπουργός στην Αθήνα), ο Τσολάκογλου υπέγραψε ως διοικητής της Ελληνικής Στρατιάς Ηπείρου και Μακεδονίας την άνευ όρων παράδοσή μας στους Γερμανούς. (Τυχαία κάθε ομοιότης με σύγχρονα πρόσωπα και γεγονότα).
Σύμφωνα με την επίκαιρη, λόγω των ημερών, ρήση του Ιησού προς τον Πέτρο «πριν αλέκτωρ φωνήσαι, τρις απαρνήση με», ο Τσολάκογλου στις 23 Απριλίου 1941 υπέγραψε και τρίτο πρωτόκολλο με άλλο Γερμανό αλλά και με Ιταλό αυτή τη φορά στρατηγό, για να χαρούν κι οι μελανοχίτωνες του Μουσολίνι.
Δεν έχω χώρο για περαιτέρω συσχετισμούς αλλά θεωρώ εντιμότερα τα πραξικοπήματα από τη γελοιοποίηση της δημοκρατίας μέσω τροπολογιών, εν λευκώ εξουσιοδοτήσεων προς Τσάρους, και του ξεχειλώματος του Συντάγματος ανάλογα με το κομματικό συμφέρον. Και βέβαια δωσίλογος εξακολουθεί να σημαίνει «ο υποχρεωμένος να λογοδοτήσει για τις πράξεις του».
Δεν ήμασταν ζωγράφοι σαν τον Τσαρούχη για να νιώσουμε το λυρισμό της γειτονιάς μας. Πάντως η δική μας γειτονιά φοβόταν. Με την απαγόρευση της κυκλοφορίας κλειστήκαμε σπίτια μας. Οι δρόμοι έρημοι. Τοίχο-τοίχο και πιασμένοι απ’ το χέρι διασχίσαμε τα δέκα μέτρα μέχρι τους γείτονες δίπλα. Δεν αντέχαμε να μείνουμε μόνοι κείνες τις ώρες. Αιώνας μας φάνηκε το ένα λεπτό της επιστροφής,. Πάντα το βράδυ τα πράγματα αγριεύουν. Την άλλη μέρα μάθαμε πως είχαν σκοτώσει κάποιον στα Σεπόλια.
Κώστας Κρεμμύδας