Γεννήθηκαν τήν ἴδια χρονιά (1938), στήν Κρήτη ὁ πρῶτος, στή Σύρο ὁ δεύτερος. Πέθαναν τήν ἴδια χρονιά μέ διαφορά δύο ἡμερῶν (20/7/2018 ὁ πρῶτος στό Ναύπλιο, 22/7/2018 ὁ δεύτερος στήν Ἀθήνα) ἀπό τήν ἴδια αἰτία: ἀνακοπή καρδιᾶς. Ὑπῆρξαν ἐκλεκτά μέλη τῆς δεύτερης μεταπολεμικῆς ποιητικῆς γενιᾶς. Παρακάτω ἀντιγράφω τά σύντομα σημειώματα, πού ἔγραψα γιά τούς δύο ποιητές, στά «Προλεγόμενα» γιά τή δεύτερη ἔκδοση τῆς Ἀνθολογίας Δεύτερη Μεταπολεμική Ποιητική Γενιά (1950-2012).[1]
«Χ ρ ῖ σ το ς Ρ ο υ μ ε λ ι ω τ ά κ η ς. Σ᾿ ἕνα πρῶτο ἐπίπεδο, ἔζησε τόν κλῆρο τῆς γενιᾶς του ὡς ἀριστερό θήραμα – ὁ ἴδιος, ἐκτός ἀπό τίς ἐξορίες τοῦ πατέρα του, ἐκτοπίστηκε ἀπό τή Χούντα στή Γυάρο καί στή Λέρο. Σ’ ἕνα δεύτερο ἐπίπεδο, τήν ἔζησε ὡς παντοειδή στέρηση. Καί σ’ ἕνα τρίτο, ὡς ἰδεολογικό μεταπολιτευτικό σκεπτικισμό. τά ποιήματά του, εἴτε ἀφοροῦν προσωπικά του δεδομένα εἴτε ἱστορικά εἴτε καθημερινά, δίνονται ἀπό τή σκοπιά τοῦ θύματος· πάντα, ὡστόσο, συγκρατημένα καί κάπως θυμοσοφικά. Κάτω ἀπό τέτοιες συνθῆκες, εἶναι δυνατός ὁ ἔρωτας; Μά ναί, ὁ ἔρωτας χωράει παντοῦ. Μέ τή διαφορά ὅτι ἐδῶ χρωματίζεται ἀρκετά ἀπό τίς συγκεκριμένες συνθῆκες. Ἰδιαίτερη προτίμηση τοῦ ποιητῆ ἀποτελοῦν ἱστορικά πρόσωπα πού, ὅπως κι ὁ ἴδιος, δέν σήκωσαν ‘‘λευκή σημαία’’. Πρόσωπα, δηλαδή, πού ἀντιμετώπισαν τό ἠθικό δίλημμα, ὑποταγή, μέ ἀνταλλάγματα, ἤ ὄχι μέ βαρύ τίμημα, καί ἀποφάσισαν τό δεύτερο. Τόν λόγο τοῦ ποιητῆ τόν συνθέτουν μετρημένα λόγια, ὅσα κάθε φορά εἶναι ἀπαραίτητα γιά τήν ἐκφραστική ἐπάρκεια τῶν κειμένων. Γιά τοῦτο ὁ λόγος του εἶναι ἐξαιρετικά πυκνός κι ὡστόσο ἀσυνήθιστα ἐναργής. Τά παραπάνω ἀφοροῦν ὅλο τό ἔργο τοῦ Ρουμελιωτάκη: τίς τέσσερεις ποιητικές συλλογές του. Ξεχώρισα τίς δυό τελευταῖες, ἐπειδή αὐτές ἀποτελοῦν, ποσοτικά καί ποιοτικά, τό σημαντικότερο μέρος τῆς μέχρι τώρα δουλειᾶς του.»[2]
«Μ ά ν ο ς Ἐ λ ε υ θ ε ρ ί ο υ. Ἡ ποίησή του βρίσκεται, στό σύνολό της, μέσα στόν κεντρικό κορμό τῆς γενιᾶς του. Τόσο ἀπό τή μεριά τῆς ἱστορικῆς μνήμης, ὅσο καί ἀπό τή μεριά τοῦ παρόντος. Ἡ μνήμη φέρνει πίσω χαρακτηριστικές στιγμές ἀπό τά δύσκολα μεταπολεμικά χρόνια, στιγμές φορτισμένες ἀπό φονικά, ἀπό φόβο, ἀπό ἀνέχεια, ἀπό χαμένους φίλους. Στό πλαίσιο αὐτῆς τῆς μνήμης, τό ποιητικό ἐγώ συντάσσεται πάντα μέ τό μέρος τοῦ θύματος. Τό παρόν, τίποτε περισσσότερο ἀπό μιά χαμένη ὑπόθεση· «γιά ποιούς ὑπήρξαμε;» θά πεῖ ὀ ποιητής, διαχωρίζοντας τή θέση του ἀπό τήν παροντική ἀναλγησία. Ὅλα αὐτά, δοσμένα μέ λόγο μοντερνιστικό, ἐξαιρετικά ἐλλειπτικό, μέ πολλά ὑπερλογικά ἅλματα, συχνά αἰχμηρό καί ὀργισμένο. Οἱ δυό τελευταῖες συλλογές τοῦ ποιητῆ δέν ἀνατρέπουν τά βασικά δεδομένα τοῦ προηγούμενου ἔργου του. Τό ἐπιπλέον στήν προκείμενη περίπτωση ἔχει νά κάνει μέ τήν ἐπιπλέον ὡριμότητα, πού θά πεῖ μέ τήν ποιοτική ἐξέλιξη τῆς ποίησής του.»
Ὁ Χ. Ρουμελιωτάκης, ἐκτός ἀπό ποιητικό του ἔργο, ἔχει γράψει μερικά θαυμάσια ἀφηγηματικά κείμενα κι ἔχει ἐκδώσει ἕναν τόμο μέ δοκίμια. Ὁ Μ. Ἐλευθερίου, ἐκτός ἀπό τό ποιητικό του ἔργο, ἔχει γράψει ἔξοχους στίχους τραγουδιῶν, διηγήματα, μυθιστορήματα, ἐπιφυλλίδες καί ἄλλα κείμενα ἐγκυκλοπαιδικοῦ ἐνδιαφέροντος. Ἔχει ἐπιμεληθεῖ ἐπίσης ὁρισμένες ἐκδόσεις πού ἀφοροῦν τή γενέτειρά του τή Σύρο. Καθώς γίνεται φανερό ἀπό τά στοιχεῖα αὐτά, ὁ Ἐλευθερίου ὑπῆρξε πολυτάλαντο ἄτομο. Ὅμως στόν καθαρά ποιητικό τομέα, ἡ ἔνταση τῶν ἐμπειριῶν, ἡ σημασία τους καί τό ἐκφραστικό ἀποτέλεσμα, δίνουν στόν Ρουμελιωτάκη ἕνα κάποιο προβάδισμα γιά τό μελλοντικό ταξίδι τῆς δουλειᾶς του, ἄν καί τό μέλλον γιά τούς τωρινούς παραμένει πάντα αἰνιγματικό. Ἀναφορικά μέ τούς δυό ποιητές ἡ κριτική, ἄν καί ὄχι ἐπαρκής, στάθηκε γενικά εὐνοϊκή, ὅπως καί τούς ἄξιζε.
Τό γεγονός ὡστόσο τοῦ θανάτου τους προβλήθηκε ἀπό τά ΜΜ τόσο ἄνισα, ὥστε νά προκύπτει ζήτημα ἀκατανόητης συμπεριφορᾶς. Ὁ θάνατος τοῦ Μ. Ἐλευθερίου παρουσιάστηκε λ.χ. ἀπό τήν Κρατική Τηλεόραση κατά τρόπο ἠχηρό, πομπώδη, μέ ὑπερβολές καί ἀνακρίβειες.[3] Βέβαια γιά ἕναν ποιητή πού πεθαίνει δέν πειράζει νά λέμε κι ἕνα λόγο παραπάνω -τό καλεῖ ὁ συναισθηματισμός τῆς στιγμῆς- ἀρκεῖ βέβαια νά μήν τόν ξεχνοῦμε τήν ἄλλη μέρα. Τό γεγονός ὅμως ὅτι, ἡ ἴδια τηλεόραση ἀποσιώπησε παντελῶς τόν θάνατο τοῦ Ρουμελιωτάκη, ἐνῶ γιά τόν θάνατο τοῦ ἄλλου ποιητῆ δέν ἀκριβολογοῦσε, ἐπιτρέπει νά σκεφτεῖ κανείς πώς κάτι δέν πάει καλά μέ ὅσους καταγίνονται μέ τά πολιτιστικά τῆς κρατικῆς τηλεόρασης. Γιατί ἡ σιωπή γιά τόν θάνατο τοῦ Χ. Ρουμελιωτάκη δέν μπορεῖ νά θεωρηθεῖ συμπτωματική ἤ τυχαία. Ἀσφαλῶς δέν ὑποκρύπτει δόλο, αὐτό νά λέγεται, ὑποκρύπτει ὅμως ἀμάθεια καί ἀνευθυνότητα. Πράγμα ὄχι σπάνιο στήν πνευματική ἐπαρχία πού λέγεται Ἑλλάδα κι ἔχει πρωτεύουσά της τή μίζερη Ἀθήνα.
Γιώργος Αράγης
[1] Α. Εὐαγγέλου – Γ. Ἀράγης, Δεύτερη Μεταπολεμική Ποιητική Γενιά (1950-2012). Ἀνθολογία. Ἐκδόσεις Gutenberg, Ἀθήνα 2017.
[2] Ὁ ποιητής ἀνάρτησε στό διαδίκτυο ποιήματα καί μετά τήν ἔκδοση τῆς Ἀνθολογίας Gutenberg.
[3] Στό δελτίο εἰδήσεων, Κυριακή 22, ὥρα 3μμ, ἀκούστηκε ὅτι ὁ ποιητής Ἐλευθερίου ἀποτέλεσε «τομή στήν κριτική». Ἀγνοῶ πότε διέπραξε τέτοιο φονικό ὁ ἄξιος Μάνος μας. Ἄραγε ἡ ὡραία ἐκφωνήτρια εἶχε ἐπίγνωση τί κοτσάνα ἐκφωνοῦσε ἐκείνη τήν ὥρα;
Share this Post