Ωραία λοιπόν.
Ας συνεχίσουμε κι απόψε την κουβέντα μας.
Για πόλεις που θα βρούνε το νέο σφυγμό τους
γι’ ανθρώπους που θα φέρουνε νεόκοπους προορισμούς
για νέους κώδικες επαφής που θα εφεύρει το σώμα
για λέξεις παρθένες που θ’ αχρηστέψουν τη μόνωση
για σιωπές ακόμα εύφορες που θα συντηρήσουν το πάθος
γι’ άγνωστες, νέες συγκινήσεις που περιμένουνε πιστούς
για νέα ρίγη που ζητάνε επιδερμίδες
για νέα σχήματα που θ’ απορροφήσουν τις μοναξιές
για νέα συνθήματα που θα στρατολογήσουν οπαδούς
για νέες ευαισθησίες, νέες αισθήσεις, νέες διαστάσεις
για παιδιά χωρίς τους μύθους των μεγάλων
για σπίτια χωρίς δωμάτια υπηρεσίας
για ένα νέο κόσμο χωρίς τα σύνορα που ξέρουμε.
Κουβέντα ας γίνεται όσο θέλετε.
Εγώ το ξέρω προ πολλού:
αυτό το δεκατριάρι δεν πιάνεται με τίποτα.
(Βασίλης Καραβίτης «Το άπιαστο Πρo-πο», Λυπομανία, 1989)
Τα καλοκαίρια συνήθως γράφουμε για τον έρωτα. Τον χειμώνα για θάνατο. Άνοιξη και φθινόπωρο ανεβοκατεβάζουμε θερινά και χειμωνιάτικα, άλλοτε αλαφρώνοντας κι άλλοτε βαραίνοντας τις ντουλάπες. Με σόκαρε μια φωτογραφία μου που είδα τις προάλλες με μπότες, πουλόβερ, κασκόλ, παλτά, ένας ακατέργαστος όγκος γύρω απ’ το σώμα. Τελικά το πρόβλημα είναι ενδυματολογικό ή ηλικιακό αναρωτήθηκα κι άρχισα απεγνωσμένα να ψάχνω παλιές στιγμές στο συρτάρι για να δω πώς ήμουν άλλους χειμώνες. Όσο ξεφτίζουν οι μνήμες τόσο ανασύρονται φωτογραφίες. Ποιος να μιλήσει πια για έκδηλη και άδηλη [παρ’ ολίγο να γράψω «άδολη»] μνήμη. Κάποια έστω οπτικοχωρική αποτύπωση που θα μπορούσε ν’ αφήσει συγκρίσιμα μνημονικά ίχνη. Γιατί λειαίνει τις αιχμές ο χρόνος μετατρέποντας ακόμα και το δυσβάσταχτο σε πούπουλο. Ίσως γι’ αυτό οι έρωτες ήταν πάντα καλοκαιρινοί, το πολύ ανοιξιάτικοι, ανάλαφροι, γυμνοί (απογύμνωνες την ύπαρξή σου και το σώμα της), σχεδόν αέρινοι. (Μια φορά που δοκίμασα στο μεταίχμιο Οκτώβρη-Νοέμβρη απέτυχα).
Ενίοτε βέβαια στην πορεία το αιθέριο αεράκι μετεξελίσσεται σε μελτέμι που με τον καιρό γίνεται μπουρίνι κι αργότερα άνεμοι πολλών μποφόρ. Μέχρι να γκρεμοτσακιστούμε έρωτας κι ερωτευμένοι, θύτης και θύματα, σε κανέναν βράχο, να πέσουν σε ξέρα κι ως ναυαγοί να τρώνε ο ένας τις σάρκες του άλλου ελλείψει προμήθειας. Είναι τότε που αρχίζουν τα εάν δεν… μέχρι να καταλάβεις πως απώλειες, επιλογές και λάθη είναι εμποτισμένα στο dna της ύπαρξής μας. Άλλωστε συχνά ο έρωτας [και οι αναπόφευκτες μεταπτώσεις του] επαναλαμβάνεται την πρώτη φορά σαν τραγωδία και τη δεύτερη σαν φάρσα. Κι ο Μαρξ τον έρωτα εννοούσε κι ας νόμιζε ότι αναφέρεται στην ιστορία. Άλλωστε κάθε λεπτό που περνά η ζωή γίνεται ιστορία. Και εξιστόρηση. Χώρια που η ζωή είναι περίπου σαν τις μαρξιστικές θεωρίες: δεν σου αφήνουν κανέναν χώρο ελεύθερο. για να οικοδομήσεις μια νέα πρέπει να γκρεμίσεις αυτό που ήδη υπάρχει, όπως μας μάθαινε ο Πουλαντζάς τότε που τον χαζεύαμε με τη Νανά στο αμφιθέατρο. Κι εγώ ξεσήκωνα στυλ γιατί τον θαύμαζα ως θεωρητικό και ως άντρα. Μόνο το μάλλινο πουλόβερ δεν άντεξα για πολύ. Μ’ έπνιγε στο λαιμό το ζιβάγκο.
Τα παρεπόμενα του έρωτα έχουν κατεξοχήν εαρινά γνωρίσματα όπως το σκίρτημα –σαν των πουλιών και των βλεφάρων το πετάρισμα–, το ελαφρύ σφίξιμο στο στομάχι –που παρέπεμπε σε παρατεταμένη δίαιτα θέρους–, η εναγώνια αναζήτηση του άλλου: στο διάλειμμα, στην εκδρομή, στο κινητό, έστω και στο facebook. Ποτέ δεν φανταζόμουν ότι θα αδημονούσα ν’ αρχίσουνε μαθήματα για να ξαναδώ τη Νάντια, τη Ράνια… Να ξεκινήσουν εξετάσεις στο γυμνάσιο για να ξαναδώ από κοντά τη Μάρθα, την Αγγελική, τη Βάσω. Μπορεί να έφταιγε κι ο Άμλετ που διάβαζα, τότε, με το στανιό λες κι έπινα καθάρσιο. Μήπως γι’ αυτό τον φοβόμουν; Όχι τον Άμλετ, τον έρωτα: για τη στυφή γεύση και το αναγούλιασμα που αφήνει κάθε φορά στο στόμα. Παρότι η αλαφράδα της καρδιάς, η αναπτερωμένη διάθεση, η θέση μάχης κάθε φορά που παίρνεις, έτοιμος να κατασπαραχθείς και να κατασπαράξεις, συμβαδίζει πάντα με το αέρινο του σώματος: ένα αραχνοΰφαντο πέπλο, ένα δαντελωτό μπούστο, ένα λεπτό πέδιλο στα καλλίγραμμα πόδια. [Διόλου τυχαίο που οι Ρωσίδες φροντίζουν να ’χουν πάντα μαζί τους ένα ζευγάρι γόβες σε πρώτη ζήτηση, ν’ αντικαθιστούν τις βαριές γούνινες μπότες].
Από την άλλη ο έρωτας έχει ταυτιστεί με μια ή περισσότερες ιστορίες δύο προσώπων. (Δεν αναφέρομαι στα τρίγωνα γιατί ποτέ μου δεν τα κατάφερνα με την Ευκλείδεια γεωμετρία. Άλλωστε ο δισδιάστατος Ευκλείδειος χώρος προϋπέθετε πάντα τρία σημεία, όχι στην ίδια ευθεία, προκειμένου να καθοριστεί ένα μοναδικό τρίγωνο κι ένα μοναδικό επίπεδο. Στον έρωτα όμως μοναδικότητες δεν υπάρχουν. Υπάρχουν χυλόπιτες αλλά αυτό άπτεται της ζαχαροπλαστικής κι όχι της γεωμετρίας. Αναφέρομαι στους ατελέσφορους έρωτες. Στους δίχως ανταπόκριση. Που μπορεί να είναι εντονότεροι στην τραγική κατάληξή τους. Τα υπόλοιπα: απόρριψη και συμβιβασμός δεν είναι που βαραίνουν την ύπαρξή μας; Κι αρχίζουμε να πλάθουμε σενάρια φανταστικά, να ζούμε εικόνες που μάταια αποθηκεύει το υποσυνείδητο προκειμένου να μετατραπεί η επώδυνη ήττα σε μια πύρρειο νίκη με άλλους πρωταγωνιστές, άλλη υπόθεση σε διαφορετικό χωρόχρονο.
«Καθένας μονάχος του πορεύεται στη ζωή στον έρωτα και στον θάνατο». Δεν είναι αυτός ο στίχος του Γιάννη Ρίτσου αλλά εγώ έτσι τον αποστήθισα.
Και αναπόφευκτη μοναξιά σημαίνει αδυναμία επαφής και φόβος διάψευσης. Γι’ αυτό κρατάμε ανεκχώρητα τα ελάχιστα της άμυνάς μας όχι ως καβάντζα αλλά ως ατομική προστασία στη μελλοντική πλαγιοκόπηση. Και σε όσα θα ακολουθήσουν το τέλος που θ’ αποδειχτεί σκληρότερο κι απ’ τις μεγαλόπνοες υποσχέσεις της αρχής, τα ρόδα και τα κρίνα που θα μεταβληθούν σε γαϊδουράγκαθα έτοιμα να σε πληγιάσουν. Όμως κανείς δεν θέλει να βλέπει τις πληγές του αιωρούμενες σαν άσματα: ανάμεσα στο «Η ζωή μου είσαι» του Κυριαζή και στο «Πού να εξηγώ τι κατά βάθος είμ’ εγώ/πού να εξηγώ, της μοναξιάς το φορτηγό τρέχει στη νύχτα δίχως φρένα κι οδηγό» του Αντώνη Βαρδή. Και δεν χρειάζεται να ’ναι κανείς λαϊκός βάρδος για να αναζητήσεις τα χιλιάδες σπαραξικάρδια άσματα που μιλούν για προδομένους έρωτες κι εγκατάλειψη ακόμα και μιας «σωστής κυρίας» όπως θα ’λεγε κι ο Μπιθικώτσης. Γι’ αυτό ο βαρύς έρωτας είναι ζεϊμπέκιο, βαρύ μοναχικό, ασήκωτο. Δεν είναι συρτάκι. Δεν είναι καν μακελάρικος χασάπικος κι ας κρατούσαν κάποτε μαχαίρια όταν τον χόρευαν. Άλλωστε ο χασάπικος πλέον απαιτεί συντονισμό. Κι ο έρωτας είναι από τη φύση του ασυντόνιστος. Με πολλές μεταπτώσεις: από την εξιδανίκευση στα τάρταρα του τέρατος. Αρχικά ακόμη κι ο γλοιωδέστερος, ο τεμπέλης, ο αστοιχείωτος, ο ακαμάτης, στα μάτια του άλλου εμφανίζεται ως πρίγκιπας ποιητής, δουλευταράς και διανοούμενος που εμπνέει στίχους, μιλά με γρίφους και συμπυκνώνει στις άναρθρες κραυγές του τα υψηλότερα φιλοσοφικά νοήματα. Στη φάση της αποκαθήλωσης ακόμη και ο ωραιότερος, εύστροφος, γυμνασμένος, ευαίσθητος σύντροφος αποκτά μορφή πλαδαρού ανίκανου Κουασιμόδου που εκστομίζει βλακείες ικανές να προσβάλλουν το έτερον ήμισυ που από καιρό έχει πάψει να είναι και ήμισυ και έτερον. Είναι ένα όλον μεταμορφωμένο σε έχιδνα ικανή να δηλητηριάσει κάθε πτυχή της ύπαρξής σου. Τα αμάραντα ξεραίνονται, η εναλλαγή μεταβάλλεται σε πανομοιότυπη πλήξη, οι εποχές χάνουν το νόημά τους, η ζωή γίνεται ένας αβάσταχτος βραχνάς, κάνοντας τον θάνατο να φαντάζει μοναδική σωτηρίας. Δεν θέλω να χαλάσω τη διάθεσή σας αλλά καλό είναι ενίοτε να βάζουμε τα πράγματα στη θέση τους γιατί αλλιώς θα καταντήσουμε πρωινάδικο με μοντέλες που σκάνε αναίτια στα γέλια. Λες και τους καθαρίζουν αυγά. Που ούτε καν τους τα πετάνε, για να βγάλει κι ό έρμος τηλεθεατής τ’ απωθημένα του.
«Τι εστί έρως; Ο ασπασμός των αγγέλων προς τα άστρα», έγραφαν με γράμματα καλλιγραφικά στα λευκώματα της εποχής μου, στα σημερινά facebook του χθες, του πολύ χθες. Μόνο που τότε τα χειροποίητα καλαίσθητα λευκώματα τα έφτιαχναν μαθητριούλες, ενώ τώρα τα συνήθως πληκτικά δημοσιοσχεσίτικα τ’ αναρτούν οι κάπως πεπερασμένης ηλικίας κυρίες. [Και κύριοι]. Πάντως το ανεκπλήρωτο του έρωτα το ’χαμε από τότε καταλάβει, γι’ αυτό αναφερόμασταν σε Αγγέλους και άστρα κι όχι σ’ ανθρώπους.
Ο ορισμός του έρωτα ήταν ο μόνος ορισμός που μπόρεσα ν’ αποστηθίσω μαζί με τον άλλον του Αριστοτέλη για την ποίηση: «ἔστιν οὖν τραγῳδία μίμησις πράξεως σπουδαίας καὶ τελείας μέγεθος ἐχούσης…». Με το μέγεθος δεν ασχολήθηκα γιατί εξαρχής διέκρινα το αχόρταγο/άπληστο της αριστοτελικής φιλοσοφίας: ρε μεγάλε τη θες σπουδαία, τη θες τελεία, και ποιος δεν την θέλει δηλαδή, τι θες και μεγάλη… Έλεος.
Στα τελειώματα του δημοτικού έχασα ξαφνικά την Κλεμάνς. Έχω ξαναγράψει κι άλλες φορές και μάλιστα για τον απρόσμενο τρόπο που ξαναβρεθήκαμε μέσω διαδικτύου, που όταν το θέλει κάνει θαύματα κι όταν πεισμώνει παίρνει στο λαιμό του ανθρώπους. Η Κλεμάνς (από το λατινικό Clemencia που σημαίνει Επιείκεια και που το βλέπουμε συχνά σε σκηνές δίκης, στις ξένες ταινίες, πάνω απ’ τα έδρανα των δικαστηρίων) ήταν μισή γαλλίδα μισή ελληνίδα. «Η πλάκα είναι ότι στη Γαλλία το Κλεμάνς είναι εντελώς παλαιικό όνομα» μου ’χε πει σε μια συνάντησή μας, μόνο που για μας, τότε, φάνταζε σαν μύθος αιθέριος που πλανιόταν σε καστροπολιτείες και στις διώροφες ταράτσες της γειτονιάς μας.
«Δεν έχουμε άλλη επιλογή από το να διαμαρτυρηθούμε» αντέγραφα τότε τη φράση του Μάρτιν Λούθερ Κινγκ που διάβαζα και ξαναδιάβαζα στις εφημερίδες της εποχής [και του πατέρα μου]. Μαζί με την άλλη «Έχω ένα όνειρο», που είπε ανήμερα στη γιορτή μου στη διάρκεια μιας ειρηνικής διαδήλωσης στην Ουάσιγκτον στις 28 Αυγούστου 1963. Λίγα χρόνια αργότερα χάθηκαν μαζί η Κλεμάνς κι ο Μάρτιν Λούθερ Κινγκ. Βραχυκυκλωμένος εκ γενετής δε σκέφτηκα να ψάξω κάπου, να ρωτήσω. Η ειρωνεία είναι ότι η οικογένειά της μετακόμισε σε μια μονοκατοικία 3-4 δρόμους προς την πλατεία του Κολωνού, δίπλα μας. Μου έμειναν η διαμαρτυρία και τ’ όνειρο. Και οι σκέψεις… πάνω στη μηχανή την ώρα που διέσχιζα, χρόνια μετά, την Καποδιστρίου στο ύψος της Κάνιγγος. Πάντα προσπέρναγα με κόκκινο εκείνο το σημείο. Άλλωστε η Κάνιγγος δεν είχε ποτέ αυτοκίνητα. Εκτός από τη συγκεκριμένη Παρασκευή της 28ης Αυγούστου 2015. Ανήμερα στα γενέθλιά μου. Με είκοσι χρόνια διαφορά από τον Μάρτιν Λούθερ Κινγκ.
Δεν θα πιστέψετε αλλά μου έφυγε ένα βάρος: ήμουν ακόμη «ενήλικος» για το Silver Alert. Ένα χρόνο να καθυστερούσα και θα προβιβαζόμουν στους ηλικιωμένους. Φανταστείτε την εικόνα: «Εξαφάνιση ηλικιωμένου Κ.Κ. ετών 60».
Καμιά φορά τα σηματοδότες [και μάλιστα τα Κόκκινα Φανάρια] δίνουν τη λύση που ακόμα κι η ζωή αδυνατεί να σκεφτεί.
Κώστας Α. Κρεμμύδας