Της Κυριακής τα πρωινά * Αθανασία Θεοδωρίδου

In Διήγημα by mandragoras

 

 

«Χλωμό παιδί ήτανε πάντα ο Γιωργής, δε ξέρω γιατί. Τώρα θα με πεις κι άλλοι πολλοί χλωμοί ήτανε στον κόσμο αλλά κανείς δεν έφυγε έτσι, απ’ όσο ξέρουμε, στην εποχή μας. Παλιά οι χλωμοί νωρίς έφευγαν. Τώρα γιατί δεν ξέρω, καλό παιδί όμως, με το χαμόγελο το θυμάμαι, ευγενικό», είπε η κυρία Σουλτάνα και σκούπισε με το λευκό μαντήλι της τον ιδρώτα απ’ το μέτωπο της.

«Κοίτα να δεις, δε φταίει κανείς, το παιδί δεν άντεχε. Θα μου πεις γιατί έτρεχε; Ο Θεός μόνο ξέρει. Ο Βαγγέλης όμως, που τον είχε στη δούλεψη, νοικοκύρης άνθρωπος, φιλότιμος και φιλεύσπλαχνος, στην εκκλησιά πρώτο στασίδι είναι, ψέλνει κάπου κάπου. Κρίμα για το παιδί. Αλλά θυμάμαι καλά πως ήταν πάντα χλωμό», αποφάνθηκε ο κύριος Κώστας κι έκλεισε γρήγορα την πόρτα του κουρείου να μη μπει μέσα η ζέστη.

«Ο Γιωργής καλό παιδί, χλωμό αλλά καλό. Από πολύ μικρό στο μεροκάματο, δε ξέρω αν έβγαλε σχολειό. Φιλότιμο πολύ, ίσως αυτό έφταιξε, το φιλότιμο», μουρμούρισε ο κυρ Βασίλης ο μανάβης και συνέχισε να τακτοποιεί τα φρούτα του.

«Πολύ ζέστη, καύσωνας. Η γειτονιά δεν άναβε μάτι, παράγγελνε από τον Βαγγέλη. Το μεσημέρι μαγειρευτά, το βράδυ ψησταριά. Το είπαν οι ειδήσεις, όλοι το έλεγαν, μην ανάψετε μάτι. Κινδυνεύαμε από τη ζέστη όλοι. Γι αυτό έξω δε βγαίναμε, ούτε τα παράθυρα ανοίγαμε. Όσοι είχαμε κλιματιστικό όλη μέρα και νύχτα το ανάβαμε, οι άλλοι βολευόντανε με ανεμιστήρες. Αλλά έξω δε βγαίναμε. Κι εγώ ούτε στο μπαλκόνι να ποτίσω τα λουλούδια δε βγήκα. Γι αυτό δεν είδε κανείς το παιδί όταν έπεσε», είπε με σιγουριά η κυρία Νίνα που έμενε στο ρετιρέ με τις μεγάλες γλάστρες. Κάποτε πρέπει να ήταν πράσινες, τώρα κάτι ξερά κλαδιά έχασκαν στο κενό.

Η Μαρία έκλεισε τη λειτουργία ηχογράφησης στο κινητό που είχε για το ρεπορτάζ και προχώρησε.Κοντοστάθηκε μια στιγμή μπροστά στο χαμηλό σπίτι, σκέφτηκε να χτυπήσει την πόρτα, μετά άνοιξε το βήμα κι έτρεξε να προλάβει το αστικό. Ούτε στο μαγαζί με τα μεγάλα μαύρα γράμματα σε κίτρινο φόντο μπήκε. Πήγε κατευθείαν στη στάση κι ανέβηκε τελευταία στιγμή στο αστικό που ερχότανε ασθμαίνοντας από την ανηφόρα. Θέση δε βρήκε κι έτσι στριμώχτηκε όρθια δίπλα στο μεγάλο ανοιχτό παράθυρο. Κι όπως ανέβαιναν την ανηφόρα, εκεί στην άκρη της πρασιάς μιας πολυκατοικίας το είδε. Πεσμένο κάτω, το κίτρινο ποδήλατο με το καλάθι μπροστά, παρατημένο ανάμεσα στα ξερά χόρτα με τη μια ρόδα κολλημένη στο χώμα και την άλλη να κοιτάει τον ουρανό. Σήκωσε το κινητό να προλάβει να βγάλει μια φωτογραφία…

…………………….

Στον Γιώργο άρεσαν πάντα τα πρωινά της Κυριακής, η μάνα στη Λειτουργία, τα αδέρφια συνήθως φευγάτα. Απολάμβανε τα Κυριακάτικα πρωινά στο κρεβάτι με τον γάτο του, τον «έξι». Έτσι τον είπε όταν τον μάζεψε μισοπεθαμένο μια μέρα που γύρναγε με το ποδήλατο μεσημέρι από ντιλίβερι. Ήταν έξι έκτου, τον ανάστησε και τον φώναζε έξι, κι αυτός μόνο αυτό άκουγε. Τα αλάνια της γειτονιάς τον κορόιδευαν, καμιά φορά όταν το έσκαγε κι ο Γιώργης έβγαινε και φώναζε «έξ’, έξ΄» με τη βαριά προσφυγική προφορά. Φώναζαν τ’ αλάνια «σ’ εξ’, σ’ εξ’ ζητάει το Γιωργή». Δεν έδινε σημασία, μαθημένος ήτανε από το σχολείο ακόμα. Ο Μιχαήλος κι ο Κωστάκης, τ’ αδέρφια του, πολλές φορές μάλωναν μ’ αυτούς που έκαναν κάζο στο μικρό ορφανό, αυτός όμως δεν έδινε σημασία. Κι ύστερα που έφυγαν τα μεγάλα αγόρια κι έμεινε αυτός μόνο με τη μάνα, πάλι δεν έδινε σημασία. Μόνο χαμογελούσε. Το σχολείο το τέλειωσε με άριστα, αλλά αρνήθηκε να πάει παραπέρα.

Έμεινε σπίτι, στο παλιό προσφυγικό, αντιπαροχή δεν το δώσανε, αρνήθηκε η μάνα. Χαμηλό το σπίτι, χαμηλοί κι αυτοί έμειναν. Η γειτονιά ψήλωσε, θέριεψε. Απέκτησε τηλεόραση πλάσμα και κινητό άι φον. Το θερινό σινεμά στην αλάνα έγινε μεγάλο σούπερ μάρκετ. Ο κυρ Θόδωρος, ο περιπτεράς, έμεινε μόνο να μαλώνει με «του διαόλου τα κουτιά» μέχρι που αναγκάστηκε κι αυτός να μπει σ’ ένα, δεν άντεξε όμως την κλεισούρα κι έφυγε για το τελευταίο κυτίο, χωρίς θέα. Το περίπτερο το γκρέμισαν μετά κι έμεινε μόνο να χάσκει ένα κενό εκεί που ήτανε, ύστερα ήρθε η ζωή κι έβγαλε χόρτα κι αγριολούλουδα μέχρι που τα ξήλωσαν κι αυτά γιατί έλεγαν πως μαζεύουν σαύρες κι άλλα άγρια ζώα. Ρίξανε τσιμέντο κι έκλεισαν το κενό.

Ο Γιώργος δεν σήκωσε κουβέντα όταν τα μεγάλα αδέρφια προσπάθησαν να τον πείσουν να δώσει εξετάσεις για να γίνει δάσκαλος, να φύγει δηλαδή απ’ το σπίτι, απ’ τη μάνα, ν’ αφήσει τον «έξι» και το ποδήλατο που αγαπούσε. Ο Μιχαήλος κι ο Κωστάκης που τα γράμματα δεν τους άρεσαν, δούλευαν κάτω στην επισκευαστική. Καλό το μεροκάματο, αλλά άγριο. Μετά τον Μιχαήλο τον τράβηξε η θάλασσα και μπάρκαρε κι έμειναν οι τρεις στο χαμηλό σπίτι.Αυτός όμως, ήθελε μόνο τον αέρα που ανάσαινε με το ποδήλατο να τρέχει στα δρομάκια, στην άσφαλτο, στον μικρό κόσμο του. Κι αφού άλλο δεν έκανε άμα τελείωσε το φανταρικό και βάρος δεν ήθελε να είναι στη μάνα που με μια σύνταξη κοίταγε να τα βολέψει όλα, πήγε στον κυρ Βαγγέλη που είχε το σουβλατζίδικο κι έκανε τα θελήματα. Στην αρχή, μετά ο κυρ Βαγγέλης έκανε πιο μεγάλο μαγαζί, δούλευε και τα μεσημέρια κι ο Γιώργος αναβαθμίστηκε σε ντιλίβερι μπόι και πήρε καινούργιο ποδήλατο. Με καλάθι που χώραγε τα μεγάλα πακέτα που παρέδινε στη γειτονιά. Κάθε μέρα, γιορτές και σχόλες. Μόνο το πρωινό της Κυριακής είχε να χουζουρεύει στο κρεβάτι. Με τον γάτο του, μέχρι που ο έξι έφυγε σ’ άλλες γειτονιές, ουράνιες. Κι έμειναν τα κυριακάτικα πρωινά άδεια.

Τότε δέχθηκε αυτό που χρόνια προσπαθούσε να τον πείσει ο κυρ Βαγγέλης να κάνει, να πηγαίνει τους καφέδες την Κυριακή το πρωί στα σπίτια. Μαζί με την τυρόπιτα και την μπουγάτσα. Γιατί το μαγαζί μεγάλωσε και πήρε και το διπλανό που ήταν του μπάρμπα Στέλιου του τσαγκάρη που βγήκε σύνταξη κι άλλος τσαγκάρης δεν χρειαζόντανε στη γειτονιά που ψώνιζε καινούργια μόνο παπούτσια, και το έφτιαξε «μπουγατσερί».

Έτσι το κίτρινο ποδήλατο που έγραφε μπροστά με μαύρα γράμματα «άντζελ», γιατί ο κυρ Βαγγέλης άλλαξε το όνομα στα μαγαζιά, τα παιδιά του που τα εκσυγχρόνισαν έκαναν λογοπαίγνιο με το όνομά του κι από Ευάγγελος έμεινε άντζελ, πιο πιασάρικο έλεγαν. Είχε κι άλλους για το ντελίβερι, πιο μικρούς με μηχανάκια κίτρινα με μαύρα γράμματα, αλλά το Γιωργή έμεινε η «ατραξιόν» του καταστήματος. Η αλήθεια ήταν πως παρότι πια μεγάλος, πάτησε τα σαράντα, έβγαζε πιο πολύ δουλειά με το απλό ποδήλατο απ’ όλα τα μηχανάκια που είχαν νεαρούς καβαλάρηδες.

Τα βράδια ο Γιώργος διάβαζε στη μάνα την «Ιστορία του Ελληνικού Έθνους». Πάντα του άρεσε η ιστορία, χανότανε στις μάχες της, γινότανε πότε στρατηλάτης και πότε απλός στρατιώτης. Δεκαεφτά χοντρά βιβλία είχε φέρει ο Μιχαήλος δώρο μετά το πρώτο του μπάρκο. Δυο χρόνια πριν χαθεί ο Κωστάκης άδικα σ’ ένα ατύχημα κάτω στην επισκευαστική. Ύστερα χάθηκε κι ο ίδιος σ’ ένα μπάρκο που δεν επέστρεψε, ούτε το κομποσκοίνι που του χάρισε η μάνα ήρθε πίσω, κι αυτό ακόμη έμεινε στη θάλασσα. Η «Ιστορία του Ελληνικού Έθνους» είχε μείνει στον δέκατο τόμο στην ανάγνωση τότε, μετά κύλαγε βαριά, ήταν τα χρόνια που ήρθαν, ήταν αυτά που αφηγούνταν, ήτανε η σπασμένη πια φωνή του Γιώργου, ήταν η μάνα που έκλεινε τα μάτια γρήγορα χωρίς να ρωτάει πια… Αλλά το διάβασμα χώλαινε, όπως κι η ζωή τους. Ανάσαινε βαριά.

Το κίτρινο ποδήλατο άρχισε κι αυτό να χωλαίνει στην ανηφόρα, να βαριανασαίνει στην άσφαλτο που έκαιγε. Μόνο το χαμόγελο του Γιώργου ήταν το ίδιο, λες και δεν τον άγγιζε τίποτε, ούτε οι κεραυνοί που έριξε η ζωή στο χαμηλό σπίτι, ούτε ο καύσωνας που έκαμνε όλους να παραμιλούν. Φέτος η ζέστη ήταν μεγαλύτερη από ποτέ, ο ίδιος ήτανε μεγαλύτερος από ποτέ, η μεγάλη του καρδιά μεγάλωνε κι αυτή στις ανηφόρες, ισχνός καβαλάρης σε ξεθωριασμένο κίτρινο. Ακόμη και τα μαύρα γράμματα είχαν υποκύψει στη υψηλή θερμοκρασία κι έμοιαζαν λιωμένα. Ο Γιώργος πάταγε τα πεντάλ όσο πιο γρήγορα μπορούσε μην χαλάσουνε τα σουβλάκια με το τζατζίκι, μη λιώσουνε τα παγάκια στους φρέντο, μη ξεχειλίσει η μερέντα στη βάφλα. Ανέβαινε τη μεγάλη ανηφόρα νιώθοντας τον ζεστό αέρα να του καίει τα ρουθούνια. Σέρβιρε όμως με χαμόγελο στις μισάνοιχτες πόρτες. Ένιωθε τη δροσιά να δραπετεύει για λίγο από κείνες τις περίεργες πόρτες με κλειδαριές ασφαλείας και κάμερες. Κι έπαιρνε μια βαθιά ανάσα πριν βγει πάλι στο λιοπύρι.

Εκείνη την Κυριακή που όλοι προειδοποιούσαν για τον φονικό καύσωνα, έμεινε λίγο παραπάνω στο κρεβάτι. Ήθελε να χαρεί λίγο ακόμα τα δροσερά σεντόνια, το χαμηλό σπίτι δεν το άγγιζε η ζέστη χάρη στη μεγάλη σκιά που έδιναν οι ψηλές πολυκατοικίες. Ακούμπησε το χέρι του και χάιδεψε το μαξιλάρι που συνήθιζε να κοιμάται ο έξι, του έλειπε πολύ, άλλο γάτο δεν πήρε όμως. «Λίγο ακόμη» σκέφτηκε κι έκλεισε τα μάτια κι όπως τα σφάλισε ένιωσε το μικρό του γατάκι να σκουντάει το χέρι του με το γκριζωπό του κεφάλι. Χαμογέλασε με κείνο το μοναδικό κυριακάτικο χαμόγελο, ήξερε πως πάντα θα τριγυρνούσε εδώ. «Λίγο ακόμη, μέχρι να γυρίσει η μάνα».

Η εξώπορτα άνοιξε ταυτόχρονα με το χτύπημα του τηλεφώνου. Από την κουζίνα ακούστηκε η φωνή της μάνας που απάντησε: «Μα με τέτοια ζέστη κυριακάτικα κυρ Βαγγέλη μου; … Καλά θα του το πω αλλά κι εσύ καλύτερα σήμερα να μην στέκεσαι πάνω απ’ την ψησταριά, πες κλειστό και τέλος. … Καλά, καλά..». Έκλεισε το τηλέφωνο αλλά συνέχισε να μιλάει μόνη της και να ψέγει τον κυρ Βαγγέλη λες και τον είχε απέναντι. Ο Γιώργος σηκώθηκε βαριεστημένα κι ετοιμάστηκε, ένιωσε εκείνο το παράξενο κάψιμο στο στήθος να επιστρέφει. Τελευταία είχε γίνει σχεδόν μόνιμο. Έφταιγε η ζέστη. Ήπιε γρήγορα λίγο καφέ και φίλησε τη μάνα, «δε θ’ αργήσω, μέχρι να γίνει το φαγητό εδώ θα είμαι, μην ανησυχείς, δεν το χάνω με τίποτα το ιμάμ!». Καβάλησε το ξεθωριασμένο ποδήλατο και τράβηξε ίσια στο μαγαζί.

«Κουντούρντησαν σήμερα, κουντούρντησαν όλοι», φώναζε ο κυρ Βαγγέλης σκουπίζοντας το μέτωπο του. Σημείωσε την τελευταία παραγγελία. Δε θα σήκωνε άλλο το τηλέφωνο, φτάνει πια, ανάσα δεν πήραν σήμερα. Κι όλοι ζήταγαν ψητά, τα μαγειρευτά τον κορόιδευαν μέσα από τα μεγάλα ταψιά. Κανείς δεν ήθελε λαδερά γεμιστά, ούτε καν παπουτσάκια, ανάθεμα την ώρα που άναψε την ψησταριά σήμερα, «ανάθεμα», μουρμούρισε. Έδωσε το πακέτο στον Γιώργο. «Είναι στην απάνω γειτονιά, πρόσεχε την ανηφόρα. Και μετά μην έρθεις, δε θα πάρω άλλες παραγγελίες, ας βράσουν κανένα αυγό. Αλήθεια τι μαγειρεύει σήμερα η κυρά Λένη;», ρώτησε τον Γιώργο που τακτοποιούσε στην τσάντα το πακέτο. «Ιμάμ!», απάντησε ενθουσιασμένος. «Το καλύτερο, πάρε κι εκείνες τις ντομάτες μη μας μείνουν, θα γίνουν καλή σαλάτα». Χαιρετήθηκαν και το κίτρινο ποδήλατο χάθηκε στην αχλή της ζέστης που ανάβλυζε από την καυτή άσφαλτο. Σα να τον τύλιγε η θολούρα και τον έκαμνε να μοιάζει τυλιγμένος σε σύννεφο να πετά πάνω στην άσφαλτο χωρίς να την αγγίζει.

Στη μεγάλη ανηφόρα πάτησε δυνατά τα πεντάλ, ήξερε πως αν δεν έβγαινε με την πρώτη θα τον έπαιρνε πίσω. Τα μάτια του ήταν θολά, το κάψιμο στο στήθος ξαναήρθε. Στη μεγάλη ανηφόρα η μεγάλη καρδιά του Γιώργου φούσκωσε και δεν άντεξε. Το ποδήλατο κύλισε πίσω, η μια ρόδα σκάλωσε στο πεζοδρόμιο της πρασιάς της γκρίζας πολυκατοικίας κι έμεινε εκεί μαζί με τον Γιώργο μέχρι αργά το απόγευμα. Στο δρόμο δεν κυκλοφορούσε ψυχή ζώσα.

Τον Γιώργο τον βρήκαν δίπλα στο ποδήλατο, στο χέρι του έσφιγγε ακόμη το τιμόνι. Είχε το ίδιο χαμόγελο με το πρωί.Τον βρήκε ο κυρ Βαγγέλης που πήρε τους δρόμους να ψάξει το απόγευμα, λίγο πριν τον πήρε τηλέφωνο έξαλλος ο πελάτης της τελευταίας παραγγελίας για να τον «στολίσει» για την ασυνέπεια παράδοσης. Η κυρά Λένη έμεινε να κοιτά το ταψί με το ιμάμ δυο μέρες, τη σήκωσαν με το ζόρι ο κυρ Βασίλης με τη γυναίκα του τη Λέλα.

…………….

Το κινητό της Μαρίας πρόλαβε μόλις να βγάλει τη φωτογραφία όταν το αστικό φρέναρε απότομα, ο διπλανός της έπεσε με δύναμη πάνω της, το κινητό ξέφυγε απ’ το χέρι και προσγειώθηκε στο βρώμικο πάτωμα. Ένα πόδι πάτησε επάνω του σε μια προσπάθεια ανάκτησης ισορροπίας.

Στο γραφείο της εφημερίδας η Μαρία κοιτούσε μια το σπασμένο τηλέφωνό της, μια την οθόνη του υπολογιστή. Είχε χάσει τα πάντα, ηχογραφήσεις, σημειώσεις, φωτογραφία. Έχασε το καλύτερο ρεπορτάζ της, έχασε το Κυριακάτικο πρωινό της. Άγγιξε τα πλήκτρα και έγραψε: «Το πρώτο θύμα του καύσωνα ντιλιβεράς με ποδήλατο από θερμοπληξία, μάλλον. Το μεσημέρι της Κυριακής ενώ παρέδιδε παραγγελία. Όμως όλοι λένε πως ήταν πάντα χλωμό παιδί, μάλλον υπήρχαν υποκείμενα νοσήματα». Κοίταξε τα γράμματα στη λευκή οθόνη και για στιγμή, μόνο για μια, τα μαύρα γράμματα ξεθώριασαν, το φόντο έγινε κίτρινο. Χλωμό. Ο ήλιος είχε πια κεφαλώσει στο στερέωμα. Λαμπρός, κίτρινος βαθιά. Έκλεισε τον υπολογιστή, πέταξε το τηλέφωνο στο καλάθι, μάζεψε τα πράγματα της κι έφυγε απλά.Δεν είχε τη στόφα του ρεπόρτερ άλλωστε.