Από τους Άθλιους του Βίκτωρος Ουγκώ
στους άθλιους της Ηρώδου Αττικού
Γλυκιά πατρίδα, σπιτικό, μια ιστορική αρλούμπα
Σε εικονοστάσι τα ’κλεισε καημένη κάτω Τούμπα
Ο Τάκης Σιμώτας έγραψε για τη «Γιαγιάκα» του που από την Πάνορμο έκλεινε τους καημούς και τα δάκρυά της στα γιαλαντζί ντολμαδάκια της στη Θεσσαλονίκη. Και σκέφτομαι τη δική μου από το Αϊβαλί, στις παράγκες στα Σφαγεία του Ταύρου, δασκάλα στον Κολωνό, να κλείνει τον κύκλο της στον «Λευκό Σταυρό». όπου καθημερινά κι επί μήνες, για πρωινό στην κλινική, η μάνα μου τής πήγαινε [σ’ ένα θρυλικό από κείνα τα χρόνια …ταπεράκι] ντολμαδάκια. Όταν μάλιστα συνήλθε για λίγο από μια κρίση είπε ψιθυριστά στη μάνα μου: «δεν μ’ ένοιαξε να πεθάνω, μου στοίχισε που θα έχανα τα γιαπράκια».
Εκατομμύρια ξεκληρισμένες γενιές που ακόμα προσθέτουν αίμα στους αιμοβόρους θεούς της πολιτικής. Γράφαμε στον προηγούμενο Μ. για το μακελειό στη Γάζα με τους νεκρούς να πολλαπλασιάζονται και να φτάνουν πια στο μέγεθος μιας πολιτείας. Φανταστείτε ένα ολόκληρο Ρέθυμνο, μια Πτολεμαΐδα, σχεδόν μιάμιση Μυτιλήνη, Χίο, Κέρκυρα, Ελευσίνα, Κιλκίς, Μέγαρα, Θήβα… τόσα και παραπάνω τα θύματα. Κολλημένο το λεξιλόγιο της διπλωματίας στη λέξη «αυτοσυγκράτηση», προφανώς των νεκρών για να μη δηλώνουν τόσο εκκωφαντικά την παρουσία τους. (Έχουμε κι εκλογές να διεξαγάγουμε).
Στα ενδότερα μια τεράστια κοινωνική κρίση έρχεται ως συνέχεια της μακρόχρονης οικονομικής, και πρωτίστως πολιτικής («δείξε μου τον βουλευτή σου να σου πω ποιος είσαι»), με τους τηλεοπτικούς αστέρες να διαγκωνίζονται σε κυβερνητική προπαγάνδα με αποτέλεσμα να ζούμε στις οθόνες μας μέρες και νύχτες παρακμιακού παραλογισμού: ο ένας μάς ενημερώνει ότι στη λαϊκή της γειτονιάς του για τα 3 ματσάκια άνηθο και δυο κιλά σπανάκι, το όλον 1,5 ευρώ, δεν είχαν pos! Ο νεότερος «Σάββας Κωνσταντόπουλος» μέσα από τις άναρθρες κραυγές του, μετά την υπεράσπιση των Μνημονίων, προπαγανδίζει τα κυβερνητικά θεάρεστα, ο θεσσαλονικιός συνάδελφός του, στην κρατική πρωινή ζώνη 10-12, ενθουσιώδης, κλείνει σε όλες τις πτώσεις το ουσιαστικό «αστυνόμευση» και σε όλους τους χρόνους το ρήμα «αστυνομεύω», ενώ η τρόικα βορειοελλαδίτικου καναλιού εγκατεστημένου στην πρωτεύουσα αναρωτιέται αν κάποιος γονιός έχει μπει φυλακή για 1 χρόνο τουλάχιστον για τη συμπεριφορά του παιδιού του. Ήταν το μόνο που βρήκαν να σχολιάσουν στα πρόσφατα μέτρα καταστολής που εξήγγειλε η κυβέρνηση γιατί ευρωεκλογές έρχονται κι ο Βελόπουλος ανεβαίνει. «Παρακράτος και ηθική» με όραμα 5 εκατ. ένστολους ν’ αστυνομεύουν 5 εκατ. πολίτες. Αντί της μέριμνας και πρόληψης η τιμωρία, στη θέση της ένταξης ο κολασμός για «παραβάτες» ανηλίκους. Έπρεπε να ’ρθει ο Ζαμπέτας να μας θυμίσει πάνω σε στίχους του Αλέκου Καγιάντα πως: «Σ’ αυτές τις στράτες σ’ αυτούς του δρόμους/ για παραβάτες δεν έχει δρόμους». Ή όπως το ’γραφαν οι Ρούτσος-Τατασόπουλος «Στη φυλακή κατάδικος/ γιατί είν’ ο κόσμος άδικος»… και βαθιά διχασμένος, σημάδι κρίσης αξιών και ιδεολογιών.
Συγκινούμαι και θυμώνω με την κατάντια μας, 40 χρόνια τώρα, ξαναβλέποντας το «Pride», μια ταινία που αναφέρεται στη μεγάλη απεργία των μεταλλωρύχων επί Θάτσερ στη Βρετανία, Μάρτης 1984: αστυνομική βία σε βάρος απεργών και των οικογενειών τους, διώξεις και καταδίκες, παρακολουθήσεις, διαστρεβλώσεις και διασυρμός από τα ΜΜΕ, αφαίρεση, δια νόμου, επιδομάτων πρόνοιας για τα παιδιά και τις γυναίκες των ανθρακωρύχων. Ίσως η τελευταία απόπειρα αλληλεγγύης, σε Ουαλούς απεργούς μεταλλωρύχους, μιας ομάδας λεσβιών και γκέι ακτιβιστών «Lesbians and Gay Support the Miners». Έναν χρόνο άντεξαν οι απεργοί και σε αυτό το διάστημα εννιά εργάτες σκοτώθηκαν, εκατοντάδες τραυματίστηκαν, 11.291 συνελήφθησαν, 8.392 παραπέμφθηκαν στα δικαστήρια με διάφορες κατηγορίες. Σε μια σκηνή της ταινίας, στη σάλα του σωματείου, μια νεαρή γυναίκα ζητά «ένα δίκαιο μοίρασμα στ’ αγαθά της ζωής/ Ψωμί και Τριαντάφυλλα». Είναι το ποίημα, πού έγινε σύνθημα, του James Oppenheim που γράφτηκε με αφορμή την πυρκαγιά, Μάρτης (και πάλι) του 1911 στο εργοστάσιο ρούχων «Triangle Shirtwaist Factory», της Νέας Υόρκη, όπου βρήκαν τραγικό θάνατο 146 εργάτριες που δούλευαν κλειδωμένες σε απάνθρωπες συνθήκες δουλειάς κι αμοιβής.
Τελικά ζωή και ποίηση συναντιούνται πάντα στα δύσκολα. Κι οι δυο φαλτσάρουν κι οι δυο ξεστρατίζουν σε περιπέτειες αφού συχνά συρρικνωμένοι στα ελάχιστα της διαφυγής μας χάνουμε την ισορροπία της ηθικής μας συνείδησης. Κι αφήνουμε δίπλα μας τα εγκλήματα να μας προσπερνούν και το χειρότερο να μας εθίζουν. Αντί της συνύπαρξης και της συλλογικής δράσης τρώμε ο ένας τις σάρκες του άλλου σπρώχνοντας με την άκρη του ποδιού μας τα πτώματα φθάνοντας ασφαλείς στα ατομικά αδιέξοδα της μοναξιάς μας.
Έντρομος αναλογίζομαι το πεπρωμένο μας διασχίζοντας με το μηχανάκι (σ.σ. στα 6 ευρώ βενζίνης κόστος καυσίμου 2,66 και φόρος 3,34 ευρώ!) τους απόκληρους δρόμους, στήνοντας στο μυαλό μου και στις διαδρομές από την πλ. Βάθη, τη Β. Ουγκώ, Φαβιέρου, Ακομινάτου, Μάρνη, Βερανζέρου, Σατωβριάνδου… όσα πολλά πασχίζω να σας εξομολογηθώ. Εδώ γράφεται η ποίηση, στις γωνιές με τα κάτουρα, το σκουπίδι, τις σύριγγες, το νταηλίκι, παίζεται η Όπερα της πεντάρας ενώ ως πένθιμη συνοδεία πιάνεις στον βρόμικο αέρα τη μελωδία του «Σουραμπάγια Τζόνυ». Τρομάζω στην ιδέα τού Μαχαγκόνυ γιατί δεν είναι οι Ναζί που έρχονται αλλά όσοι σιγοντάρουν και ποντάρουν στην πτώση της δημοκρατίας την εξουσία τους.
Πώς ν’ αμυνθείς όταν το ελάχιστο μεγεθύνεται και διεκτραγωδείται καθώς ο φόβος μπορεί να κρατά σε αγελαία καταστολή πολίτες που εθίζονται απλώς να χειροκροτούν όσα οι επικοινωνιολόγοι σκαρφίζονται. Όλοι αυτοί «οι από πίσω» με τον πατερούλη-ηγέτη να σφίγγει χέρια και να κρατά το μικρόφωνο ως καρικατούρα λαϊκού αοιδού. Όμως οι βάρδοι βγάζουν ψυχή, δεν είναι κουφάρια ψηφοσυλλέκτες, δεν στήνουν μηχανισμούς, δεν αποποιούνται ευθυνών. Έχουν μαγκιά και φιλότιμο.
Δύσκολα, πολύ δύσκολα να διαφύγουμε. Προχτές με τον Πάνο Δημητρούδη, μετά τη βραδιά στον Τριαντάφυλλο Κωτόπουλο στη Μονή Λαζαριστών, βρεθήκαμε στο «Youkali», στην Εθνικής Αμύνης 6 όπου τρεις καταπληκτικοί μουσικοί, τα «Λαϊκά Προάστια», έντυσαν με νότες την αμηχανία μας. Και τι δεν ακούσαμε λυτρωτικά, ίσως, με τον πόνο πάντως να ξεχειλίζει για τη σύγχρονη, πλην αναντίστοιχη, κατάντια μας. Να κλείσω με το συμβολικό «Πεπρωμένο» από τον Τόλη Βοσκόπουλο, σε μουσική/στίχους Γιάννη Καραμπεσίνη: Είναι περίπτωση το δράμα το δικό μου/ Και δεν στεριώνω στη ζωή μου πουθενά/ Λες και πληρώνω ξένες αμαρτίες/ περιπλανώμενος να ζω παντοτινά.
Κι ο Θεός βοηθός αδέρφια.
Κ.Κ.