Στην αυλή μας, δεν ξέρω από πότε, είχαμε μια μουριά. Δίπλα στο πηγάδι. Έκανε κάτι μεγάλα μαύρα μούρα που ήταν γλύκισμα. Ήταν αρκετά μεγάλη με πλατιά σκληρά φύλλα που έκαναν έναν ωραίο και παχύ ίσκιο που έπιανε σχεδόν τη μισή μας αυλή. Δεν έφτανε όμως στο μέγεθος τη μουριά που περιγράφει ο θεσσαλονικιός συγγραφέας Γιώργος Ιωάννου στο διήγημα «Στου Κεμάλ του σπίτι» όπου γράφει:
Το δέντρο μας δεν ήταν από τις συνηθισμένες μουριές, απ’ αυτές που κάνουν εκείνα τα άνοστα νερουλιάρικα μούρα. Το δικό μας έκαμνε κάτι μεγάλα, ξινά σα βύσσινα, και πολύ κόκκινα στο χρώμα. Ήταν δέντρο παλιό και τεράστιο, τα κλαδιά του ξεπερνούσαν το δίπατο σπίτι μας.
Πιο πολύ, μάλλον, έμοιαζε μ’ αυτή που αναφέρει ο Παπαδιαμάντης στο διήγημα «Ο Θάνατος της κόρης», όπου με τον χαρακτηριστικό του τρόπο περιγράφει τη μουριά που υπήρχε στην αυλή του κυρ Φλώρου:
Πελωρία μορέα κατέμπροσθεν της απλωταριάς έφερε μεγάλα μούρα εκλεκτού είδους, σπάνια, και όταν μίαν Κυριακήν του τέλους Μαίου θα εκλείοντο αι δύο αυλόπορται, και θ᾿ ανερριχάτο εις τον υψηλόν χονδρόν κορμόν της μορέας η Αθηνιώ της Μερεγκλίνας ―μία από τας πλέον ευνοουμένας αναδεξιμιάς της κυρα-Σοφούλας, συζύγου του κυρ Φλώρου― ευκίνητος, μεγαλόσωμος, ως θήλεια ουραγγοτάνου ανερχομένη εις τους κλώνας, εις τα ξεκλώναρα, διά να τινάξη τα μούρα, μεγάλη πανήγυρις θα ήτο όχι μόνον διά τας προνομιούχους γειτόνισσας και τα γειτονόπουλαι όσαι θα έμενον εντός της αυλής μετά το μανδάλωμα των δύο πυλών, ―όχι μόνον διά τ᾿ αγυιόπαιδα τα οποία ανερριχώντο εις τον καβαλάρην του περιβόλου της αυλής διά να πηδήσουν μέσα, αλλ᾿ ακόμη και διά τας όρνιθας, τας χήνας και τα κοττόπουλα.
Εμείς βέβαια δεν τη λέγαμε μουριά αλλά σκαμνιά και τα μούρα σκάμνα ή μπούνες. Αργότερα έμαθα ότι η λέξη σκαμνιά προέρχεται από την ελληνιστική ονομασία συκαμινέα και την αρχαία συκάμινο. Έμαθα επίσης ότι θεωρούνταν και δέντρο της σοφίας. Όλα αυτά βέβαια τότε δεν τα ξέραμε. Απλά μας άρεσαν οι καρποί της που ήταν μέλι.
Πολλές φορές σκαρφαλώναμε στον μεγάλο κορμό της, που μαρτυρούσε τα πολλά χρόνια της, για να κρυφτούμε στο πλούσιο φύλλωμά της και να καταβροχθίσουμε με λαιμαργία τους πεντανόστιμους καρπούς της.
Το μόνο ελάττωμά της είναι πως ρίχνει τους καρπούς όταν αυτοί ωριμάσουν. Γέμιζε ο τόπος, ειδικά μετά από βροχή ή από αέρα δημιουργούταν ένα… στρώμα από δεκάδες μούρα. Όσο για τις μέλισσες και τις πεταλούδες, φυσικά έκαναν «πάρτι» καθώς δεν αποτελούσαν μόνο για εμάς λιχουδιά.
Από τα μούρα της μουριάς μας, το καλοκαίρι, έτρωγε πολύς κόσμος. Φίλοι, γνωστοί, περαστικοί. Πιο πολύ όμως τα μαύρα μούρα άρεσαν στη συχωρεμένη τη μάνα μου. Μάζευε αρκετά στην ποδιά της και τα έπλενε με δροσερό νερό, που έβγαζε από το πηγάδι. Πολλές φορές όταν δεν προλαβαίναμε να τα φάμε τα μάζευε και τα έκανε μαρμελάδα.
Στον ίσκιο της περνούσαμε όλο το καλοκαίρι. Μαζεύονταν οι γειτόνισσες, ειδικά το απογεύματα για να πιουν τον καφέ τους και να κουβεντιάσουν ή καλύτερα για να κουσκουσέψουν. Τα βράδια πάλι κάτω από τη δροσιά των φύλλων της καθόμαστε για να φάμε ή για να πιούνε οι μεγαλύτεροι κάνα κρασί ή κανένα ούζο. Το σπίτι μας και ειδικά η αυλή μας ήταν ανοιχτή σε όλους. Η μάνα μου χαίρονταν να βλέπει κόσμο και να τους περιποιείται με τα λίγα που είχαμε.
Πέρασαν τα χρόνια, η μουριά ξεράθηκε, το πηγάδι χώθηκε, η γειτονιά ερήμωσε. Έφυγε και η μάνα μου και μείνανε μόνο κάποιες εικόνες στο μυαλό για να θυμίζουν μια εποχή που πέρασε δίχως γυρισμό.
Πριν από λίγο καιρό πήγα στο νεκροταφείο για να ανάψω το καντήλι στον τάφο της μάνας μου. Δεν είχα συνειδητοποιήσει ότι πιο πέρα από το μνήμα, προς το δρόμο, υπήρχε μια μεγάλη μουριά που έριχνε τον παχύ της ίσκιο της πάνω στον τάφο, αλλά και κάποια γινωμένα μαύρα μούρα.