Τα Κόλπα των Χοίρων

In ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ by mandragoras

To ζήτημα είναι ποιος τη χάρη του θα στείλει,

τα αψέντια και τα λάβδανα να τα γυρίσει  –εξάρες από ντόρτια.

Δημήτρης Κοσμόπουλος

Συνήθως δεν χρειάζονται λόγια πολλά για να μιλήσεις και να καταλάβουμε. Η γλώσσα διατρέχεται (ή διακατέχεται;) από κώδικες που δε φανταζόμαστε, αλλά αποκαλύπτουμε όταν η ανάγκη το προστάζει. (Θυμηθείτε την επικοινωνία μεταξύ κρατουμένων, ακόμα και στην απομόνωση). Kι όσο ακίνδυνη κι αν λογίζεται δεν παύει –ελπίζω– κάποτε να καθίσταται απρόβλεπτα επικίνδυνοι. Πόσοι άραγε δεν έχασαν τη ζωή τους γράφοντας συνθήματα σε τοίχους. Πόσοι δεν ψεκαστήκαμε για τις λέξεις που τολμήσαμε να εκστομίσουμε. Δεν ξέρω αν η μνήμη είναι ηδυπάθεια κι η ελπίδα, δειλία όπως το θέλει ο Κίρκεγκωρ, αλλά η συνέχεια της γνώσης κι η σκέψη επιβάλλουν διακινδύνευση. Το αντίθετο του εφησυχασμού.

Η απόσταση από τη σκέψη στη συν-εννόηση ισούται (ή απέχει;) όσο η ατομική βούληση με τη συλλογική συνείδηση. Κι όσο απομακρύνεται η επιθυμία (ή η κουλτούρα;) συνύπαρξης, τόσο η προσωποπαγής συγκρότηση ταυτίζεται με την ανθρώπινη φύση. Και πώς να αντιδράσεις μετά όταν ελπίζεις, τουλάχιστον εσύ, να τη σκαπουλάρεις; Ίσως γι’ αυτό διαμορφώθηκαν οι παραδοχές που μας υποβάλλουν (και μας επιβάλλουν) συνετές αντιδράσεις, που σημαίνει μη αντιστάσεις.  Κι όπως λέει κι η ποιήτρια Ευτυχία, «Και τι θα κάνει ένα ψήφισμα, ή μια διαδήλωση; Θα αλλάξει κάτι;».

Έτσι φτιάχτηκε το γνωστό: οι ποιητές θα γράφουν ωραία ποιήματα, οι τραγουδιστές θα κάνουν συναυλίες με κοινωνικό περιεχόμενο σαν του Νταλάρα, οι τσαγκάρηδες να φτιάχνουν παπούτσια, οι νέοι θ’ ανάβουν κεριά στο Θεό ελλείψει κράτους, οι δημοσιογράφοι θα προετοιμάζουν τις ομαδικές μας αυτοκτονίες, τα Ματ θα χτυπούν, ο Παπούλιας θα δεξιώνεται τη δημοκρατία, οι βιαστές θα βιάζουν, οι βασανιστές θα βασανίζουν, οι πολιτικοί θα κυβερνούν, οι κλέφτες θα κλέβουν, οι άτιμοι θα ατιμάζουν, οι δολοπλόκοι θα δολοπλοκούν, οι γιατροί θα χειρουργούν κατά προτεραιότητα αφού «όποιου του μέλλει να πνιγεί, ποτέ του δεν πεθαίνει», εκτός αν αρρωστήσει, (όπως ευελπιστώ) ο Λομβέρδος, οπότε θα προηγηθεί αφού υπερτερεί έναντι των άλλων πολιτών μια και τον χρειάζεται η πατρίδα. Γιατί εμάς, τι να μας κάνει;

Μπορεί το «Film Socialism» του Γκοντάρ να έμεινε ανολοκλήρωτο όμως ο διάλογος στο ξεκίνημά του: To χρήμα είναι κοινωνικό αγαθό. –Σαν το νερό, δηλαδή… επιβεβαιώνει την (ανατρεπτική) αναγκαιότητα, αλλά και την οικονομία, της τέχνης. Αρκεί να έχουν εφευρεθεί οι κώδικες, να λειτουργεί η κρίση, και να διαθέτει ο ομιλών ή ο γράφων την ικανότητα (ή την αντοχή;) να ξεπερνάει τον ατομικό φόβο, τη συλλογική κατάθλιψη, το πηχτό μαύρο της παρακμής, και να ευερίσκει μαζί μας μια ολοζώντανη θάλασσα τόσο διάφανα ξένη απέναντι στο βούρκο που μεθοδεύουν όλοι αυτοί οι ash-holes και οι cojones της χτεσινής, σημερινής και αυριανής μας ζωής.

Τουλάχιστον τα παίδεψα όσα προσπάθησα να διατυπώσω στη χρονιά που πέρασε. Είχα την πρόθεση, δεν ξέρω αν είχα την ικανότητα αυτής της ανα-μετάδοσης, μια και συχνά η Μάνια με επιπλήττει: «Πάλι αλαλούμ το κείμενο»….

Τα πάντα ρει τόσο γρήγορα που κανένας προγραμματισμός, κανένα ραντεβού τον Σεπτέμβρη και καμιά υπόσχεση για ξανασμίξιμο δεν μπορεί από τώρα να διατυπωθεί. Άλλωστε γράφονται τόσα πολλά στις μέρες μας… Και γίνονται τόσα λίγα…

Κι επειδή θα ’ναι ξεφτίλα ν’ αποχαιρετιστούμε με τον Λομβέρδο επιτρέψτε μου μια τελευταία εξομολόγηση από την ποιητική μου συλλογή «Μηνύματα σε κινητό» (2002):

«Των Ερειπίων μας». Κάποτε οι Πέρσες παρά των εκβολών του Ηριδανού ξαπόστασαν για χρόνια όπως αρμόζει σε εμπόλεμους και πότες, αρνούμενοι να πατήσουν πέραν της Ιεράς οδού τα τείχη της πόλης. στον Κεραμεικό επιτύμβια πόρνες πρεζόνια και ταβερνεία ανταγωνίζονταν μεταξύ τους διεκδικώντας ο καθείς για λογαριασμό του την εύνοια θεών τε και ανθρώπων. ο γλύπτης του Διπύλου από Ελευσίνος έως Παρθενώνος συνέχιζε απτόητος να χαράσσει γρύπες ιέρειες και ηγεμόνες ενώ εσύ Σφίγγα στο λόγο και τη λαγνεία αδυνατούσες να συλλάβεις τη θεωρία περί ολότητος του Εγέλου εμμένοντας στις επιμέρους πολιτικές εκτιμήσεις των μεταλλαγμένων μας χρόνων. αντιψυχωτικά και βίαια τα σύγχρονα μηνύματα επέτειναν του έρωτος την απόγνωση επισείοντας το παρελθόν του Οιδίποδος φόβητρο στα εγκαταλειμμένα χαμόγελα των Ευμενίδων. ο αττικός Κολωνός δεν εννοεί να ξεκολλήσει απ’ τη ζωή μας. μνήμη και φόβος ορίζουν την ακτίνα πέριξ της οποίας η συνήθεια μας διεκδικεί εγκλωβισμένους. «η πραγματικότητα καθορίζει την ιδέα» σε ακούω συχνά να διηγείσαι τις ώρες που εξακολουθητικά χάνομαι θεομαχώντας υπαίτια στο σώμα σου. πώς να ορίσεις θνητός την αθανασία; τα αίτια και το αποτέλεσμα γιατί να ταυτίζονται στη λογική σου κάθε φορά που επιμένεις ν’ ανασηκώνω τυχαία το άρωμά σου; απαθείς αναλλοίωτοι άτρωτοι οι Πέρσες ξεχασμένοι στον απόπλου του Ηριδανού εξακολουθούν να ξαποσταίνουν ξαρμάτωτοι. όμοια πρεζόνια στα ρείθρα της οδού τρομοκρατούν στη θέα τους τη λιγοστή μεταμέλεια. οι πόρνες φλυαρούν και λαφύσσουν πέριξ της λάρνακός μου ξελογιάστρες στα Ηθικά μεγάλα νοήματα Περί Ψυχής με τη βεβαιότητα του οριστικού τέλους. κουράγιο στα ταβερνεία μέχρι το επόμενο μήνυμα: μεταξύ λευκού (της συνθηκολόγησης) και κόκκινου μπρούσκου (της επανάστασης) το ερώτημα πλανάται αναπάντητο. ποιος ιερόσυλος ή ευμενής ικέτης θα τολμήσει να διαψεύσει την υποταγή ή την αποτυχία του;

Αλόνζ ανφάν ντε λα πατρί – βρε μάγκες που θα ’λεγε κι ο Άγιος της Αντιστάσεως Μιχάλης Κατσαρός.

Και στα δικά μας.

Κώστας Κρεμμύδας