Σταύρος Μίχας | Ποιήματα

In Λογοτεχνία, Ποίηση by mandragoras


Ποίηση

Σταύρος Μίχας | Ποιήματα

ΓΡΑΦΟΝΤΑΣ ΤΗ ΝΥΧΤΑ

Σώπα μη μιλάς
γέμισε η νύχτα μάτια.

Τα μάτια γίνανε πουλιά
και τα πουλιά γινήκαν λέξεις

που πέφτουν πάνω στο χαρτί
κι αποκοιμιούνται μια για πάντα.

Ξέρουν από θάνατο
δεν έχουν αυταπάτες.

               Η ΜΑΥΡΗ ΠΕΤΑΛΟΥΔΑ

Καλωσήρθες μαύρη πεταλούδα

απ’ τα μαβιά νερά
που τα βρήκες τα κλειδιά
κι άνοιξες την κλειδωνιά;

Ήμουν μες στη γη βαθιά
με τη νύχτα στα φτερά
κι άκουγα του φεγγαριού τα γέλια
και τα μαύρα τους βαγγέλια
που με σκίζαν σα φραγγέλια.

Όμως μια νεράιδα απ’ τα παλιά
μια γαλάζια Παναγιά
δε μου ’δωσε κλειδιά
μον’ έσπασε τα σίδερα
και βάζει φωτιά στο σήμερα

            ΕΧΩ ΕΝΑ ΑΣΤΡΟ ΑΔΕΡΦΟ
Μαύρα πουλιά φανήκανε
από βαθιά σκοτάδια
και πείραζαν τον ουρανό
τον κήπο της αγάπης
πείραζαν τις αγάπες μου
κι όλες τις αδερφές μου
κι εγώ να γράφω στο νερό
που ψήλωνε γαλάζιο.

Μα ένα πουλί πικρό πουλί
με κοίταζε και κράταγε καθρέφτη
κι οι μαύρες μου λέξεις
έτρεμαν από το κρύο φως του.

Φύγαν τ’ αστέρια μονομιάς
κι έμεινα να κλαίω
με σταυρωμένα χέρια
μα ήρθε τ’ άστρο της παρηγοριάς
που βγήκε απ’ το ποτάμι
άστρο γλυκό σαν το φιλί
και σαν το πρώτο χάδι
ήρθε κοντά μ’ αγκάλιασε
σα νάταν αδερφός
και σαν παλιός μου φίλος
κι ο κήπος επλημμύρισε

με  μυριάδες άστρα.
ΣΤΗ ΜΑΧΗ ΚΑΙ ΣΤΟΝ ΟΥΡΑΝΟ ΜΟΝΟ
ΑΠΟ ΕΡΩΤΑ ΠΗΓΑΙΝΕΙΣ

Το βουνίσιο το φεγγάρι
σα φλουρί , σαν κεχριμπάρι
κάνει στο λαιμό σου τρίλιες
και ξυπνούν ανατριχίλες.

Παίζει μες στα δυο σου χέρια
που με κόβουν σα μαχαίρια
και στα δυο σου μαύρα μάτια
που καλπάζουν σαν τ’ άτια.

Κι έτσι όπως γαλανίζει
το βραδάκι και φωτίζει
γκρέμισα θεούς και κάστρα
να κορφολογούμε τ’ άστρα

 

 

H  ΑΡΡΩΣΤΙΑ

Σ’ αυτό το δέντρο τ’ ουρανού
πως τρέμουν τα κλαδιά του
πως πέφτουν τ’ άστρα σαν καρποί
πως τρέμει το σπιτικό μας
κοιμούνται οι ζωντανοί νεκροί
και μες σε παγίδες όνειρα
πως ζουν οι πεθαμένοι.

Φεύγετε
να φεύγουμε

απ’ όλα αυτά τα μίζερα
τα πεθαμένα κι άδεια
απ’ το μεγάλο τρωκτικό
που τρώει αυτόν τον κόσμο
μακριά απ’ αυτό που διώχνει
το μέγα όνειρο
την αρρώστια αυτού που δεν υπάρχει.
 ΔΕΞΙΑ ΤΗΣ ΜΟΙΡΑΣ ΚΙ ΑΡΙΣΤΕΡΑ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ

Ένας πόνος εδώ
στα δεξιά της μοίρας
κι άλλος ένας
στ’ αριστερά του θανάτου.

Άνθρωποι
μαθητευόμενοι της θλίψης

Πως πονάτε
πως πονώ.

Πόνος πέτρα
στην καρδιά μου
και στο σύμπαν.

Share this Post