Ο άγγελός μου έχει δίκιο
Πάντα σ’ έναν ύπνο
ξεκινάει για μένα μια καινούργια μέρα
έπειτα μια σταγόνα πραγματικότητας
ένα δάκρυ
πέφτει πάνω στη λευκή ψυχούλα μου
σαν το λάδι στη φωτιά
και με μιας εξουθενώνομαι
καταρρέω
αναγκάζομαι να σταματήσω τα πάντα
ν’ αφήσω το κάθε τι μετέωρο
να ξαναγυρίσω πάλι στον ύπνο.
Ο άγγελός μου είχε δίκιο
μεγάλωσα καθώς ήρθα στη ζωή
για να κοιμηθώ.
Η ποίησή μου ήταν κομμάτι αυτού του ύπνου.
Η Κάθοδος του Ποιητή
Βηματίζω μες στο δωμάτιο
αχνίζει ζεστή η ανάσα μου
Τοίχος
Τοίχος
κρύος
της ομιλίας.
Η φωνή μου είναι εδώ
ειν’ η φωνή μου εκεί
κι εγώ μπορώ να κουβεντιάσω
μόνο με τον εαυτό μου.
Αλλά κι εγώ είμαι ένας άλλος
********
Προς
τα
κάτω
πρέπει
να πάω
να πέσω
Να χυθώ
μέσα
στη
μαύρη
γλώσσα.
Τ’ Όνειρο κι ο Θάνατος
στη μνήμη της Μητέρας μου
Ήδη
απ’ της ζωής σου το ξύπνημα
συνειδητοποίησες πως ονειρεύεσαι
και πως τ’ όνειρο δεν ήταν καν δικό σου.
Όταν έφθασε η στιγμή να θυμηθείς
των βασάνων σου την αιωνιότητα
κι όσα σιωπηλά κι άδικα έχεις διατρέξει
στο παράπονο που είχες μέσα σου
έστω και μες στον αρχαίο βυθό
του ύπνου σου
και του ονείρου
που χάθηκες
Έρχεται ο χορευτής
με τα σκονισμένα πόδια
εκείνος ο κυνηγημένος Θάνατος
και κυνηγός
και κλαίει μαζί σου.
Ο Λόγος
Ακούω τη φωνή του απείρου
μες στους αστρόσπαρτους τοίχους
ακούω τον λόγο που θεραπεύει.
Θεραπεύει τις φυλακισμένες ψυχές
αλλάζει τον πόνο σε φως
τη σιωπή σε αλήθεια.
Ο λόγος αυτός ανθίζει τα δέντρα του ήλιου
τ’ ασημολούλουδα της σελήνης
μας στέλνει να κοιμηθούμε
για λίγο κοντά στον Θεό.
Μπορείς να ταΐσεις τα πουλιά και τους αγγέλους
είναι το τραγούδι της ζωής
ένα κομμάτι απ’ την σάρκα του Θεού.
Μόνο αυτόν τον λόγο μπορούμε ν’ ακούμε
τον μοναχικό τον δίχως στήριγμα.
Ο άλλος λόγος είναι ο άρρωστος λόγος.
Ο άλλος λόγος είναι ο βρώμικος λόγος.
Είναι βρώμικος γιατί χρόνια τώρα
μάζεψε πολλά ψέματα
πολλούς θανάτους
στήριξε το μαύρο της ψυχής μας.
Ίσως και να γράφουμε για να τον καθαρίσουμε
να τον πλύνουμε
να τον ξεβγάλουμε με φως και σιωπή.
Ο Ποιητής αυτός ο Γαλαξίας της θλίψης
Ο ποιητής
αυτός ο Γαλαξίας της θλίψης
αυτή η αιώνια σιωπή
του άπειρου διαστήματος
θεωρώντας το αίνιγμα
στο κέντρο του κόσμου
μας πλησιάζει με γυάλινα βήματα
λέει όχι στο φως της μέρας
όχι στα μάτια της νύχτας
αφουγκράζεται τα αναρίθμητα κλάματα
των αγγέλων
γεννημένος από πόνο
για τον πόνο γεννημένος
κοιτώντας απ’ την απέναντι όχθη της λύπης
καταβροχθίζει όπως ο Κρόνος
τα παιδιά του τις λέξεις
ο ποιητής
αυτός ο αγιάτρευτος πετεινός του πουθενά.
Στ’ ουρανού το πολύφυλλο δέντρο
Άσπρα φτερά του ήλιου
στροβίλισμα χρυσού φωτός
της μέρας που χαράζει.
Ξαφνικά
από μια αδιόρατη
της μνήμης σχισμή
ορμώ στ’ ουρανού
το πολύφυλλο δέντρο.
Αιώνια μέσα στο χρόνο
Είμαι καλά
σ’ αυτή την σιωπηλή αυγή
Με κάνει και γελάω
αυτός ο κεχριμπαρένιος ήλιος
που γαργαλάει το σώμα μου.
Έτσι γαλήνιος να μένω
αιώνια μέσα στο χρόνο
ν’ αδράχνω τις στιγμές
να τραγουδάω γεμάτος φως
τις ανθισμένες μέρες.
Στη γη ειν’ οι άγγελοι
Χελιδόνι, χελιδόνι
απ’ αγάπη ποιος με σώνει
αφού έπεσα απ’ τον ουρανό
μες στον μαύρο τον καιρό.
Τα κλειδιά τα πήραν άλλοι
πιο τρανοί και πιο μεγάλοι
ήπιαν τ’ αθάνατο νερό
και μ’ αφήσαν ορφανό.
Μα στη γη ειν’ οι αγγέλοι
τρων καρπούς και πίνουν μέλι
και φτιάξανε με τα πουλιά
μια φωλιά για τα παιδιά.
Κι αν περάσαν χρόνια μήνες
μακριά απ’ τους κηφήνες
τίποτα δε θέλουν πια
κι ας καούν μες στη φωτιά.
Σταύρος Μίχας