Διήγημα
Δεν είναι ο κόσμος φίλος μου, ούτε κι εγώ του κόσμου…
«Η Ευρωπαϊκή Ένωση, με αφορμή τις τελευταίες αντιδράσεις των εφήβων, ανακοίνωσε κατάσταση έκτακτης ανάγκης. Πέρα απ’ τη χώρα μας, σοβαρά ποσοστά ανυπακοής έχουμε σε σχολεία της Ιταλίας, της Ισπανίας και της Πορτογαλίας. Στην Κεντρική Ευρώπη φυσικά και είναι χαμηλότερα τα νούμερα. Η Αμερική όπως πάντα ανησυχεί, στην προκειμένη όχι άδικα. Πρόκειται για την επόμενη γενιά ευρωπαίων πολιτών και, αν το καλοσκεφτούμε φίλες και φίλοι, ίσως να πρόκειται για το μέλλον ολόκληρης της ανθρωπότητας.»
Έκλεισε το ραδιόφωνο, τα παιδιά έτοιμα για το σχολείο. Ένα γεια στον άντρα της, ένα βετέξ στον πάγκο της κουζίνας και βγήκε από το σπίτι.
Δεν είναι ο κόσμος φίλος μου, ούτε κι εγώ του κόσμου…
«αυτή είναι η γραμμή των Βρυξελλών» συνέχισε ο εκφωνητής μέσα από το ηχείο του αυτοκινήτου «στην Ελλάδα βέβαια, το θέμα που κυριαρχεί είναι άλλο: θα μπορέσουν οι μαθητές της τρίτης λυκείου να προετοιμαστούν για τις πανελλαδικές;»
Αργοπορημένη αλλά έφτασε. Άνοιξε τη γυάλινη πόρτα του μικροβιολογικού και μέχρι τις 5.00 το απόγευμα που την άνοιξε ξανά για να φύγει, είχε σταματήσει μόνο για τουαλέτα. Ύστερα, όταν βρέθηκε ξανά στο τιμόνι, το μυαλό της ήταν στα τελευταία αποτελέσματα. Αλλά Παρασκευή σήμερα. Τα παιδιά θα έμεναν στου Αντώνη και ο άντρας της θα γύριζε πολύ αργότερα. Επιτέλους, σκέφτηκε, το σπίτι όλο δικό μου. Μπήκε μέσα, έβαλε τέλος στους απολογισμούς, ξεντύθηκε. Πιάτο κοντρόλ καναπές και για επιδόρπιο, ανακάτεψε την τσάντα της, καλά θυμόταν, είχε σοκολατάκι. Χαμήλωσε την τηλεόραση, με τη δύση έκλεισε ελαφρά και τα μάτια.
Πέρασε το Σαββατοκύριακο, ήρθε η Δευτέρα. Στις 4.00 το μεσημέρι είχε συνάντηση γονέων. Νοέμβρης μήνας – νωρίς το άρχισαν, σκέφτηκε όταν έφτασε στο σχολείο. Υποχρεωτική η παρουσία, έγραφε το ενημερωτικό κι ο διευθυντής δεν έκρυβε την ανησυχία του. Τα φώτα έκλεισαν κι αμέσως κατέβηκε το πανί της προβολής. Θα τους έδειχναν στιγμιότυπα από τις κάμερες, αυτό κατάλαβε. Αυτό είπε και στον άντρα της μόλις κάθισε δίπλα. Ύστερα, εκείνος δεν άντεξε, έσκυψε, ρώτησε γιατί τους ειδοποίησαν και τους δύο. «Σσσσς» από πίσω, «δεν ξέρω» του απάντησε, της έπιασε το χέρι.
Ήταν εκεί κοινωνικοί λειτουργοί, ψυχολόγοι κι ένας εντεταλμένος από το Υπουργείο Δημόσιας Τάξης. Μόλις τέλειωσε η προβολή και άνοιξαν τα φώτα στο αμφιθέατρο, όσοι δεν είχαν δει τα παιδιά τους στις κάμερες φώναζαν, σιχτίριζαν, κανίβαλοι σκέτοι. «Θα τα σταματήσουμε» έλεγαν. Ήθελαν να τα σταματήσουν από το σχολείο για να μην παρασυρθούν. Έλεγαν ότι πρέπει να βγει ανακοίνωση από το Υπουργείο Παιδείας. Να επιτραπεί στα υγιή παιδιά να βγάλουν την σχολική ύλη από τα σπίτια τους, με ιδιαίτερα. Αυτή και ο άντρας της ακίνητοι. Είχαν δει τα αγόρια τους στα πλάνα, περίμεναν, δεν καταλάβαιναν. Περίμεναν να καταλάβουν. Οι κοινωνικοί λειτουργοί διευκρίνιζαν, ξανά και ξανά, ότι στόχος δεν ήταν να διαχωρίσουν τα παιδιά που έδειχναν κοινωνική δυσλειτουργία. «Μαζευτήκαμε για να δούμε τι μπορούμε να κάνουμε ως σύνολο» κάπως έτσι το έλεγαν.
Ο διευθυντής τους έκανε νόημα, μείνανε τελευταίοι. Τους γνώριζε όπως γνωρίζονται οι γείτονες μεταξύ τους. Η μάνα ήταν μικροβιολόγος, ο πατέρας αντιπρόσωπος σε φαρμακευτική. Ήξερε ότι στα χαρτιά ήταν χωρισμένοι, αυτή είχε την επιμέλεια των παιδιών, αλλά τα τελευταία 8 χρόνια είχαν ξανασμίξει χωρίς να ασχοληθούνε με διαδικασίες. Είχαν την υπογραφή του δημάρχου για τον γάμο, την υπογραφή του δικαστή για το διαζύγιο. Λοιπόν, οι δυο γονείς μπήκαν στο γραφείο του.
«Τα παιδιά εξάντλησαν τις απουσίες τους», άρχισε εκείνος. «Την τελευταία εβδομάδα δεν πάτησαν στο σχολείο. Όταν λείπουν, λείπουν πάντα με τους διπλανούς τους, είναι κολλητοί ξέρετε…»
(Τα αγόρια είναι στην τρίτη λυκείου, είναι δίδυμοι, είναι άριστοι.)
«Πώς να το πω, τον τελευταίο καιρό, είναι λες και δε βρίσκονται στην τάξη. Πόσο καλά γνωρίζεται τους φίλους τους;» ρώτησε αρκετές φορές πριν ανοίξει την πόρτα για να τους ξεπροβοδίσει και, με διάφορους τρόπους, τόνισε ότι από εδώ και στο εξής θα παρακολουθούνται.«Για το δικό τους το καλό, είναι στενή η παρακολούθηση. Γιατί, ξέρετε, θα το πω απλά, αν τα παιδιά ολισθήσουν σε αυτήν την ηλικία δεν θα μπορέσουν ποτέ ξανά να ισορροπήσουν κοινωνικά. Κι η ανυπακοή, η σιωπή, η αποστασιοποίηση από το σύστημα είναι ύπουλα πράγματα.»
Οι γονείς έφυγαν. Συρρικνωμένες μπλούζες μετά από αποτυχημένη πλύση, τι να κάνουν, υποσχέθηκαν ότι θα είναι παρατηρητικοί. «Θα συνεργαστούμε στενά» δεσμεύτηκαν και πήγανε σπίτι. Περίμεναν, ούτε ήξεραν τι περίμεναν. Εκείνος εδώ και ώρα αμίλητο νερό, εκείνη, ξαφνικά άρχισε.
«Σήμερα άργησα στην δουλειά. Είχαν κλείσει τον δρόμο, γι’ αυτό άργησα. Στο φανάρι απέναντι από τον Άγιο Παύλο. Πρώτα έκλεισαν το δικό μας και μετά τα άλλα τρία.»
Άναψε τσιγάρο.
«Κατάλαβες, εκεί που στήνονται για τα ζογκλερικά. Είχαν τις μαθητικές τους τσάντες στην πλάτη, δεν έμοιαζαν φοιτητές. Ακόμη και τώρα που το σκέφτομαι μου φαίνεται παράλογο αλλά, ναι, ήταν μαθητές. Δουλεία ή Ανεργία, αυτό έγραφε το πανό τους. Δυο αγόρια το κρατούσαν απ’ τα δεξιά και δύο απ’ τα αριστερά…»
Πήρε βαθιά τζούρα, τα μάτια της κλειστά.
«Από την μια άκρη του δρόμου ως την άλλη το κρατούσαν –κατάλαβες, το είχαν για σκηνικό- και μπροστά από το πανό στεκόντουσαν δύο κορίτσια. Κοιτούσαν συνέχεια μπροστά, σ’ εμάς τους οδηγούς.» Τα μάτια της, είτε τα άνοιγε είτε τα έκλεινε, ένα και το αυτό. Δεν έβλεπε πουθενά. «Δεξιά ήταν η Δουλεία, αριστερά η Ανεργία. Όμορφα κορίτσια. Άσπρο δέρμα ρόδινα χείλη, έμοιαζαν στη Χιονάτη. Και μιλούσαν. Κατάλαβες, κάτι σαν αντίλογο. Εγώ βέβαια δεν μπορούσα να ακούσω, ίσως όλοι οι οδηγοί να μην ακούγανε. Στο τέλος όμως τις είδαμε, όλοι. Έμειναν γυμνές. Και η Δουλεία και η Ανεργία τα έβγαλαν όλα. Πρώτα τα πάνω ρούχα κι ύστερα τα κάτω. Εναλλάξ, όσο έλεγαν αυτά που δεν ακούγαμε. Κι ένας άντρας, ο οδηγός του αμαξιού που βρισκόταν πίσω από το δικό μου…»
Φύσηξε τον καπνό στο πρόσωπο του άντρα της, τον κοίταξε επίμονα μέχρι να σβήσει το τελειωμένο και ν’ ανάψει επόμενο.
«Βγήκε ο άτιμος έξω από τ’ αμάξι του κι άρχισε να πηγαίνει προς το μέρος τους. Έλυσε την ζώνη του και όλοι οι άλλοι οδηγοί άρχισαν να σφυρίζουν. Παρακμή, ήταν σου λέω παρακμή. Ξάναψαν τ’ αρσενικά, κατάλαβες; Από εκεί που καθόντουσαν τεμπέλικα στα τιμόνια βγήκαν έξω ξαναμμένα. Εγώ, δεν ήξερα τι να κάνω. Δεν έκανα τίποτα. Ένιωσα ότι είμαι μέσα σε ένα τεράστιο μπουρδέλο. Από αυτά που ανοίγουνε τις πόρτες τους τα ξημερώματα και χύνεται η παρακμή σαν φτηνιάρικη κολόνια.»
Το άναψε κι ο άντρας της. Κάπνιζαν στο σπίτι, έτσι απλά, όπως παλιά. Όμως, δεν πρόλαβε να πει κουβέντα, μπήκανε τ’ αγόρια. Χωρίς αναστολές, γονείς και παιδιά στο θέμα. Τα αγόρια φανέρωσαν τις απουσίες τους, την τετράδα που είχαν σχηματίσει με τους συμμαθητές, την αδυναμία τους να βρούνε νόημα σε ό,τι συνέβαινε στην τάξη, στον απώτερο σκοπό, στην ενήλικη πραγματικότητα που τους κοιτούσε με το χαμόγελο του Τζόκερ. «Προς τα πού να πάμε;» ρώτησαν.«Σε κάθε διασταύρωση μια ονειροπαγίδα. Και οι διασταυρώσεις φτιάχνουνε πόλεις. Και οι πόλεις χώρες, και οι χώρες… Δε θέλουμε να ζήσουμε σε αυτόν τον κόσμο. Δεν μας αρέσει, πώς το λένε!» Και οι γονείς άκουγαν. Όλο και πιο συγκαταβατικά. Θυμήθηκαν τους νεότερους εαυτούς τους. Ειδικά εκείνη θυμήθηκε, τότε, στην ηλικία των αγοριών, να μένει στο πατρικό αλλά -στην καλύτερη περίπτωση- να νιώθει υιοθετημένη. Θυμήθηκε τον εαυτό της να λέει ότι είναι εξωγήινη. Από άλλο πλανήτη δηλαδή η καταγωγή κι όχι απλά από άλλη οικογένεια. Όμως, παρόλα αυτά, ποτέ δεν έκανε κάτι. Κάτι ηρωικό, ή απλά, κάτι διαφορετικό από τους άλλους μη υιοθετημένους ανθρώπους. Και κάπου εκεί άρχισε να μην παρακολουθεί την κουβέντα. Τα αυτιά της, έτσι ξαφνικά, βούιζαν. Λέξη δεν άκουγε απ’ όσα έλεγαν τα αγόρια. Μόνο χειρονομίες, μόνο χείλη να κινούνται. Να συμφωνήσει; Να διαφωνήσει; Τι στο διάολο να κάνει; Κι η εποχή άλλη τώρα. Ασφυκτική. Προσπάθησε να επιστρέψει…
«Tην τρέλα μου» είπε ξαφνικά.
Έπρεπε να επιστρέψει, να σταθεί εκεί σαν μάνα. Κοίταξε τον άντρα της.
Ηρέμησε, της έκανε νόημα. «Τέλειωσαν τα ψέματα» της είπε. Την έπιασε από τους ώμους, κάπως την επανέφερε αλλά επί της ουσίας τίποτα. Καθόλου δε μαλάκωσε η αγωνία της. Πώς περνούσαν τον χρόνο τους τα παιδιά όταν δεν πήγαιναν σχολείο; Και η αλήθεια, το ήξερε, δεν είναι το αντίθετο απ’ το ψέμα. Κι ο άντρας της, σαν να ένιωθε ακριβώς την αναταραχή της, έβγαλε λόγο για την ψυχραιμία, το δικαίωμα των αγοριών στην εφηβεία, τα οφέλη της αποστασιοποίησης των γονιών από τις αποφάσεις των παιδιών και άλλα τέτοια. «Τίποτα από αυτά δεν είναι αδιαφορία» την διαβεβαίωσε και δείχνοντας της το ρολόι στο κομοδίνο του, της έκανε νόημα να κοιμηθούν.
Όμως, μαρτύριο το κρεβάτι. Σηκώθηκε. Βόλτες στο σαλόνι, τσιγάρο στο μπαλκόνι. Η νύχτα τ’ άστρα το φεγγάρι και το αποφάσισε: πλησίασε. Κι ύστερα, ακόμη πιο κοντά. Σιωπηλή, πάνω απ’ τα κρεβάτια των αγοριών, συντόνισε την ανάσα της με τη δικιά τους και είδε. Πίσω από το αυτί του ενός, είδε το δέρμα του να έχει γίνει ροζ. Έντονο ροζ. Και πάνω στο κεφάλι του, ακριβώς στην ευθεία από τα μάτια, τα μαλλιά του έκαναν δυο συμμετρικές κορυφές – δεν τις είχε αυτές μικρός. Στον άλλον, είδε κοντά στους αγκώνες να διαγράφονται παράλληλες μαύρες γραμμές. Το ίδιο μοτίβο, σαν επαναλαμβανόμενο τατουάζ, σχηματιζόταν και στην βάση του λαιμού του. Αυτός είχε πρόσφατα ξυρίσει τις δύο πλάγιες όψεις του τριχωτού της κεφαλής. Μόνο μια λωρίδα μαλλιού είχε μείνει, ακριβώς στην μέση, που όταν ήταν ξύπνιος στεκόταν όρθια κι ακίνητη.
Η εβδομάδα πέρασε. Ξανά η Δευτέρα. Μόλις έφτασε στο μικροβιολογικό τηλεφώνησε στον διευθυντή. Ρώτησε αν τα αγόρια ήταν στο σχολείο και εκείνος, αφού επιβεβαίωσε, της είπε ότι επιβάλλεται να ξεκινήσετε τις συνεδρίες με την κοινωνική λειτουργό. Οι αλλαγές στο δέρμα και στα μαλλιά των παιδιών δεν άφηναν περιθώριο. Με το ακουστικό στο ένα χέρι και το χαρτάκι με τα φρεσκογραμμένα στοιχεία της λειτουργού στο άλλο, χίλιες φορές μετάνιωσε για την ειλικρίνειά της. Μα, τι την είχε πιάσει; Σίγουρα θα ήταν πιο βολικό το ψέμα, σκεφτόταν. Άλλωστε το θέμα δεν είναι το σύμπτωμα όσο η ερμηνεία που δίνεται σ’ αυτό. Κι η ερμηνεία είναι πάντα τόσο σχετική – πόσο χαζή μπορεί να είμαι; έλεγε ξανά και ξανά στον εαυτό της.
«Είστε μικροβιολόγος, έτσι δεν είναι;»
Επιβεβαίωσε κατευθείαν τη λειτουργό και, εκείνη, με μια ποιότητα φωνής που έμοιαζε με ηχογραφημένο μήνυμα, μίλησε για την κατάσταση των αγοριών κάνοντας σχετικό παραλληλισμό.
«Τα αγόρια σας, θα λέγαμε, παρουσιάζουν τα συμπτώματα συγκεκριμένης νόσου που ξεκινάει από το άτομα και καταστρέφει την κοινωνία. Ανάρμοστη συμπεριφορά στο σχολείο για αρχή, σημάδια στην εμφάνισή τους και κοινωνική αποστασιοποίηση. Αυτή είναι η πρώτη φάση. Ξέρετε, είναι σημαντικό να γίνει τότε η διάγνωση για να μπορέσει ο γονιός, ο δάσκαλος, ο ειδικός, να επέμβουν. Αν χαθεί πολύτιμος χρόνος και το παιδί περάσει στο επόμενο στάδιο -με ακούτε;-τότε δεν υπάρχει επιστροφή. Καμιά λειτουργία του παιδιού δεν μένει ανεπηρέαστη. Σταματάει να επικοινωνεί με το περιβάλλον, αποφασίζει μόνο του, παρουσιάζει μια φαινομενικά παθητική συμπεριφορά, μια ακατανόητη ευτυχία. Με ακούτε;»
Ξαναρώτησε η λειτουργός κι εκείνη είπε ένα αμφίβολο ναι.
«Αυτονομείται το παιδί, χάνει την αίσθηση της προκαθορισμένης λειτουργίας του συνόλου και περνάει τα όρια της νομιμότητας. Τότε, αναλαμβάνει το κράτος που…»
Την διέκοψε. Δεν συμφωνούσε με τον ηλίθιο παραλληλισμό της ούτε για αστείο –από πότε η εφηβεία θεωρείται ασθένεια; σκέφτηκε- και κάπως αμυντικά ρώτησε τι θα μπορούσε να κάνει. Μόνο που, αντί για απάντηση, ακούστηκε μια απότομη εκπνοή. Όπως όταν ξεκινάει ένα γέλιο, αυτή φάνηκε να είναι η διάθεση της λειτουργού. Ένα γέλιο που μαζεύτηκε. Ίσως και να θεώρησε ότι ήταν κοντά στον σκοπό της. Το υποκείμενο είχε αρχίσει να γίνεται αντικείμενο. Έτσι πρέπει να σκέφτηκε γιατί, απτόητη, έβαλε το επόμενο μήνυμα:
«Πρώτον, μια ειλικρινή κουβέντα με τα παιδιά για το πως βλέπουν τον κόσμο. Δεύτερον, να παραδεχτείτε, οι γονείς, ότι όντως η ζωή μπορεί να γίνει μονότονη και ίσως μερικές φορές ανούσια. Τρίτον, πάνω σε αυτή την βάση, ν’ ανοίξει ένας διάλογος με στόχο την επαναφορά της κοινής λογικής στα παιδιά. Το περιβάλλον που ζούμε έχει κανόνες, δεν μπορούμε να αμφισβητούμε τους κανόνες. Αλλά, ας μην το πάμε μακριά. Γενικότερα, έτσι δεν είναι; Όταν τα πράγματα δεν διορθώνονται, αναγκαστικά επιβάλλονται δραστικά μέτρα και μονομερείς ενέργειες.»
Κάπου μέσα στην φράση της πρόσθεσε κι ένα «δυστυχώς» και, στον χτύπο μιας δεύτερης τηλεφωνικής συσκευής δίπλα της, έκλεισε βιαστικά το τηλέφωνο.
Σιωπή και αναστάτωση.
Ήθελε να αδειάσει τις κινδυνολογίες στον κάδο των σκουπιδιών, να πλύνει το μυαλό της με χλωρίνη. Ήθελε, για την ακρίβεια, να πάρει ξανά αυτήν τη βλαμμένη και να της πει ότι, πρώτον, δεν θα της ήταν καθόλου δύσκολο να παραδεχτεί το δίκιο των αγοριών, δεύτερον, ότι και η ίδια νιώθει συχνά το ανούσιο της καθημερινότητας να την πνίγει, τρίτον, ότι πολλές φορές θέλει να τα τινάξει όλα στον αέρα – πάντα κάτι μουχλιασμένες δικαιολογίες την επαναφέρουνε στο μέτριο. Όμως τίποτα. Τίποτα δεν είπε κι ήρθε η συνέχεια.
Με μια από τις πιο γελοίες αφορμές που μπορεί να υπάρξουν, τα αγόρια έπαψαν αν είναι στην ίδια τάξη κι οι δύο διπλανοί άλλαξαν εξ’ ολοκλήρου σχολικό περιβάλλον. Η ίδια, θέλησε να δώσει την προσοχή της στα αγόρια, σταμάτησε τη δουλειά κι ο άντρας της άρχισε να δουλεύει από το πρωί ως το βράδυ. Η εβδομάδα έβαζε τρικλοποδιά στα Σαββατοκύριακα κι εκείνα, αγουροξυπνημένα, κυνηγούσαν τις Δευτέρες. Και παρόλο που δεν έβλεπε τον εαυτό της άνεργο, ο άντρα της είχε γίνει μια χαρά δούλος. Όταν επέστρεφε τα βράδια στο σπίτι δεν μπορούσε να του πάρει λέξη. Λες και ερχόντουσαν μόνα τους τα ρούχα του. Πέφτανε στον καναπέ, μύριζαν, κι αυτή έβαζε συνεχώς πλυντήρια. Σαν κυτταρική μνήμη ξύπνησε η νοικοκυροσύνη μέσα της, πια δεν καταλάβαινε πότε έβαζε και τα δικά της ρούχα μες στον κάδο. Ειδικά τις μέρες που είχε υγρασία, μέχρι να στεγνώσει η μπουγάδα, έφτανε στο σημείο να περιφέρεται γυμνή. Πήγαινε τότε στον καθρέπτη, έβλεπε το κορμί της δυο φορές. Τον εαυτό της με σάρκα και οστά και τ’ άλλο το κορμί, το άυλο, απέναντι. Κάπου εκεί άρχιζε ο διάλογος. Τα χέρια με τα χέρια, τα στήθη με τα στήθη, τα μαλλιά με τα μαλλιά. Περνούσε η ώρα. Το άυλο κορμί ήτανε πάντα ξεκάθαρο. Συμβιβάσου, έλεγε. Συμβιβάσου, τεκμηρίωνε. Συμβιβάσου, την έπειθε κι ο διάλογος τελείωνε όπως τελείωσε κι εκείνη τη μέρα στο φανάρι. Πόσο θα ήθελε να είχε απλώσει το πόδι της; Να είχε σκοντάψει εκείνος ο οδηγός με τη λυμένη ζώνη και το ξεκούμπωτο παντελόνι. Εκείνο το κτήνος που μέχρι να φτάσει στα ολόλευκα κορίτσια, με το χέρι μες στα βρακιά του, ανακάτευε τη φασολάδα. Αλλά δεν το έκανε. Δεν άπλωσε το πόδι της, τον άφησε να επιτεθεί στην Δουλεία και στη Ανεργία. Και του επιτέθηκαν ύστερα τα αγόρια, έριξαν πέτρες. Κι οι άλλοι οδηγοί, καμιά δεκαριά, που είχαν βγει έξω από τα αμάξια τους, έπιασαν τα αγόρια, τα πέταξαν στα αγκαθόχορτα, στο πεζοδρόμιο, στην άκρη. Μπουνίδια, κλωτσίδια, μια κοτρώνα και οι αστυνομικοί –λες και δεν ήθελαν να εμπλακούν- αργούσαν να περάσουν από απέναντι το δρόμο. Και ξύλο στο ξύλο, τα αγόρια μάτωσαν. Και τώρα δεν υπήρχε κάτι να κάνει παρά μόνο να σκέφτεται ότι δεν έκανε τίποτα και να ξοδεύεται σκαλίζοντας τα δωμάτια των δικών της αγοριών. Κάθε μέρα και ειδικά τις Παρασκευές που όλοι γυρνούσαν πιο αργά στο σπίτι.
Ήταν 2.30 το μεσημέρι, ήταν Παρασκευή (σε λίγο θα έβγαινε ο Απρίλης) κι ο διευθυντής τής έλεγε ότι δεν υπάρχουν πια σημάδια ανησυχίας. Καμιά απουσία στο σχολείο, κανένα ψεγάδι συμπεριφοράς. Εξαιρετικοί στην εβδομαδιαία εξέταση, σε όλα τα ελεγκτικά τεστ της Ευρωπαϊκής Επιτροπής πολύ χαμηλοί οι δείκτες τους (όπως θα έπρεπε να είναι). «Τα καταφέραμε!» έλεγε και ξανάλεγε. Έκλεισαν το τηλέφωνο.
Αυτή όμως σαν να μην άκουσε. Ξύπνησε μέσα στη νύχτα, άλλωστε το πάθαινε συχνά, μες στο σκοτάδι πήγε στάθηκε πάνω από τα κεφάλια των αγοριών. Κοίταζε και κοίταζε, τίποτα το συγκεκριμένο. Μέχρι που το μισοφέγγαρο φώτισε τολμηρά τα εφηβικά σώματα και η μάνα τους, πεντακάθαρα πια, είδε. Το δέρμα του ενός να έχει γίνει ροζ. Από το μέτωπο ως τις πατούσες έντονο ροζ. Και στο κεφάλι του, ακριβώς στην ευθεία πάνω από τα μάτια, οι δυο κορυφές είχαν πια ξεχωρίσει. Σαν να έβγαζε το παιδί δεύτερο ζευγάρι αυτιά. Στον άλλον είδε τις παράλληλες μαύρες γραμμές να καλύπτουν όλο και περισσότερο τα χέρια του. Αυτό το μοτίβο ζέβρας επαναλαμβανόταν και στις γάμπες. Η μοϊκάνα του είχε γίνει ακόμη πιο επιβλητική – τώρα συνεχιζόταν κατά μήκος του λαιμού, έφτανε ως την πλάτη. Ξύπνησε τον άντρα της, τον σήκωσε από το κρεβάτι. Στην κουζίνα ολοταχώς -τι μπορούσε να κάνει;- την άκουσε.
«Είσαι υπερβολική», της απάντησε κοφτά, αλλά ύστερα:
«Κοίτα, καταλαβαίνω. Περνάς όλη τη μέρα μες στο σπίτι, αυτό φταίει. Κι εντάξει, κι εγώ θα δυσκολευόμουνα με τόσο ελεύθερο χρόνο, είναι δύσκολο. Για όλους είναι δύσκολο δηλαδή… Στο διάολο, δεν έπρεπε να σταματήσεις τη δουλειά!»
Και με απρόσμενη ενοχή της πρότεινε να πάει τη Δευτέρα να δει τους παλιούς συναδέρφους. Να κοιμηθεί στης αδερφής της, στην πόλη, να γυρίσει την επομένη. Μια χαρά θα τα πήγαινε εκείνος με τα αγόρια, την έπεισε.
Όταν ήρθε η Δευτέρα, τους φίλησε και μπήκε στο αμάξι. Τι συναρπαστική αβεβαιότητα, είχε καιρό να οδηγήσει πιο μακριά από το σούπερ. Άλλαζε ταχύτητες, έψαχνε σταθμούς, το πατούσε. Με ανοιχτό παράθυρο και τον αέρα να ξυπνά το δέρμα της, τέρμα η μουσική, στο χέρι το τσιγάρο. Τα σύννεφα σκέπαζαν ξεσκέπαζαν την Άνοιξη κι αυτή, άλλοτε σκεφτική άλλοτε ανέμελη, μπήκε στην κίνηση. Έβαλε τον σταθμό που άκουγε όταν πήγαινε στην δουλειά, γέλασε. Λες και της μιλούσε προσωπικά ο εκφωνητής –μα, πώς κάποια πράγματα μένουν τόσο ίδια στη ζωή; αναρωτήθηκε.
«Γεια σας φίλες και φίλοι, ένα μεγάλο Σαββατοκύριακο μας περιμένει. Πρωτομαγιά κι ανυπομονώ! Τριήμερο για αυτούς που θα φύγουν απ’ την πόλη αλλά και για εμάς που θα μείνουμε εδώ…» Είπε και, απότομα, έκοψε τη μουσική. «Ορίστε; Ναι, έχουμε ληστεία σε εξέλιξη. Ταυτόχρονα σε τέσσερεις πόλεις. Όχι, σε έντεκα – συγνώμη! Συγνώμη ένα λεπτό.» Και η φωνή του έτρεμε. «Στην πόλη μας, εξελίσσεται στα ανατολικά, τώρα. Τι; Σε τέσσερα υποκαταστήματα τραπεζών, πάνω από 300 νεαροί. Νεαροί και νεαρές, φίλες και φίλοι, είναι νεαροί και νεαρές σε τέσσερεις τράπεζες και στο μεγάλο εμπορικό…»
Κάποιοι λειτουργοί, αυτό θα το έλεγαν κοινωνική νόσο, σκέφτηκε φωναχτά κι έκοψε ταχύτητα.
«Και είναι όλοι μαθητές», συνέχισε ο εκφωνητής τρομαγμένος. «Μαθητές της τρίτης λυκείου! Η αστυνομία έπιασε πολλούς αλλά καμία αναγνώριση δεν μπορεί να γίνει. Οι αποκριάτικες στολές που φοράνε δεν βγαίνουν, έχουν γίνει ένα με το δέρμα τους. Όλοι ντύθηκαν ζώα. Ζώα φίλες και φίλοι. Είναι ζώα, έτσι με ενημερώνουν. Και φαίνεται να τα οργάνωσε ένας ροζ πάνθηρας και μια ζέβρα από την Μαδαγασκάρη. Κι έκαναν δήλωση. Φίλες και φίλοι, η ζέβρα κι ο ροζ πάνθηρας έκαναν δήλωση. Κι είναι ελεύθεροι. Ακόμα ελεύθεροι και μαθητές. Μαθητές το ξαναλέω. Ναι, έχουμε την δήλωση.»
Έβγαλε αλάρμ. Τόσοι παλμοί! Ούτε φρένο, ούτε γκάζι μπορούσε να πατήσει. Σταμάτησε στα δεξιά, κοίταξε δίπλα της, πάλι το είδε. Καθρεφτισμός κι ας μην υπήρχε πουθενά καθρέφτης. Το δικό της το κορμί, με σάρκα και οστά, και το άλλο, το άυλο, στην θέση του συνοδηγού ήρεμα καθισμένο. Με το γνωστό βλέμμα. Από τότε που ένιωθε υιοθετημένη, έτσι την κοιτούσε, απαθέστατο σαν πτώμα.
«Άστα τώρα αυτά» του είπε και τέντωσε τ’ αυτιά της.
«Η ληστεία είναι για μας επιλογή» είπε η ζέβρα με τη γλυκιά φωνή της. «Δεν είναι σημάδι ταραγμένης εφηβείας. Είναι η απόδειξη της άρνησής μας να συμμετέχουμε σε έναν κόσμο που κλέβει μεθοδικά το μέλλον μας» συνέχισε ήρεμα ο ροζ πάνθηρας. «Όχι, δεν συμφωνούμε με το απραγματοποίητο. Όχι, αυτός ο κόσμος δεν είναι δελεαστικός. Τον βολεύει η υποταγή, σκοτώνει την σκέψη. Τον βολεύει ο φόβος, απενοχοποιεί την καταστροφολογία. Μόνο κατανάλωση. Πού είναι ο σκοπός; τον χάσαμε. Κι εσύ που μας ακούς, μάλλον πρέπει να χάσεις την δουλειά σου, το σπίτι σου, για να καταλάβεις. Μέχρι τότε, δυστυχώς, θα βλέπεις μόνο καρναβάλια.»
Κι έδωσαν την σκυτάλη στον εκφωνητή. Όμως, εκείνος πουθενά. Μόνο κάτι ήχοι μέσα από το στούντιο ή μέσα απ’ το μυαλό της, τέλος πάντων, από κάπου πολύ βαθιά, ο Άκης Πάνου της ψιθύρισε: δεν είναι ο κόσμος φίλος μου ούτε κι εγώ του κόσμου, άλλος του κόσμου ο θεός κι άλλος ο δικός μου.
Έκλεισε τα παράθυρα. Με τα δυο της χέρια έκλεισε το στόμα, κανείς να μην ακούσει. Ποτέ δεν είχε αγγίξει τον φράχτη του μυαλού. Κάτι τέτοιο ποτέ. Πόσο είχε βολευτεί! Αυτή, ο άντρας της, οι άλλοι, όλοι είχαν βολευτεί. Και έτσι, βολεμένοι, αποβλακώθηκαν. Νόμιζαν, ούτε ήξεραν τι νόμιζαν. Κι εξαπλωνόταν η δουλεία, θέριευε η ανεργία και το μπαρούτι μύριζε. Κι η ζέβρα κι ο ροζ πάνθηρας –«γαμώτο», χτύπησε τα χέρια της στο τιμόνι- θέλησαν τα παιδιά κάτι να κάνουν. Κι αυτή, ακόμη και τώρα, υιοθετημένη. Να μην ανήκει πουθενά. Ούτε με τα αγόρια, ούτε με τους κινδυνολόγους. Μια ενδιάμεση που, στη μέση της ζωής της, θέλει έναν κόσμο καλύτερο. Θέλει αλλά…
να συμφωνήσει;
να διαφωνήσει;
τι στο διάολο να κάνει;
και τι θα γίνει τώρα με τα αγόρια;
και η εποχή άλλη.
ασφυκτική η εποχή.
δεν μπορούσαν δηλαδή να βρουν κάτι άλλο να κάνουν;
«Γαμώ την τρέλα μου» είπε μέσα απ’ τα δόντια της και τα σάλια της έλουσαν τον λαιμό. Σκούπισε το πρόσωπο αλλά ο ιδρώτας κύλισε στη ράχη της, συνέχισε μπήκε στις κάλτσες. Και τα πόδια της μουδιασμένα, υποταγμένα σε μια εξωπραγματική ακινησία. Και στο αμάξι τέλος το οξυγόνο. Κατέβασε με μανία τα παράθυρα, όλα, και τα τέσσερα κάτω.
«Γαμώ την τρέλα μου» φώναξε κι έμπηξε τα νύχια της στο πτώμα που κουβαλούσε δίπλα της. Το γάντζωσε. Το σήκωσε από την θέση του συνοδηγού.
«Βρωμάς ρε» ούρλιαξε.
Κι έβαλε όλη της τη δύναμή -τεντώθηκαν τα μπράτσα της, σκίστηκε η καρδιά της- το πέταξε απ’ το παράθυρο. Έξω, στα τσακίδια.
Στέλλα Τενεκετζή
από την ανέκδοτη συλλογή διηγημάτων Καθ’ οδόν
Share this Post