Ποιήματα φοιτητών από το Διιδρυματικό Πρόγραμμα Μεταπτυχιακών Σπουδών «Δημιουργική Γραφή»

In Ποίηση by mandragoras

 
ΣΧΟΛΗ ΑΝΘΡΩΠΙΣΤΙΚΩΝ ΚΑΙΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ
          ΠΑΙΔΑΓΩΓΙΚΟ ΤΜΗΜΑ  ΝΗΠΙΑΓΩΓΩΝ    
 
ΣΧΟΛΗ ΚΑΛΩΝ ΤΕΧΝΩΝ ΤΜΗΜΑ ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΥ
 

Εργαστήρια Ποιητικού Λόγου
Κώστας ΚΡΕΜΜΥΔΑΣ

ΤΜΗΜΑ 1
2023-2024

 ΒΑΦΕΙΔΗΣ Νικόλαος
 
 57
 
Λάσπη, χώματα έπεσαν και κρύψαν
Χρόνιες ντροπές και πελατειακά
Ευθύνες σε γραβάτες απορρίψαν
Όπως Μάτι, Πήλο γίνηκαν ξανά
 
Ντροπή μονάχα το μοιραίο τρένο
Κράτος ισχυρό τράβηξε το φρένο
Θύτη άμεσα βρήκαν και δικαίως
Ούτε ικανός, μήτε καν και νέος
 
Χρόνισε η θλίψη, δόθηκε λύση
Βγήκε η ΕΛ.ΑΣ. κ’εσωσε καρέκλες
Βάλθηκε τους δικαίους να ραπίσει
Χωρίς κριτική, μονάχα ταμπέλες
 
Χρόνια πέρασαν και φύγαν μακριά
Δικαιοσύνη απεδόθη σθεναρά
Το διαβάζει κάποιος λυπηρά γελά
Γνωρίζει , τρέμει σήμερα δεινά.

***
 
ΒΕΡΡΟΥ Μαρία
 
Ο σπόρος
 
Στης μάμμης το χέρι π’ αστράφτει βαρύ
Ο πάππος φωλιάζει της τύχης τ’ αστέρι
Κάπου χτυπιέται τρελά ένα παιδί
Που αγνάντια στο φως απλώνει μαχαίρι
Του κόσμου τα σύννεφα όλο θωρεί
Μη μάθει τη ζωή από ξένο καρτέρι
Της μάνας τα λόγια σαν φύλλα σπαθιά
Βροντούν στην καρδιά του πικρή μοναξιά.
 
 
Χάος
 
Τυφλωμένος από προδοσία,
ασύγγνωστα έσκισα στα δυο,
το μοναδικό απόκτημα της συνέχειάς μου.
Το αίμα έβλεπα,
που γέμισε έναν ποταμό.
Κι ύστερα,
ύστερα,
δεν άντεξα την μοναξιά μου,
και σφήνωσα το κεφάλι μου,
στ’ απομεινάρια του αιδοίου σου,
ψυχορραγώντας.
 
***
 
ΒΡΑΧΝΑΚΗΣ Μανώλης

Ανδαλουσιανή σκύλα
 
Τις μέρες που θα ’ρθουν
σκεπασμένες πάχνη πρωινή
πρώιμα ωριμασμένα φρούτα
και ψάρια φρέσκα να σπαρταρούν στα βότσαλα.
Ποτέ δε θα δούμε
 
Γεμίσαν  οι νύκτες μας
ανόητες εντολές με χαραγμένες προ πολλού
πορείες τα όνειρά μας
Ποιος θα βαδίσει με ποιον
Ποιος θα παραδοθεί
Ποιος θα παλέψει μόνος
 
Εγώ, μια ανδαλουσιανή σκύλα
Με την ουρά  κομμένη, πολεμική,
τέλεια μηχανή ολέθρου
χωρίς πανοπλία, μάσκα αερίων και κράνος,
Όπως με γέννησε η μάνα μου,
γυμνή και ξεδιάντροπη,
Σαν την ελευθερία που αίμα τρέχει,
Μουλιάζω τα κοκάλα ηρώων προγόνων.
 
Ποιος μνημονεύει πια την ιστορία;
Ποιος αντιστέκεται;
 
Εγώ, μια ανδαλουσιανή σκύλα
της ηδονής  και του πολέμου προσεύχομαι
μετά κλαυθμών και οδυρμών πάνω
στον πιο ψηλό βράχο της πατρίδας μου
«… ουαί,
ουαί σοι Κρήτης πολιορκούμενη
υπό άθεων εθνών 
ότι αίματα πολλά χυθήσονται υπέρ σού
και ο λαός σου εις φυγήν τραπήσεται…
ουαί, ουαί σοι Κρήτης, εν τω καιρώ εκείνω…»
 
 
Γύρω μου ακόμα προσπαθούν να ανάψουν τη φωτιά
οι συνομήλικές μου,
νέες,
που δεν έγιναν μητέρες
 
-χάθηκαν όλα τα παλικάρια
μέσα σε αόρατα σύρματα
και αχάρακτους δρόμους-
 
Να δουν, να ζευγαρώσουν
με σπέρματα άλλων εποχών
χίλιες φορές αποψυγμένα και ληγμένα
Να δοκιμάσουν επιτέλους, αυτό θέλουν!
 
κι ας υποψιάζονται αυτήν την ώραν
των κάλπικων ερωτοτροπιών, της συνουσίας
το πένθος των επερχόμενων γενεών το δράμα
της πιο απατηλής συνωμοσίας
 
 
Αντισώματα ΙΙ
 
Σε είδα
Μια νεογέννητη ύφαλο
Πάνω σε έναν ωκεανό αποτυχιών
Να βαδίζεις συντεταγμένα με αυτούς
Που βρέθηκαν
Στο τέλος του χρόνου
Στο σφιχταγκάλιασμα
Του παρελθόντος και του μέλλοντος
Σε ένα στιγμιαίο παρόν
Εδώ και τώρα
Μοναχικά
Σαν να προσεύχομαι
Σε διαβάζω
Κι ας γνωρίζω πως
Την ίδια ώρα
Χιλιάδες χιλιάδων αγνώστων
Πιστών απίστων
Ψαχουλεύουν το σώμα σου
Διεισδύουν στα εσώτερα κυκλώματά σου
Φαντασιώνονται τελετές και μεγαλεία
Λαμβάνουν μέρος στην πολιτική και
Στην αστρονομία
Υπέρ πηδούν εμπόδια
Ανταλλάσσουν εκατομμύρια αέρα
Φίλοι διπλανοί γείτονες
Αποσπούν το εφήμερον της ύπαρξής σου
Ηδονοβλεπτικά αποτρόπαια
Στη σκιά του επερχόμενου
Με ένα ελάχιστο αντίτιμο
Η ύπαρξή σου διαχέεται
Στην ανωνυμία του ονείρου
Αντίο λοιπόν
Αντίο
 
 
Μήτρα του ακατόρθωτου
Της απάτης, της ασπλαχνίας και της βίας
Ζωή
Στα αλώνια του θανάτου
Υπερασπίστηκα για σένα
Ιδέες αλλότριες
Αλυσοδεμένος στο άρμα της ελευθερίας
Υπερασπίστηκα 
Τη γνώση
Πολέμιος μιας νοητικής επιμειξίας
Αντίο
Αντίο
Αδύναμος μέσα
Στον ατελεύτητο χρόνο
Ανήμπορος
Θρηνώ την τύχη σου
 
***
 
ΓΑΛΑΝΗ Γεωργία
 
ΓΥΜΝΑ ΝΤΥΜΕΝΗ
 
Γυμνή μου λες πως είσαι,
μα γύμνια εγώ δεν βλέπω.
Γυμνός ίσον ευάλωτος,
μα εσύ είσαι γενναία.
Κι αν άλλη γνώμη άκουσες,
κι αν ψέματα σου είπαν, 
ζηλεύουνε την τόλμη σου μα και την ομορφιά σου.
Που δείχνεις τόσο σίγουρη,
δεν κρύβεσαι στα ρούχα,
βγάζεις αυθεντικότητα κι αυτό πονάει στ’ αλήθεια.
Γυμνή μου λες πως είσαι,
μα γύμνια εγώ δεν βλέπω.
Γυμνός θα πει απροστάτευτος,
μα εσύ είσαι ασπίδα.
Το βλέμμα σου είναι φωτιά, 
τα χείλη σου ηφαίστειο,
που αν τύχει και συνδυαστούν 
θα ξεχειλίσει η λάβα.
Τα στήθη σου δίνουν ζωή και λάμπει το άγγιγμά σου,
κι είναι επικίνδυνο πολύ να είσαι φως στο σκότος.
Γυμνή μου λες πως είσαι,
μα γύμνια εγώ δεν βλέπω. 
Ολόγυμνος νιώθεις αιδώ,
μα εσύ ντροπή δεν έχεις.
Τα χέρια σου δεν κρύβουνε το τέλειο περίγραμμα σου,
μα μπλέκουνε μες τον κισσό γιατί εσύ ανθίζεις.
Όπως κάνει κι η άνοιξη, 
που όσο την εμποδίζουν, 
που όσο την καθυστερούν 
με παγωνιά και φόβο,
αυτή έχει τον τρόπο της να λουλουδίζει πάλι.

 
ΟΛΟΚΑΥΤΩΜΑ
 
Τη θάλασσα πλημμύριζαν καράβια
και την στεριά κατέκλυσαν οι εχθροί,
στο διάβα τους οι Ψαριανοί ποτάμια,
σώματα ασάλευτα εδώ κι εκεί.
Ελπίδα ποια; Δεν έμειναν καμάρια.
Μήτε μάνα, μήτε νιος, μήτε παιδί.
Ελάχιστοι απόμειναν στη ράχη,
ως ήρωες να πέφτουνε στη μάχη.
 
***
 
ΓΚΟΡΦΗ Ζωή
 
Μια μέρα
 
Σαν έρθει μια μέρα
στου κόσμου την βεγγέρα,
θ’ αλλάξει όλη η γη.
μα εγώ θα σε ρωτάω 
πού πρώτα θα στολίσεις
την έρημη πνοή.
 
Ψυχρός αέρας θα ‘ρθει
αγέρωχος θα μας ‘βρει
κι εμείς θα πορευτούμε
μαζί απ’ την αρχή.
 
 
Κύματα
 
Τα κύματα χορεύουν,
λικνίζονται, παλεύουν
Μου σκίζουν την ζωή.
τρελό καλοκαιράκι
με ξέφρενο χορό
κοντά μας θ’ ακουμπήσει.
 
Μέσα μας θα δεχτούμε
 αυτό που πάει να φέρει
και τότε στην σαγήνη 
των ίδιων των κυμάτων
ολοκληρωτικά θα τυλιχτούμε.
 
***
 
ΖΑΦΕΙΡΗ Μαρίνα
 
Ποίηση 2024
 
Κανένας δεν μου γύρεψε να γράφω
Στον κόσμο που σιωπή κυριαρχεί.
Το γεγονός είναι ένα,
στη γραφή βρίσκω τον κόσμο μου.
Η ποίηση για μένα είναι
εκεί που οι σκέψεις 
χορεύουν ελεύθερα.
 
 
Ίσως
 
Νεκρική σιωπή στο δωμάτιο,
κραυγές ανείπωτες μέσα στο στόμα,
πλήρωσαν της ζωής το γραμμάτιο
και η φυλακή τους μένει στο σώμα.
Γυναίκες πνιγμένες από το μίσος
σαν σκοτεινές σκιές κι ένα «ίσως»
για τις ψυχές που απ’ την τραγωδία
έδωσαν σ΄άλλες την ελευθερία.
 
***
 
ΘΕΟΧΑΡΙΔΟΥ Άνδρεα
 
Η Μαργαρίτα
 
«Μ’ αγαπά, δεν μ’ αγαπά»
λευκά πέταλα στο χώμα
Μη.
Με πονάς.
Σταμάτα.
«Μ’ αγαπά, δεν μ’ αγαπά»
Τραβά πιο δυνατά 
να ξεριζώσει ό,τι έχει απομείνει
τέλος
πέταξε το γυμνό της σώμα 
για να μάθει να τον αγαπά
 
 
Σπίτι
 
Πάντα ένιωθε μια οικειότητα
ένας μπλε μισογκρεμισμένος φράχτης
ο κήπος άγριος, απεριποίητος
κι ο άνεμος να μπαίνει μέσα από τα σπασμένα παράθυρα
Σκονισμένες φωτογραφίες κρέμονται στον τοίχο
φαντάσματα του παρελθόντος
μια σπασμένη κορνίζα στο ξεφτισμένο χαλί
αυτό το φάντασμα κατάφερε να δραπετεύσει
Αφουγκράζεται κάτι γνώριμο
ίσως κάποτε αυτό να ήταν το σπίτι της
ίσως κάποτε να γινόταν το καταφύγιο της
και συνέχισε το δρόμο της
 
***
 
ΚΑΡΑΚΑΤΣΑΝΗΣ Τάσος

Τα όρια
 
Το σπίτι βαραίνει μουσκεμένο με μνήμες.  
Θα μπορούσαν να είναι αυτές που άφησες.
Η οροφή στάζει συναίσθημα και συννεφιά,
το δωμάτιο σκόρπιο, ρούχο ξεσκισμένο.
 
Συνεχώς επιστρέφεις, δεν αναρωτιέμαι πια γιατί
σέρνεις άηχες εικόνες γλυκά απαγορευμένες 
κάθε σου επιστροφή και σε ξεχνώ λίγο ακόμα.
Επιστροφή και λήθη όρια που τρίζουν την ύπαρξη.
 
Εσύ συνεχίζεις να επιστρέφεις, δεν αναρωτιέμαι πια γιατί,
σε σκοτεινούς λαβύρινθους και στοές,
σε τοπία φωτεινά που κρέμονται ξόμπλια, στο λευκό σου δέρμα.
Να περπατήσω σκέφτηκα να σε ξεχάσω και βγήκα,
 
Είναι πάντα αργά, ίσως καλύτερα έτσι,
χρόνος αδιάφορος δολοφονημένος, κομμένος 
σε μικρά κομμένα χαρτάκια σκορπισμένα στο μωσαϊκό της κουζίνας.
Τον πληρώνω με το ίδιο νόμισμα, αν κι ακόμη η φθορά έχει τη γεύση του.
 
Περπατώ σε γνωστούς δρόμους κι η λύτρωση βρίσκεται στο άγνωστο.
Η ψευδαίσθηση του οικείου καθώς κατηφορίζω σκληρούς δρόμους
έχω ξαναστρίψει από δω προς κατευθύνσεις άπειρες, αμετροεπείς και τόσο οικείες.
Νάσου πάλι σε αυτή τη γωνία,
 δε σε γνωρίζω πια, σε έχω ξεχάσει.
 
 
Ελπίδα
 
Μες τη βαρυχειμωνιά
κι οι ποταμοί άνυδροι, μουγκοί, χωρίς σταγόνα,
με τη γης σκασμένη,
απ’ την κακιά αρρώστια των ανθρώπων.
 
Η σιγή σ’ αυτόν τον τόπο
μουρμουρητό θανάτου,
κανείς δεν πηγαίνει ως την πηγή,
στέρεψε λένε.
 
Σκορπάν και πέφτουν
απ’ τη δίψα 
εκεί στο ξεραμένο χώμα,
μέχρι να τους ρουφήξει.
 
Σπρώξε του Προμηθέα το πυθάρι,
θα τρέξει γνώση
κι ύπαρξη
σε καρδιά παιδική.
 
***
 
ΚΑΤΣΙΑΔΑ Μαρία

Η Άνοιξη φοβάται τα τρένα
 
Άνοιξη,
Της φύσης  υπόσχεση.
Ηλιόλουστες σκέψεις παιχνιδίζουν 
Μες  στα λευκά σεντόνια της ψυχής
που χορεύουν απαλά στο δροσερό αεράκι.
Κλωνάρια φορτωμένα βλαστούς 
βιάζονται να σμίξουν ,
χυμοί ζωής τη γη να πνίξουν
κι εξωτικά κελαηδίσματα χαρά να προμηνύσουν.
Φως ξεγλιστρά στου σκοτισμένου νου  τις ρωγμές.
Άνοιξη.
Του πόνου αντιπελάργηση.
Κλωνάρια φορτωμένα βλαστούς 
Δεν πρόλαβαν να σμίξουν 
Αίμα πότισε το σπόρο 
Που αμήχανα αναδεύεται στο χώμα,
 Τι μήνυμα ζωής  τάχα μπορεί να φέρει τώρα ;
Σκέψεις μπαζωμένες στην άκρη του μυαλού
αδύναμες να ξεπλύνουν τόσες ντροπές.
Στ’ ακροδάκτυλα των ονείρων   να παίζουν παιδιά 
Κι όχι ο έρωτας.
 
 
Για τριάκοντα αργύρια 
 
Την Άνοιξη  κοκκινίζει πιο πολύ το Λαύριο.
 Στο λιμάνι σκελετοί πλούσιων συναισθηματικών εξορύξεων 
αναλογίζονται  τον πόνο των πολύτιμων μεταλλευμάτων 
όταν  αποχωρίζονταν το βάθος της  αρχέγονης καρδιάς, 
του  άπληστου  περάσματος ,
που αιώνες τώρα δε χορταίνει ήξεις αφήξεις, 
το φως δήθεν για ν’ ατενίσουν.
Απαρηγόρητη δίπλα σ ’έναν λευκό ιστό δίχως σημαία
σωστά διαβάζω επιτέλους το χρησμό:
Εν τούτω τω πολέμω  θνήξεις.
 
***
 
ΚΟΝΙΑΡΗ Βίκυ

Το φύλ(λ)ο
 
Άλικος χείμαρρος γυρίζει τον μύλο του χρόνου.
Τιμωρία προπατορική κι ευλογία.
Δύναμη που φέρνει ζωή
κι αδυναμία να σταματήσει το μαχαίρι
που ζητάει αίμα ζωντανό.
Το φύλο γίνεται φύλλο χαρτί για να γραφτεί
του κόσμου η ιστορία με κόκκινο μελάνι.
Αλαλαγμοί τρυπάνε τα τύμπανα
ενός ακήρυχτου πολέμου.
Οι απώλειες γένους θηλυκού.
Η γυναίκα κτήμα, πράμα, αλλάζει χέρια·
του πατρός, του ανδρός και τ’ αφεντικού.
Μα ο χείμαρρος φουσκώνει, γίνεται ποτάμι.
Οι ώρες αφουγκράζονται το φράγμα που ψηλώνει
για να καταπιεί αιώνες και να φτύσει στιγμές.
 
Για την κάθε Καρυστιανού
 
Στην κοιλάδα καπνίζει ακόμη
η πυρά που έλιωσε λαμαρίνες και κορμιά.
Ξυπόλυτη περπατάς, αναστενάρισσα σε λιτανεία,
για να ξορκίσεις την αχρείαστη θυσία
άπλερων σωμάτων σ’ έναν χάρτινο θεό.
 
Οι πατούσες σου ζέχνουν πύον και πόνο,
ο λυγμός σου αντηχεί μέσα στο φαράγγι.
Τα πουλιά σίγησαν·
είναι βλαστήμια το τραγούδι μέσα στο μοιρολόι.
 
Τα μπαζωμένα συντρίμμια
στοιχειώνουν τα όνειρα των ζωντανών.
Κι εσύ, μάνα – μαινάδα,
γυρεύεις να κλείσεις τους λογαριασμούς με τον Xάρο.
Με νύχια ματωμένα σκάβεις να ξεθάψεις
τη νέμεση που θ’ αναστήσει την Άνοιξη.
 
Κι εγώ μόνο να ζωγραφίσω μπορώ
την οδύνη με τ’ όνομά μου
και να ξύσω με γραφίδα τη μάκα
που ’χει πετρώσει στο άγαλμα της Θέμιδας.
 
***
 
ΛΙΟΥΜΠΑ Άννυ
 
Ωδή στη μητέρα
 
Σα βάλσαμο γλυκό τα δυο της μάτια
Χαμένη στα πιο βαθιά τα υπόγεια
Διώχνει μακριά τα μαύρα δάκρυα
Από του κόσμου τα πύρινα λόγια
Χαϊδεύει της ψυχής μου τ’ αγκάθια
Πόσο μικρά φαντάζουν τα εμπόδια
Το πρώτο φως αυτής μου της ζωής
Άρνηση της τελευταίας της πνοής.
 
Μεταξύ αρχής και τέλους
 
Σαν δουν τα μάτια σου το φως της ζωής
Αντίκρυ σε κοιτούν δυο άλλα μάτια
Γνώριμα, οικεία, τρυφερά.
Σε κάθε εμπόδιο αυτήν είναι η γέφυρα
Στα πύρινα λόγια το γάργαρο νερό
Αγαλλίαση και μακαριότητα της ψυχής 
Μα πως να δεχτείς το αιώνιο αντίο;
 
Ο χρόνος
 
Ο χρόνος αδίστακτος φεύγει πάντα μακριά
Με φωτός ταχύτητα τ’ αφήνει όλα πίσω
Σκληρός στο πέρασμά του,
μα και λυτρωτικός
Είναι ο φίλος και ο χειρότερος εχθρός.
Μα σαν μαζί του πορευτείς
Το αίνιγμα έχεις λύσει.
 
**
 
ΜΑΡΜΑΡΙΔΟΥ Φρειδερίκη
 
Νιότη
 
Θέρος ανώριμο, ήταν εκείνο το παλιό.
Πετούσαμε χαρταετό μας φτώχιας,
σε στάχυα κίτρινα, παχιά.
Ημέρες αυγουστιάτικες
και εγώ μήτε σκεφτόμουν.
Ούτε αναλογιζόμουν ή αναπολούσα.
Μόνο το ¨σήμερα¨ μας έτρεφε
που ήταν πιο χορτάτο από μας μάνας το ψωμί.
Μα το ψωμί μας μάνας
πάντα μας έφερνε ζωή
και εγώ τώρα το πεθυμώ.
 
 
Θαλασσινή καρδιά
 
Κείνο το σπίτι στη θάλασσα,
άδειο έμοιαζε από τους τοίχους του.
Γενιές, γενιές και αν σκέπασε,
σαν το δικό μου δεν θα βρεις.
Θαλασσινό και αυτό,
δίπλα στα αλμυρίκια.
Στο δίνω τόσο απλόχερα,
μόνο το μέσα του πότιζε.
Μη το σαράκι βουλιάξει τα θεμέλια
και γίνω και εγώ σαν το σπίτι,
κείνο στη θάλασσα, χωρίς τοίχους.
 
***
 
ΜΗΝΙΩΤΗ Κωνσταντίνα
 
ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ
 
Βαρύ έπεσε το σκοτάδι
μέσα στης λησμονιάς τον φόβο.
Οι σκέψεις κούρνιασαν φοβισμένες 
στην άκρη του μυαλού, δίνοντας
τόπο στη λήθη…
Είναι προτιμότερο να μη θυμάσαι
παρά να κείτεσαι σε οδυνηρές αναμνήσεις!
 
Κι όμως, παρά τον πόνο
δεν μπορείς να σβήσεις ένα κομμάτι σου,
ένα μέρος απ’ το παρελθόν σου,
όσο μικρό ή μεγάλο κι αν είναι…
γιατί απλά είναι κάτι από σένα, κάτι δικό σου.
 
Μη γυρίζεις την πλάτη στις αναμνήσεις
δεν σε κυνηγούν∙ σε συντροφεύουν.
Κάνεις λάθος αν θαρρείς πως σε πονούν∙
αυτές πληγώνονται περισσότερο 
που τις αρνείσαι…
 
Ξεδίπλωσε λοιπόν το μυαλό σου
και άσε τη ψυχή να γίνει καταφύγιο
σ’ αυτό που κάποτε ήταν μέρος της ζωής σου! 
 
«Πάρε με , παιδί μου, όταν φτάσεις»
28.02.23 – 28.02.24
 
Λέξεις βουβές
αισθήματα νεκρά
ο πόνος καίει τα σωθικά.
 
Αρχαία τραγωδία
αδιανόητο δράμα
ποιος αφουγκράζεται το κλάμα;
 
Εικόνες θανάτου
ανείπωτες εκφράσεις
«πάρε με , παιδί μου, όταν φτάσεις».
 
Τελείωσε μάνα
ταξίδι τώρα πάω∙
ζακέτα μου είπες να φοράω.
 
Βλέπω αστέρια
56 με εμένα∙
κόκκινο χρώμα είναι βαμμένα.
 
Σφύριγμα τρένου
«αντίο» φωνάζει
της μάνας τη ζωή ρημάζει.
 
***
 
ΜΙΜΗΣ Αντώνης

Έκδυση
 
Τα πρωινά αλλάζω σεντόνια
όπως δέρμα τα ερπετά
πιάνω τη μια άκρη βίαια
και τραβώ με δύναμη
να χαθούν τα αισθήματα
τα δίχως ανταπόκριση
Ύστερα πιάνω την άλλη διστακτικά
στη γωνιά αυτή κρύβονται
δικά μου ολισθήματα
ένα χάιδεμα, λόγια τρυφερά
και τραβώ με δύναμη
να βγει λευκή σάρκα.
 
Μαξιλάρια δεν αλλάζω
κάπου πρέπει να ακουμπώ
τις σκέψεις μου
 
Απλώνω τα σεντόνια στο κενό
μεταξύ λέξεων και πράξεων
να τα κρατάνε μανταλάκια
έτοιμα να λυγίσουν 
στο πρώτο αγέρι
Κάθε βράδυ τα ίδια σεντόνια
τυλίγουν το κρεβάτι
και όταν τα μάτια κλείνουν
οι εφιάλτες έρχονται
ξανά.
 
 
Ρίζες
 
Ζητάμε να βρούμε μια θέση
να ριζώσουμε εκεί για πάντα
Τα κλαδιά μας να χαϊδεύουν 
με τον πρώτο νοτιά
πρόσωπα
Τα φύλλα μας να αγγίζουν 
με τα πρώτα μελτέμια
θάλασσα
Και όσο περνά ο καιρός
τόσο οι ρίζες να βαθαίνουν
στο έδαφος της ζωής
που σπείραμε παρέα
Και όταν φθάσει η καταιγίδα
να σταθούμε αγέρωχοι
σαν κορμί πεύκου
σαν κορμός ανθρώπου
εμπρός της.
Ζητάμε να βρούμε μια θέση
να ριζώσουμε εκεί για πάντα
 
***
 
ΜΟΝΟΓΙΟΥ Δέσποινα
 
ΣΤΑΧΤΗ 
 
Ήλιος σκοτεινός σε ακαθόριστο σχήμα 
Κάποια κουφάρια καπνίζουν ακόμα και η γη
αναβλύζει πράσινο αίμα 
Τρομαγμένα έρχονται πια τα καλοκαίρια 
στης πλάσης τούτη τη μεριά που μας φύτρωσε
Και οι χειμώνες ανακουφισμένοι φεύγουν
-φτηνά τη γλύτωσαν και φέτος
Ο Αύγουστος δεν μυρίζει ευωδιές, παρά μόνο                                                    
των ψευδαισθήσεών μας τον θάνατο.
Ένα ελάφι μονάχο του κλαίει.
Τους νεκρούς συλλογιούνται οι Κυριακές.
 
Ο ένας για τον άλλον
ό,τι σώσουν οι τσέπες που 
δεν έχουν κέρμα
 
Στα κανάλια οι ρεπόρτερ τραγουδάνε:
Ποιος τον ήλιο έσβησε; 
Πώς τρελαίνονται οι καιροί. 

 
ΥΠΟΣΧΕΣΕΙΣ 
 
Από κάλπικα Θα ζωή μικρή
περιμένει προσδοκά παρασύρεται
σάπιο κρεμμύδι στο τραπέζι
ξεγυμνώνεται 
σαστίζει
ένα ρήμα στην επανάληψη επάνω 
ντρέπεται, κρύβεται
«θα επανορθώσω»
του φιλότιμου τα καθάρια νερά χωλαίνουν 
Όλοι οι όρκοι στον άνεμο σκόνη 
σκοτάδι πέφτει της προσμονής την ώρα
μετέωρος χρόνος, δυσφορία, αναστάτωση
Μια άνοιξη 
Ποια άνοιξη σημαντική μας πρέπει.