στους εκλεκτούς των Παπαδήμου & ΜΜΕ, κ.κ. Βορίδη, Γεωργιάδη, Καρατζαφέρη, αφιερωμένο εξαιρετικά
(γιατί στη δημοκρατία υπάρχουν αδιέξοδα)
Γιατί ενώ οι νέοι της ομάδας Πραγματική Δημοκρατία, Τώρα! διεκδικούν απ’ το Βερολίνο το δικαίωμα του ελληνικού λαού να εκφραστεί ελεύθερα, εμείς για άλλη μια φορά σκύβουμε το κεφάλι και ανεχόμαστε το ατιμωτικό καθεστώς που επιχειρεί να μας δέσει εσαεί υπόδικους στις γαλέρες του αγγλικού δικαίου. Δεν είναι άλλωστε η πρώτη φορά που τα δίκαια των αδίκων αδικούν γενιές, λαούς κι ανθρώπους.
Κι επειδή δε ζει ο Μπρεχτ, ανέλαβε ο Τσίμας να μας εξηγήσει την παράσταση «Ο καλός άνθρωπος του Σε Τσουάν», που παίζεται με πρωταγωνιστή τον Λουκά Παπαδήμο. Ο άξιος τεχνοκράτης που βιάζεται να ολοκληρώσει το (νέο) του έργο: την υπογραφή άλλης μια δανειακής σύμβασης, και των (νέων) παρεπομένων της. Χέρι με χέρι, όπως γίνεται στις ταινίες με τις συμμορίες: από τη μια θα εκχωρούνται και τα τελευταία κοινωνικά και εργασιακά δικαιώματα κι από την άλλη θα εισπράττουν τα λύτρα. (Γι’ αυτό σκέφτονται να κάνουν –αν κάνουν εκλογές– το Πάσχα. Για να ’ναι επίκαιροι). Θ’ αγοράσουν μάλιστα με τ’ αργύρια και τον αγρόν του κεραμέως για να μας θάψουν, εκεί όπου οι Αρχιερείς έθαβαν τους φτωχούς και τα πτώματα των λιμών.
Ανάμεσα στους νόμους της «αναγκαιότητας», όπως μας την ορίζει η λογική τους, και στη συναίσθηση της πραγματικής ελευθερίας που εκφράζει όμως την ουσία της ζωής, όπως τη διατύπωνε ο Τολστόι στο τέλος του «Πόλεμος και ειρήνη», και ο Άρης Αλεξάνδρου στο γράμμα του (19.5.1974) απ’ το Παρίσι, που ξεκίνησα να αντιγράφω την προηγούμενη Κυριακή, η ατομική ουτοπία φαίνεται πως αποτελεί τη μόνη διέξοδο στη διαφαινόμενη ακινησία. Ως τότε ας παρακολουθήσουμε τη συνέχεια της δίχως αναπνοή-αφήγησης του Αλεξάνδρου, από τη Μακρόνησο του 1949.
…Και άκουγα τα ουρλιαχτά των βασανιζόμενων και είχα την εντύπωση πως το παρακάνουν, πως οι κραυγές τους δεν αντιστοιχούν επακριβώς στον πόνο, λες και θέλανε να δείξουν πως πονάνε περισσότερο απ’ ότι πράγματι πονούσαν, ελπίζοντας έτσι να προκαλέσουν τον οίκτο των βασανιστών τους μα εκείνοι προσπαθούσαν να ουρλιάξουν ακόμα περισσότερο, βρίζοντας όσο χυδαιότερα μπορούσαν και σήκωναν όσο περισσότερο μπορούσαν τα ρόπαλα, να διαγράψουν μια όσο το δυνατόν μεγαλύτερη καμπύλη και να πέσουν έτσι με όσο το δυνατόν μεγαλύτερη δύναμη πάνω στα κόκκαλα («θα υπογράψετε παλιοπούστηδες, τι είμαστε εμείς, πουτάνες είμαστε που υπογράψαμε;») φωνάζοντας και χτυπώντας για να δει ο αξιωματικός (ανανήψας κι αυτός) με πόσο ζήλο εκτελούν το καθήκον τους και μόνο δυο τρεις χτυπάγανε με λιγότερη δύναμη, όπως μου φάνηκε, ίσως γιατί ήταν κουρασμένοι, ίσως γιατί δεν είχαν μάθει ακόμα το νέο τους επάγγελμα και θυμάμαι πως την ώρα εκεί νη μου πέρασε η σκέψη πως πριν από 100 χρόνια ακριβώς (το 1849) ο Ντοστογιέφσκι είχε βρεθεί σε παρόμοια εξάδα και είχε δει να δένουν τους συντρόφους του στους πασσάλους για να τους τουφεκίσουν (σκηνοθετημένα όλα αυτά όπως αποδείχτηκε) μα εδώ δεν επρόκειτο βέβαια για σκηνοθεσία και η ψυχρή μου λογική (ξέχασα να σημειώσω ότι παρακολουθούσα τον βασανισμό σαν ψύχραιμος παρατηρητής) μου υπέβαλε τη σκέψη πως δεν θα το αντέξω (όχι τον πόνο, αν χτυπάγανε με κνούτο θα το άντεχα, σκεφτόμουνα τότε και το σκέφτομαι ακόμα, έστω κι αν μου οργώνανε τις σάρκες μου στην πλάτη κι ας γινόντουσαν κιμάς οι σάρκες), μα τα σπασμένα κόκκαλα, το σακάτεμα εφ’ όρου ζωής δε θα το άντεχα, δε θα δεχόμουνα να το ρισκάρω (είχα ακούσει και είδα αργότερα σακάτες, με σπασμένα χέρια και πόδια, είδα κατάκοιτους στα ατομικά αντίσκηνα, είδα τρελούς) κ’ έτσι, όταν πέρασαν δυο εξάδες ακόμα (ο σωφρονισμός της κάθε εξάδας δεν κράταγε και πολύ, 5 με 7 λεφτά υπολογίζω κι ούτε θυμάμαι πόσοι υπέκυψαν και πόσοι άντεξαν εκείνη την πρώτη φορά, οι αλφαμίτες δεν βιαζόντουσαν, κάνανε ένα πρώτο κοσκίνισμα, είχαν όλον τον καιρό μπροστά τους) όταν έφτασε η σειρά της εξάδας μου, προχώρησα πεντέξη βήματα προς τα δεξιά, έφτασα στο τραπέζι με τις έντυπες δηλώσεις (ο αλφαμίτης που καθότανε μπροστά στο τραπέζι μου χαμογέλασε φιλικά και βιάστηκε να μου δώσει το μολύβι και το χαρτί, υποδείχνοντάς μου πού ακριβώς έπρεπε να υπογράψω) και πήρα τη δήλωση, τη διάβασα προσεχτικά και υπέγραψα φαρδιά-πλατιά και ευανάγνωστα, με το πραγματικό μου όνομα (δεν ξέρω τι θα ’κανα, μα μου φαίνεται πως αν μου ζητάγανε να αποκηρύξω τα ποιήματά μου θα αντιστεκόμουνα περισσότερο) αργότερα όμως δεν έγραψα επιστολές στις εφημερίδες ή στον ιερέα του χωριού, να τις διαβάσει από άμβωνος την Κυριακή κι ούτε ζήτησα απ’ τους συντάκτες των Γραφείων Ηθικής Αγωγής να μου γράψουνε την ομιλία μου (οι ομιλίες είχαν καταντήσει στερεότυπες και είχαμε πια βαρεθεί να τις ακούμε απ’ τα μεγάφωνα και σπάνια διασκεδάζαμε, όπως λόγου χάρη τότε που ακούσαμε κάποιον να λέει ότι ανέβλεψε μόλις πέρασε την πύλη, ενώ ήτανε γνωστό ότι ι αλφαμίτες του είχανε βγάλει το δεξί του μάτι και είχε μείνει μονόφθαλμος και κάγχασε όλο το στρατόπεδο και γελάγανε ως και οι αλφαμίτες)…
ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ…