Παυλίδη Αλέκα | δύο ποιήματα

In Λογοτεχνία, Ποίηση by mandragoras

 


ο έρωτας σκοτώνεται

μέσα στην μαύρη κάντιλακ τον βλέπω, γύρω μου γυρνά, αργά, αργά..
σαν τον πάνθηρα που παραμονεύει στο θήραμα να χιμήξει μόλις ζυγιάσει την διαφορά.
η γούνα του γυαλιστερή, τα μάτια πράσινα με απειλούν και μυρμήγκια σκαρφαλώνουν
στην σπονδυλική μου στήλη. δεν ξέρω αν πρέπει να φύγω ή να αναμένω τα νύχια του στο δέρμα
μου να χαράξουν πορεία μονόδρομη και περιμένω. μόλις νυχτώσει ακούω τα βήματα νιώθω τα
μουστάκια του στην γάμπα μου. και μπάμ! σκοτώνεται. τα νύχια του με γδέρνουν ικετευτικά και
εγώ τον χαιρετώ με ένα χάδι.

τον είδα πάλι στην Αναξαγόρα. φορούσε καπέλο και τιράντες. έπαιζε κιθάρα και κάπνιζε.
χαμογελούσε και τραγούδαγε, μελωδίες χνουδωτές, ξυπόλητος μποέμ πρίγκηπας.
μου χάρισε μια χορδή, την φόρεσα τσόκερ. έκανε να έρθει κοντά μου.
και μπάμ! σκοτώνεται. του έστειλα ένα φιλί στον αέρα που έπιασε με χαρά μωρού
που αγγίζει κουδουνίστρα.

άλλοτε πάλι την είδα στο μετρό, στάση πανόρμου μπήκε, έχοντας στα χέρια της χρώματα ακρυλικά.
καμβά κρατούσε λευκό και με τα μωβ μάτια της με κοίταξε. τα μαλλιά της μύριζαν αλάτι και τα
τακούνια της έκαιγαν το δάπεδο. τακ, τακ ο χτύπος της καρδιάς της στα μηνίγγια μου. μου μέτρησε
την μέση με τον δείκτη της. μου έβαψε κόκκινο το μάγουλο, κατέβηκε στον κεραμικό.
και μπάμ! σκοτώθηκα.



Αριζόνα -Διεθνής

Σε αυτόν τον διεθνή πορεύομαι εδώ και χρόνια.
Η βενζίνη μου δεν τελείωσε ακόμα.
Από το μισάνοιχτο τζάμι μου φυσάω τον καπνό.

Δεξιά και αριστερά μου, καστανόχωμα με κάκτους.
Μπροστά μου μπλε δρόμος με διαχωριστική γραμμή.
Στον καθρέφτη μου το πίσω κάθισμα κενό.

Το ράδιο μου χάλασε και τραγουδάω μόνη.
Δεν ξέρω αν είμαι ελεύθερη.
Ίσως είμαι ένα πιόνι.

Τις νύχτες οδηγώ, δεν ψάχνω για μοτέλ.
Χαμογελώ άγρυπνη.
Αφουγκράζομαι την φεγγαρόσκονη,

Ταμπέλες μετρώ, χτυπώ τα δάκτυλά μου
ρυθμικά στο νωπό τιμόνι.
Αυτή η ευθεία με πληγώνει.

Κατεβάζω τον καθρέφτη,
πως να πιστέψω αυτόν τον ψεύτη.
Τα μάτια μου δεν βλέπω ποτέ.

Βλέπω τα δικά του, της μαμάς,
της Έφης και της Ρίτας.
Του γάτου μου, τα κίτρινα,
του σκύλου μου τον πόνο.

Αυτό το σύμπαν σώπασε.
Μόνο το αμάξι μου κινείται.
Ασταμάτητα και απρόσκοπτα,
δεν ξέρω γιατί δεν παραιτείται.

Στην άκρη της ερημιάς την είδα
Ξυπόλητη έκανε ωτοστόπ.
Σταμάτησα, σκέφτηκα δεν θα χει πατρίδα.

Την κοίταξα από τον καθρέφτη.
Είχε τα μάτια μου.
Με ρώτησε ήσυχα.
“Το Λας Βέγκας πόσο μακριά πέφτει.”