Πασχάλης Κατσίκας, Ρετάλια, Ποίηση, εκδ. Γράφημα, Θεσσαλονίκη 2020, σε.61.

In Κριτική, Λογοτεχνία by mandragoras

 

Ο μόδιστρος

Με επιδέξια χέρια
ξετυλίγει τόπια ύφασμα
κόβει ολόισια τις αναμνήσεις
πετάει τα παλιά του υπογείου
που ’ναι φτηνότερα
εδώ και χρόνια μουχλιασμένα

Μου ράβει σάβανα
απ’ του ισογείου
να είναι σίγουρος
πως όσοι έρθουν
για τον τελευταίο ασπασμό
θα με θυμούνται αγέραστο.


Μην φοβάσαι το Ωμέγα…

 …θα έβαζα ως τίτλο της συλλογής. Άλλωστε ο άξονας ζωής [και προεξάρχοντος θανάτου] δηλαδή το δίπολο αρχή-τέλος, Α και Ω, είναι η βασική παράμετρο της ποίησής του.

Ένας άλλος/ολόκληρος κόσμος του χθες με το παρελθόν να βαραίνει πάνω στο σκηνικό φορτίο/φορείο, λες, ολόκληρης ζωής. Διάλογος με όσα κυρίως συνέβησαν για να γραφτούν σήμερα –ώριμα πια– σε ποιητικό στίχο. Σίγουρα δεν είναι «ρετάλια» τα ποιήματα της 2ης συλλογής του Πασχάλη Κατσίκα. Είναι πολλές λέξεις/φράσεις/στίχοι που ρέουν για να διαβαστούν με ενδιαφέρον από τον αναγνώστη.

Τα εργαλεία του παλιά και σύγχρονα μπλέκονται μέσα σε μια νεκρή φύση γεμάτη εικόνες και μνήμες. Από τον Ιππόλυτο του Ευριπίδη, τον βασιλιά Αρθούρο του Κάμελοτ, τον συνονόματο Ρεμπώ και τον σύγχρονο Νταλάρα έως τον Ντον Τζοβάννι του Τίρσο δε Μολίνα με την περίφημη φράση του οποίου «Θα το πιστέψω όταν το δω» κλείνει το ποίημά του «Στο Άδη είδα πουλιά», όλα και όλοι δένονται ποιητικά σε στίχους.

Οι οικείοι κι ο τόπος του με τις κερασιές, τις βυσσινιές, τα παζάρια βρίσκουν πρόσφορο και φιλόξενο έδαφος στο βιβλίο: Απόκοσμες γάτες στο μπαλκόνι/ κίτρινα βλέμματα/ κοιτούν πίσω απ’ το τζάμι/ κατεβάζω αποτυχημένα τα στόρια/ περνούν μέσα από την ύλη/ φουντώνει το τρίχωμα, πηδώντας/ χώνουν τα νύχια στο κεφάλι// Ο νεκρός μου πατέρας/ με ξυπνά πριν έρθει η σειρά μου. [«Εφιάλτες»]. Στην ίδια κατεύθυνση και η «Οικογενειακή φωτογραφία», «Μνημόσυνο», αλλά και  «Η κερασιά», «Οι βυσσινιές», ’Στο παζάρι της Ξάνθης», το «Βρέχει» ή το «Φιλμ νουάρ».

Εικόνες εικόνες εικόνες απώλειες απώλειες απώλειες… Κι όλα να στήνονται ποιητικά και να ιστορούνται σαν παραμύθι. Ασφαλώς θα εξελιχθεί η δουλειά του Πασχάλη Κατσίκα. Για την ώρα θα έλεγα πως ένα τελικό ξανακοίταγμα της συλλογής θα βοηθούσε ώστε να παραληφθούν κάποια ίσως περιττά άρθρα και προσωπικές αντωνυμίες, ίσως 4-5 στίχοι που θα έκαναν τα ποιήματα πιο δυναμικά [π.χ. οι 4 τελευταίοι της σελ. 16 ή οι 2 πρώτες στροφές της σελ. 19], ένας επανέλεγχος σε μερικούς στίχους του μέτρου και του ρυθμού ώστε να εξασφαλιστεί η απρόσκοπτη μουσικότητα του ποιήματος. Το ποίημα «Σουπιά» είναι ένα θαυμαστό δείγμα οικονομίας και ποιητικής ουσίας.

Μια παρατήρηση στο κασέ: συνήθως στην ποίηση τα περιεχόμενα μπαίνουν στο τέλος σε αντίθεση με τα περιεχόμενα στο δοκίμιο ή στην πεζογραφία που προηγούνται. Κι αξίζει να κλείνουμε το βιβλίο με ένα φύλλο λευκό.


                                                                                                    Κώστας Κρεμμύδας