Γιάννης Πανούσης, Οροθέσιον ή Υπερόριον, Ποιήματα, Απρίλιος 2022, εκδ. Ι. Σιδέρης, σελ. 165
Εμείς του σπαταλημένου χρόνου οι εκδρομείς ή:
Στην έρημο του αντικατοπτρισμού με χαλασμένη πυξίδα
…ενώ γύρω μου πληθαίνουν γεράκια και κοράκια
που έχουν μυριστεί την άσαρκη μοναξιά μου
και σκίζουν κάθετα τον ορίζοντα
για να σκύψουν και να δουν
ποια είναι η καλύτερη στιγμή
να μου αρπάξουν τις δυο τελευταίες σταγόνες
που, εν αγνοία μου, κύλησαν
από το διψασμένο στόμα μου
κι έχουν κουρνιάσει πάνω στο γυμνό μου στήθος
κατά το μέρος της καρδιάς.
Οροθέσιον, οροθέτης οτιδήποτε χρησιμεύει για τον καθορισμό συνόρων, ορόσημο. Υπερόριον το πέρα από τα σύνορα, από τα όρια. (Νομικός όρος): εξαναγκασμός ατόμου σε απομάκρυνση πέρα από τα όρια του κράτους που διαμένει. Θηλ. υπερορία = απέλαση, εξορία.
Δεύτερη ποιητική συλλογή, μετά το συλλογικό Ποιήματα 4Χ4 [που περιλαμβάνονται σε ξεχωριστή ενότητα στην παρούσα έκδοση (σελ. 127-158)], που φέρει το όνομά του καθώς οι πρώτες 4 κυκλοφόρησαν με το φιλ. ψευδώνυμο Γιάννης Απαρθινός. Επιθετική γραφή βλ. «Ουδείς έτερος». Το σημειώνει κι ο ίδιος στον πρόλογο ότι «δεν φιλοδοξεί να μεταπλάσει τη hard πραγματικότητα σε soft στίχους». Δεν λέω πολιτική γραφή καθώς η τέχνη είναι πράξη πολιτική. Και αυτονοήτως ένα πολιτικό ον προχωρά σε κοινωνικές διαπιστώσεις αναλύσεις κριτική.
«Ευτυχώς/ ουδείς κριτικός/ αναγνώρισε δημοσίως/ το ποιητικό μου ταλέντο/ Κι έτσι μπόρεσα να γράφω τους στίχους μου/ δίχως να μ’ επηρεάζουν σε τίποτα/ οι ανούσιες αναλύσεις ορισμένων…» γράφει στο ποίημα «Αντιποιητική κριτική». Να βεβαιώσω πάντως τον Γ.Π. πως σε κανέναν βαθμό δεν επηρεάζει και ουδόλως ωφελεί κανέναν, μήτε και την κυκλοφορία του βιβλίου, η όποια αναφορά κριτικού κειμένου. Στην εποχή των παράλληλων μονολόγων ουδείς ασχολείται. Ματαιοπονούν κι όσοι να εξασφαλίσουν κριτικά σημειώματα που συλλέγονται ως παράσημα αλλά είναι εξίσου άχρηστα αμφότερα. Κι αυτό που επιχειρώ σήμερα εδώ είναι μια de profundis φιλική αναφορά, για να μη γίνει παρεξήγηση/ κι εξήγηση δεν δόθηκε μήτε θα δοθεί, καθώς έχουμε δυστυχώς πολύ καιρό να ανταμώσουμε.
«Πάντοτε αναρωτιόμουν αν η Ποίηση [πρέπει να θέτει όρια ή [οφείλει να] κινείται πέραν των ορίων [λογο-τεχνικών, ιδεο-λογικών ή και ηθο-πλαστικών].Απάντηση δεν έχω δώσει ακόμα. Σε κάθε περίπτωση και ανεξάρτητα από το τι πιστεύουν οι ποιητές και οι αναγνώστες επί του θέματος, η νέα μου ποιητική συλλογή δεν φιλοδοξεί να μεταπλάσει το βίωμα και την εμπειρία σε ψευδαισθήσεις/παραισθήσεις της μετάλλαξης της hard πραγματικότητας σε soft στίχους», σημειώνει στο εισαγωγικό του κείμενο ο Γ.Π.
Μεγάλο μέρος του βιβλίου περιέχει ποιήματα ποιητικής. Ο Γιάννης Πανούσης διερωτάται ως ανήσυχος δημιουργός για το έργο του, για την απήχηση της ποίησής του κι αυτό είναι πολύ σημαντικό για ένα έργο. Η μοναξιά παρούσα παρά το πλήθος των δημοσιεύσεων του πολυγραφότατου Γ.Π. Ή μήπως εξ αιτίας της; Ένα είδος αυτογνωσίας (εκεί μόνο θα δεις το πραγματικό σου πρόσωπο./ Αν μπορείς να το αντέξεις), απολογισμού ζωής (βλ. «Απολογισμός») και προετοιμασίας για το επέκεινα: Θέλω να κάνω ένα εμβόλιο/ που θ’ αρχίσει να δρα/ δέκα λεπτά μετά το θάνατό μου,/ ώστε να μην πάρω μαζί μου/ και στον άλλο κόσμο/ τις ψεύτικες αγάπες/ του άσπονδους φίλους/ τις απραγματοποίητες υποσχέσεις των άλλων/ και τους δικούς μου νεανικούς όρκους/ αιώνιας πίστης.
Με τη συλλογή-εξομολόγηση αυτή σαν να θέλει να απαλλαγεί από τις ματαιοδοξίες της ποίησης, να κλείσει τις εκκρεμότητες των γραπτών του και από συγγραφέας εσωτερικού χώρου [αναγκαστικά] να μετατραπεί σε εξωστρεφές άτομο αναζητώντας τη χαμένη αθωότητα και επαναδιατυπώνοντας εξ αρχής τις ανεξίτηλες αξίες του βίου: το γέλιο ενός παιδιού, το κλάμα μιας μάνας, έναν ουρανό, τ’ άστρα που πολεμούσαν ν’ ανοίξουν τις πύλες του Σύμπαντος, στο πάθος της ζωής καθεαυτής: Στις στροφές,/ ακόμα και τις πιο επικίνδυνες,/ κρύβεται το πάθος/ Αρκεί να μην αφήνεις ποτέ το τιμόνι/ για να θαυμάσεις το φεγγάρι… Έντονη υπαρξιακά θεμελιωμένη γραφή. Παρά τις απογοητεύσεις η ελπίδα μιας καλύτερης μέρας υπάρχει έκδηλη σε πολλά ποιήματα:
Απ-αισιόδοξο;
Ένα ποτήρι νερό μισοάδειο.
Ένα ποτήρι κρασί μισογεμάτο.
Ένα ποτήρι γεμάτο φαρμάκι
αδειάζει όλο σου το είναι
χωρίς κανείς να ενδιαφέρεται
για το αισιόδοξο ή απαισιόδοξο
μήνυμα του θανάτου σου.
Δυναμικές συνέχειες εύχομαι Γιάννη Πανούση. Με το βλέμμα πάντα στο φεγγαρόφωτο κι ας ανεβάζεις ταχύτητα στις στροφές. Κι οι σούζες κομμάτι της ζωή μας είναι.
***
Στράτος Κοσσιώρης, Η μόνη αθανασία, Ποιήματα 2006-2021, εκδ. Οδός Πανός, Αθήνα 2021, σελ. 96
Αντί για προσευχή ενός λεπτού σιγή
Το ξεθωριασμένο πόστερ
μιας παλιάς ντίβας
το μόνο που απόμεινε
σαν ενθύμιο εκείνης της εποχής.
Δεν ξέρω αν χρειάζεται συγκεντρωτική έκδοση ένας σαραντάχρονος. Ας μείνει και κάτι να αιωρείται και να αναζητηθεί. Άλλωστε μετά από κάποιον καιρό αναθεωρούμε και αναθεωρούνται τόσα… Ακόμη και ποιήματα. Εκτός κι αν δεν προλαβαίναμε, όπως έγινε με τον Ρεμπώ στα 37 του. Και χωρίς συγκεντρωτική έμεινε στην ιστορία. Το λέω γιατί χρειάζεται μέτρο. Έχω άπειρα παραδείγματα νέων ποιητών που μολονότι υπάρχουν 200-300 αδιάθετα βιβλία τους, καθώς κανείς δεν ζήτησε ούτε ένα, προχώρησαν θριαμβευτικά [και ανήγγειλαν δημοσία] …στη β’ έκδοση! Έχω ονόματα.
Το βιβλίο, για να επανέλθω, περιλαμβάνει τις προηγούμενες συλλογές Ύστατος καπνός (2010) και Τα κάρβουνα (2014) που έρχονται να συμπληρώσουν ως νεώτερη συμβολή τα Ακόμα λίγα κάρβουνα και Η μόνη αθανασία. Παρατήρηση: οι τίτλοι βιβλίων κάθε είδους γράφονται με πλάγια γράμματα και δίχως εισαγωγικά. Τα επί μέρους, μεμονωμένα ποιήματα, άρθρα, διηγήματα, δοκίμια κλπ μπαίνουν όρθια και σε εισαγωγικά.
Η αγωνία της μοναξιάς, το αποκούμπι της ποίησης μέσα από λέξεις νάρκες που δεν εκρήγνυνται καθώς ακόμα έχουν καιρό μπροστά τους. Προσεγμένη κι ευαίσθητη γραφή (βλ. «Για ένα ξεροκόμματο»). Ανάγκη ξελαφρώματος για να ξεχωρίσουν τα σημαντικά. Ανάγκη για προσεκτικότερους συμβολισμούς: δεν είναι κατ’ ανάγκη «χαμαιτυπεία» (η λέξη επανέρχεται στο βιβλίο) οι οίκοι ανοχής-μπορντέλα. Κάπως αφηγηματικά μερικά ποιήματα. Με ξενίζει η λέξη «αμαρτωλότητα». Λυρισμός και θάνατος. Ίσως να χρειαζόταν συμπύκνωση σε ένα-δυο ποιήματα όπως και όλες οι παραπλήσιες αναφορές στα πορνεία του Μεταξουργείου και της Φυλής θα μπορούσαν να συγκεντρωθούν σε ένα ποίημα. Ναρκαλιευτής ο ποιητής, το ποίημα ναρκοπέδιο: «το ποίημα/ έδαφος/ θανατηφόρο.» Πιο ολοκληρωμένη η τελευταία συλλογή. Υπάρχει υλικό χρειάζεται υπομονή και διευθέτηση.
***
Σαπφώ Σούτσου, Μάρτης αγνώστου μήνα, Ποίηση, εκδ. Εκάτη, Αθήνα 2021, σελ. 46
Κι ανάμεσα οι χορτοφάγοι στίχοι
Βρήκα φρούτα στο ενυδρείο
και σου ετοίμασα ένα ποίημα
Χορεύουμε;
Πρώτη ποιητική συλλογή της Σαπφούς Σούτσου (γ. Αθήνα 1993) που σπούδασε σε Αθήνα, Παρίσι, Δουβλίνο. Φρέσκια ματιά ζωντανή γλώσσα με γάτες, κεράσια, βύσσινο, κυδώνια, τσίτες, πουλιά, πολλά πτηνά, και φάλαινες. Σημεία της φύσης, πολύ πανίδα και λιγότερη χλωρίδα μέσα στα ποιήματα. Πρόσχαρη με χιούμορ προσπαθεί να συνθέσει λογοπαίγνια-στίχους κάποτε με επιτυχία. Ίσως γίνεται κατάχρηση: γράμματα/ ράμματα, ηδονικά/ κυδωνικά [μάλλον αδόκιμο], ούριος άνεμος/ Σκίουρος άνεμος, πρώτη φορά στα χρονικά/ στα αχρονικά [αδόκιμο επίσης], ψυχική κατάσταση/ ψυχική ακαταστασία, πανσές/ pensées/ η κόρη των οφθαλμών/ Η Μήδεια έφαγε το δεξί χέρι της κόρης των οφθαλμών της/ έχω τρέξει μακριά τους/ έχω βρέξει μακριά τους…
Παρηχήσεις που μάλλον δεν τις συνδέει νήμα, όπως άλλωστε παραδέχεται και η Σ.Σ.: κρασί, κραδασμός, κράτος, κράμβη (το λάχανο). «Υπάρχει άραγε νόημα σε όλα αυτά τα κρα;» (σελ. 14). Όντως. Η ποίηση έχει λογική κι ακρίβεια για να γεννά και συναισθήματα. Ακόμη και το παιχνίδι έχει κανόνες. Γι’ αυτό τέρπει. Πάντως δυναμική παρουσία, ίσως παραπανήσια παιχνιδίσματα, έξυπνοι στίχοι:
Ζάχαρη αράχνη/ τις επιθυμίες/ συγκολλά.
Παγόβουνα χτυπούν/ έως ότου λιώσουν/ στης αρκούδας/ την πολική αγκαλιά.
Έχω έναν πόνο/ με σαρκοβόρα άνθη/ Στο βάζο.
Ωραίο το ποίημα «Ημέρα 13η».
Αντιθέσεις/παρομοιώσεις: ερπετά πυροτεχνήματα δακρύζουν στον ουρανό.
Ένοχος ερωτισμός αλλά και πένθιμος ερωτικός λόγος. Καταστροφής. Καλή η διαχείρισή του: μετέωρος εσύ/ κι εγώ επάνω σου/ Ωραία/ περισπωμένη.
Υπάρχει υλικό και ιδέες φρέσκες που αν τιθασευτούν θα υπάρχει συνέχεια. Ενδιαφέρουσα παρουσία.
***
Ελένη Παπανδρέου, Επτά και μισή λύπη, Ποίηση, εκδ. Ιωλκός, σελ. 68
Πουκάμισα και κουζίνες
Πίσω από κουζίνες καθαρές
σαν ανέγγιχτες
σε μαγαζιά αστραφτερά παγωμένα
δεμένοι λύκοι
θρηνούν και γευματίζουν
πάνω σε άψυχα τραπέζια.[ ] πριν ξημερώσει
γίνονται πουκάμισα
μαζεύουν ίσκιους απ’ το πουθενά
κι επιστρέφουν τη λύπη τους
στον χρόνο.
Τρίτη ποιητική συλλογή από το 2017. Λυρισμός ενός αστικού τοπίου και εσωτερικού χώρου νεκρές φύσεις εκεί όπου συνυπάρχουν οι γρίλιες των παραθυρόφυλλων, ο δρόμος με το χρώμα της θάλασσας, ανύποπτοι αλλά και υποψιασμένοι περαστικοί, η ανάλαφρη οδός των νησιών, πολλά παράθυρα και πολλοί δρόμοι, χιλιάδες πρόσωπα, κλαδιά δέντρων και δείχτες ρολογιού. Η ώρα (δηλωτικό ακόμη και στον τίτλο) ως χρόνος επιτακτικός ή παρελθών χρόνος αναμειγνύει την προσμονή με τη συνήθως τραυματική μνήμη. Παρότι δεν διακρίνεται καταλυτικός πεσιμισμός, έστω κι αν προετοιμαζόμαστε εξ αρχής ακόμα και από το ουσιαστικό «λύπη» του τίτλου, θα έλεγα ότι αποπνέεται μια αδιόρατη διαρκής θλίψη. Εκτενής αφήγηση, πολλαπλές και κάποτε ανόμοιες συνδετικά εικόνες (σ’ ένα ποίημα διαβάζουμε: κουζίνα/ διάδρομος/ δρόμος/ πουκάμισο/ καρέκλα/ αγκαλιάζω/ έρωτας), λεπτομερείς περιγραφές, κατά παράταξη στίχοι που ενώ μεμονωμένα λειτουργούν ενδεχομένως ως σύνολο να εμποδίζουν στην ανάδειξη αιχμών σε κάθε ποίημα ενώ παράλληλα κανοναρχούν το αβίαστο συναίσθημα και το περιορίζουν. Λες και τα ποιήματα περιμένουν την ολοκλήρωσή τους; Κάποιος του φωνάζει/ να είσαι φωτεινός/ να είσαι διαφορετικός./ Για λίγο μάς κοιτά/ και χάνεται στο στενό. Ένας λιγότερο γενικόλογος στίχος «Ο δρόμος ποτέ δεν τελειώνει», «πολύ κακό για το τίποτε η ζωή μας», «της γνώσης που χάσαμε στον δρόμο για ένα τρένο», «ο χρόνος που δεν διαβήκαμε ήταν κι αυτός μια υπόσχεση»… με λιγότερο αυτονόητα πράγματα και μια συνεκτική γραφή θα χάριζαν περισσότερο στα ποιήματα.
Κώστας Α. Κρεμμύδας