Ο Χρίστος Ρουμελιωτάκης (1938-2018) μέσα από την Μπαλάντα του Μιχάλη Κατσαρού | Κώστας Κρεμμύδας

In Δοκίμιο, Λογοτεχνία, Πεζογραφία by mandragoras




Ιστορίες ποιημάτων

 μνήμη Χρίστου Ρουμελιωτάκη

  Ο Μιχάλης Κατσαρός δημοσιεύει το ποίημά του «Μπαλάντα στους ποιητές που πέθαναν νέοι» στο περιοδικό Αθηναϊκά Γράμματα, τχ. 8, Φεβρουάριος 1958, στη σελίδα 16. «Το ποίημα αυτό», σημειώνει ο Κατσαρός στο υστερόγραφο, «γράφτηκε ειδικώς για τα Αθηναϊκά Γράμματα[1] κατόπιν παρακλήσεως του κ. Δ.Α. Βαρουτσή να συνεργαστώ στο περιοδικό του».
Στο ποίημα προτάσσεται η αφιέρωση του Μ.Κ.: «στον νέο ποιητή στον νέο ποιητή ΧΡΙΣΤΟ ΡΟΥΜΕΛΙΩΤΑΚΗ ετών 18 που δημοσίεψε προ μηνός τα πρώτα του πονήματα στο περιοδικό Επιθεώρηση Τέχνης».

 Μπαλάντα στους ποιητές που πέθαναν νέοι

Αφιερώνεται στον νέο ποιητή ΧΡΙΣΤΟ ΡΟΥΜΕΛΙΩΤΑΚΗ
ετών 18 που δημοσίεψε προ μηνός τα πρώτα του πονήματα
στο περιοδικό Επιθεώρηση Τέχνης.

Οι ποιητές κλειστήκανε στο σπήλαιό τους
δεν βγαίνουν
φοβούνται
δεν παραδίδουν τίποτα–
Με ποιον με ποιον να μιλήσω;

Κρατά γερά το μυστικό ό Παπαδίτσας
παίζει
βγαίνει απ’ το παράθυρο σαν το πουλί
βρέχεται, ξαναμπαίνει
Με ποιον λοιπόν να μιλήσω;

Ο Σαχτούρης μαζεύει με ένα φακό τις λέξεις του
ταχτοποιεί σε δέντρα τα συμβάντα
χτυπάει μετά την χορδή του
ξαφνιάζεται σαν το μικρό παιδί
Με ποιον λοιπόν να μιλήσω;

Χάθηκε ο Αναγνωστάκης στον Βορρά
ούτε ένα θρήνο νέο
λες και να πέθανε τώρα αλήθεια
ούτε ένα Χάρη δεν κλαίει ούτε τον ήλιο
Με ποιον λοιπόν να μιλήσω;

Σκοτεινός περιφέρεται ο Σινόπουλος
με τους νεκρούς νεκρός δειπνεί
τρέχει μονάχος σε υπόγεια με πυρσούς
φανούς και σπίρτα
Με ποιον με ποιον να μιλήσω;

Ο Δούκαρης ένας πιστός του εαυτού του
Έτοιμος για σφαγή ο Καρούζος
Χτυπάει το άδειο γκονγκ η Ελένη Βακαλό
Κανείς δεν αποκρίνεται.
Με ποιον με ποιον θα μιλήσω;

Κανέναν άλλο δεν θυμάμαι πια
παρά στ’ αφτιά μου ακούω τις φωνές
του Χριστοδούλου
μ’ ένα φανάρι τριγυρνά σ’ άγνωστους διαδρόμους
κραυγάζοντας σαν το σκυλί το πληγωμένο.
Ιάσωνα θρηνείς Δεπούντη –μόνος;
Νίκο Φωκά ψάχνεις σε «ακροπωλεία» ακόμη;
Γιώργο μου Γαβαλά πού είσαι;
Αχ Σαραντή το έδωσες το αίμα;
Νίκο Βρανά μη με κυττάς
μ’ αυτό το κρύο μάτι
Είμαι εδώ κοντά σου –μόνος.
Με ποιον με ποιον να μιλήσω;

Και σεις ποιητές όλοι εσείς μονάχοι
τι γίνατε; Ποιος άνεμος σας έδιωξε, σας πήρε;
Τώρα που σας καλώ όλους εδώ–
θυμάστε στ’ αλήθεια θυμάστε
τα καφενεία τα πεζοδρόμια τα μυδράλια
τα δωμάτια με τα χρυσά πουλιά
θυμάστε
κείνο το βράδυ που μιλούσαμε
θυμάστε;
Ο ποιητής ο Λύκος ήταν άγνωστος
και παραμένει.

Ο 18χρονος, όντως, Χρίστος Ρουμελιωτάκης είχε πρωτοδημοσιεύσει, ένα χρόνο πριν, στο τχ. 28, Απρίλιος 1957, σ. 336 της Επιθεώρησης Τέχνης, κάτω από το διήγημα του Στρατή Μυριβήλη «Άνθη της μνήμης», το ποίημά του «Πίσω από τα βλέφαρα»:

 Πίσω από τα βλέφαρα του ανθρώπου
είναι κρυμμένο
                          το πρόσωπο του πόνου,
γιομάτο δάκρυα.
Πίσω από τα βλέφαρα του ποιητή
είναι κρυμμένο
                          το πρόσωπο του σπαραγμού
γεμάτο στίχους.

Δεν ήταν όμως αυτό το ποίημα του Ρουμελιωτάκη στο οποίο αναφερόταν ο Κατσαρός αφού στην αφιέρωσή του  προσδιόριζε σαφώς τη χρονολογία της δημοσίευσης με τη φράση του «προ μηνός». Η Μπαλάντα γράφτηκε τον Γενάρη του 1958. Ακριβώς ένα μήνα πριν, όπως σωστά ορίζεται στην αφιέρωση του Μ.Κ., στο περιοδικό Επιθεώρηση Τέχνης τεύχος 35-36, Νοέμβρης-Δεκέμβρης 1957, μαζί με το ποίημα του Μ.Κ. «Το Βράδυ της 12ης Ιουλίου ’57» που αποτελείτο από τρία μέρη: «Λόγος», «Αντίλογος» και «Χορικό» (σ. 411), λίγες σελίδες πριν (σ. 379) φιλοξενούνται δυο ποιήματα («τα πρώτα του πονήματα» κατά Κατσαρό) του Χ.Ρ. με τίτλο «Καράβια» και «Λυγμός»:

Καράβια

Θέλω να μου πεις
για τα καράβια που φεύγουνε
με τα πανιά τους
γιομάτα γαλάζια μάτια.
Θέλω να μου πεις
για τα καράβια που φτάνουμε
,ε το κατάστρωμά τους
γιομάτο τροπικό ήλιο.
Εγώ θα σου μιλήσω
για τα καράβια π’ ακινήτησε ο άνεμος
δυο μίλια έξω απ’ το λιμάνι.

Λυγμός

Το να μην ξέρω να κολυμπώ
το νιώθω
μα το να ξέρω
και να μην φτάνω έως απέναντι
με θανατώνει.

Αυτά ήταν τα ποιήματα που ξεχώρισε ο Μ.Κ. και σε αυτά αναφερόταν όταν χρησιμοποιούσε τον όρο «πρώτα του πονήματα», αγνοώντας προφανώς την πρώτη χρονολογικά εμφάνιση Ρουμελιωτάκη στην Ε.Τ. τον Απρίλιο του 1957.  \

 

                                     Χρίστος Ρουμελιωτάκης και Αλέξης Σεβαστάκης

Σεπτέμβριο του 1967, εξόριστος από το δικτατορικό καθεστώς ο Ρουμελιωτάκης συναντάται στο Παρθένι της Λέρου  με τον επίσης εξόριστο ιστορικό και συγγραφέα Αλέξη Σεβαστάκη (βλ. αφιέρωμα Μανδραγόρα τχ. 20-21, 1999) που μεταφέρεται από το στρατόπεδο της Γυάρου. «Δεν θυμάμαι πώς έγινε και τα βήματά μας συμπορευθήκανε», αναθυμάται στο παραπάνω τεύχος του Μ. ο Χρίστος Ρουμελιωτάκης τις συναντήσεις του με τον Αλέξη Σεβαστάκη (σ. 38, ο.π.) και συνεχίζει: «Έτσι τα βράδια περπατούσαμε πάνω- κάτω, πάνω -κάτω αμίλητοι. [ ] Ένα τέτοιο βράδυ σταμάτησε πάλι ξαφνικά, έβαλε το ένα του χέρι στον ώμο μου και αναστέναξε – δεν ήταν κραυγή, αναστεναγμός ήταν: –Βαρούτη –Χανόμεθα…

»Ένα τέτοιο βράδυ, χριστουγεννιάτικο, που πάλι περπατούσαμε σιωπηλοί, σταμάτησε πάλι ξαφνικά, έβαλε πάλι το χέρι του στον ώμο μου και με πρόσταξε παρακλητικά να του πω το τελευταίο μου ποίημα. Κι εγώ του το είπα ή καλύτερα του το ξαναείπα, αφού μόλις το προηγούμενο βράδυ του το είχα πρωτοπεί»:

Βαρούτην χανόμεθα

 Κάπου βαθιά υπάρχουν στο μυαλό μου
ο βίος και τα κατορθώματα
του Αρχηγού Λυκούργου Λογοθέτη,
όπως συχνά τα χρόνια εκείνα
μου τ᾿ ανιστορούσε
ο φίλος μου Αλέξης Σ.
ο εκ Σαρακηνών.

Όμως απόψε δεν θ᾿ αναδιφήσω
τον βίο και τα κατορθώματά του –
άλλωστε αυτά τα γράφει η ιστορία,
θα πω μονάχα και μ᾿ αυτό τελειώνω
μια λεπτομέρεια που κρίνω,
ότι μπορεί να ρίξει στη ζωή μας
λίγο φως.

Ολούθε, λέει, τον εζώναν οι εχθροί
κι ούτε ψωμί ούτε νερό
κι οι μέρες του
κι οι ώρες του ίσως μετρημένες.

Εδώ ας ανοίξω μια παρένθεση
να πω, ότι στον βίο μας
έρχεται κάποια μέρα
που επιβάλλεται να πάρουμε αποφάσεις
κρίσιμες και για μας
και για τους άλλους που σε μας προσβλέπουν –
τότε τα λόγια τα πολλά δεν ωφελούν,
δυο λόγια μόνο, ένα κίνημα της κεφαλής,
αυτό ταιριάζει.

Δεν είχε η ώρα έλεος,
μέτρησε τους δικούς του, τους εχθρούς,
την κακοτράχαλη Άνοιξη,
πήρε μολύβι και χαρτί και χάραξε (το μήνυμα)

Βαρούτην Χανόμεθα

τίποτε άλλο.

Ύστερα το υπόγραψε, το σφράγισε
και μ’ ένα Σαμιωτόπουλο παράφορο
τόδωκε για να πάει
πέρα στον Κέρκη που φωλιάζαν οι δικοί του.

Την ώρα εκείνη τον φαντάζομαι,
να γράφει και να υπογράφει την γραφή
και σαν λιοντάρι η ψυχή του να βρυχάται
Βαρούτην Χανόμεθα
τίποτε άλλο.

Βαρούτην, λοιπόν, Αδελφοί, Βαρούτην
και το Μέγα Έλεος.

 

Δευτερολογία

Και κάτι ακόμα για να μη λυπούμαστε
όπως οι άλλοι που δεν έχουνε ελπίδα.
οι Έλληνες ήταν,
όταν χάσανε το θάρρος τους,
αυτοί που αργότερα τον ονομάσανε απόβλητον
και απαράδεκτον εις την πατρίδα
και τον εξόρισαν,
όπως από παλιά το συνηθίζουν.

Α ναι, και ένα σκύλο και μια καρδερίνα
και μια τίμια συμφωνία με το θάνατο.

Το πρώτο μέρος του ποιήματος πρωτοδημοσιεύθηκε είκοσι χρόνια μετά, το Καλοκαίρι του 1987, στο περιοδικό «Σπείρα» του Αντρέα Μπελεζίνη, τεύχος 8-9, ολόκληρο στον Μανδραγόρα (τχ. 20-21, 1999, ο.π), ενώ συμπεριελήφθησαν ως δυο ξεχωριστά ποιήματα στη συλλογή Ξένος ειμί και άλλα ποιήματα, εκδ. τυπωθήτω, τον Οκτώβριο του 2002 στις σελίδες 10-12 και 13 αντίστοιχα. Από το πρώτο ποίημα στην τελική εκδοχή παρελήφθη η όγδοη στροφή:

«Ύστερα το υπόγραψε, το σφράγισε
και μ’ ένα Σαμιωτόπουλο παράφορο
τόδωκε για να πάει
πέρα στον Κέρκη που φωλιάζαν οι δικοί του.»

Τέλος δυο λόγια για τον πρωταγωνιστή του ιστορικού ποιήματος του Χρίστου Ρουμελιωτάκη, τον Λυκούργο Λογοθέτη (Γεώργιο Παπλωματά 1772-1850), πολιτική και στρατιωτική φυσιογνωμία της Σάμου, που γεννήθηκε στο Καρλόβασι, ανέλαβε την ηγεσία της φατρίας των καρμανιόλων στον αγώνα για ανεξαρτησία του νησιού από τους Οθωμανούς, αλλά είχε την τύχη να διωχθεί επανειλημμένα τόσο από τους Οθωμανούς όσο και από συμπατριώτες του που ευθυγραμμίζονταν με το οθωμανικό καθεστώς. Τον Ιούνιο του 1819 μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία, ανέπτυξε επαναστατική δράση κι έγινε ο πολιτικός και στρατιωτικός ηγέτης της σαμιακής επανάστασης αντιμετωπίζοντας με επιτυχία τις επιθέσεις του οθωμανικού στόλου από το 1821 ως το 1826. Παρά τη δημιουργία του νέου ελληνικού κράτους με το Πρωτόκολλο του Λονδίνου η Σάμος, με την ανοχή των Μεγάλων Δυνάμεων, το 1834 κατέλαβαν το νησί στο οποίο εν συνεχεία κατέστη αυτόνομη Ηγεμονία, φόρου υποτελής στον σουλτάνο, με διορισμένο χριστιανό πρίγκιπα-ηγεμόνα. Ο Λυκούργος Λογοθέτης, μαζί με άλλους Καρμανιόλους, με το Θ’ Ψήφισμα της «Πρώτης των Σαμίων Συνελεύσεως», του νέου καθεστώτος, κρίνεται «απόβλητος και απαράδεκτος εις την Πατρίδα».

 Ο Λυκούργος Λογοθέτης (Γεώργιος Παπλωματάς 1772-1850), πολιτική και στρατιωτική φυσιογνωμία της Σάμου, γεννήθηκε στο Καρλόβασι, ανέλαβε την ηγεσία της φατρίας των καρμανιόλων στον αγώνα για ανεξαρτησία του νησιού από τους Οθωμανούς, αλλά είχε την τύχη να διωχθεί επανειλημμένα τόσο από τους Οθωμανούς όσο και από συμπατριώτες του που ευθυγραμμίζονταν με τους Τούρκους. Τον Ιούνιο του 1819 μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία, ανέπτυξε επαναστατική δράση κι έγινε ο πολιτικός και στρατιωτικός ηγέτης της σαμιακής επανάστασης αντιμετωπίζοντας με επιτυχία τις επιθέσεις του οθωμανικού στόλου από το 1821 ως το 1826. Παρά τη δημιουργία του νέου ελληνικού κράτους με το Πρωτόκολλο του Λονδίνου η Σάμος, με την ανοχή των Μεγάλων Δυνάμεων, το 1834 κατέλαβαν το νησί στο οποίο εν συνεχεία κατέστη αυτόνομη Ηγεμονία, φόρου υποτελής στον σουλτάνο, με διορισμένο χριστιανό πρίγκιπα-ηγεμόνα. Ο Λυκούργος Λογοθέτης, μαζί με άλλους Καρμανιόλους, με το Θ’ Ψήφισμα της «Πρώτης των Σαμίων Συνελεύσεως», του νέου καθεστώτος, κρίνεται «απόβλητος και απαράδεκτος εις την Πατρίδα».

 Την Τρίτη 24 Ιουλίου 2018, στις 17.30, δυο μέρες μετά τον αδόκητο θάνατό του στο Ναύπλιο, έλαβε χώρα η εξόδιος ακολουθία για τον Χρίστο Ρουμελιωτάκη, στον Ιερό Ναό των Αγίων Αναργύρων Νέας Ιωνίας. Ένας κύκλος που ήλθε να κλείσει απλώς τα τυπικά της ζωής αφού το έργο του θα μείνει να μας θυμίζει την ουσιαστική συμβολή του στα πράγματα του τόπου. Η ταφή του έγινε στο κοιμητήριο του Ηρακλείου Αττικής.

 

Κώστας Κρεμμύδας

 

[1] Μηνιαίο λογοτεχνικό περιοδικό (Ιούλιος 1957-Αύγουστος 1959) του Δ.Α. Βαρουτσή με συνεργασίες μεταπολεμικών ποιητών μεταξύ άλλων οι: Ιωάννα Σερβάκη, Ν. Καρούζος, Δ.Π. Παπαδίτσας, Γ. Σαραντής, Ι. Δεπούντης, Νίκος Βρανάς [Βαγγέλης Γκούφας], Ροβήρος Μανθούλης, Τέο Σαλαπασίδης, Τάσος Κόρφης, Σταύρος Βαρούρης, Γιάννης Νεγραπόντης κ.ά. Την ευθύνη της κριτικής είχε ο Ανδρέας Καραντώνης.

Share this Post

Περισσότερα στην ίδια κατηγορία