Νοτιάς * Μαίρη Σιδηρά

In Διήγημα by mandragoras

 

 

Έφυγε και πήγε στο καλό ο νοτιάς, σαν να του ’πε καλοθελητής νέα κακά για το σπίτι του κι έπρεπε να τσακιστεί να γυρίσει. Μπορεί και να νικήθηκε στην καρδιά του Αιγαίου και αξιοπρεπής –κι ας τον λεν τρελό- χαιρέτισε τον βόρειο αντίπαλο και χάθηκε σε μια στιγμή ανεπαίσθητη κατά τα άλλα.

Ο Τάκης έβγαλε τα σπασμένα μάρμαρα από τις στοίβες των τυπογραφικών. Μουρλοκομείο ο άνεμος μα τα χε μάθει τα σουσούμια του, ίδια τρέλα κουβαλούσε κι άκουγε με ευαρέσκεια και στο Νότιας, παρωνύμι που του κόλλησαν στα φοιτητικά του χρόνια, όταν ανήσυχος, γόης, πολιτικά ασταθής, δοκίμαζε τα υλικά της νιότης και κρυφοκοίταζε τα όρια.

Η Κάτια μού τα ’ριξε χθες… Δάγκωσε τη γλώσσα του, καταπίνοντας τον αρσενικό που τον κυρίευε. Τι είσαι ρε μεγάλε, ένα ανοιχτό τέλος, αυτό είσαι… Ριπή μελαγχολίας τον έρριξε στην προσφιλή του περίσκεψη. Μαλάκα…Τι κατάφερες με τα γοητειλίκια σου… Κι αυτή τώρα… Δε σε ξέρει… Άμα σε καταλάβει να τη δούμε… Εξάλλου… όπως έφυγες σαν κυνηγημένος… να δούμε κι αν σου ξαναμιλήσει.

Πήρε ένα τυπογραφικό για τελευταίο έλεγχο… Εκεί… κάγχασε ενδομύχως, χωρίς τίποτα μέσα του να συγκεκριμενοποιεί την τοπογραφία του επιρρήματος. Εκεί να σε δω, μάγκα μου. Ούτε κατακτήσεις ούτε τίποτα. Η χυλόπιτα καραδοκεί φουσκωμένη…

Δάγκασε τα χείλη του. Πέταξε τα τυπογραφικά στο συρτάρι και σηκώθηκε με κόπο. Σύρθηκε βαρύς προς το παράθυρο… Μαγνήτης η αιθρία –πότε κιόλας;- με διαφάνεια εξωπραγματική. Α ρε βοριά, δεν πιάνεσαι, μονολόγησε και κινήθηκε προς την εξώπορτα.

Κατέβηκε τρέχοντας τα σκαλιά κι από τη Φραγκόκλησσα προσγειώθηκε στην παραλιακή, δίπλα στη θάλασσα. Σκέφτηκε τότε πως τον κίνησε ο βοριάς, πως τον οδήγησε στο κατώφλι της θάλασσας, για να του φανερώσει το τελευταίο αυτόβουλο βήμα εντός της κυανής της γαλήνης. Αυτόχειρας; Ποτέ. Γιατί όμως χάιδεψε την ιδέα; Σπασμωδικά έπιασε και με τα δυο χέρια την καρδιά του, σα για να κουβαλήσει βάρος ασήκωτο. Κάλπαζε. Θα μου ’ρθει κόλπος, ψιθύρισε, κοιτάζοντας σπασμωδικά γύρω του. Τρεις βαρκούλες ατάραχες, βαλσαμωμένες  απ’ το κρύο, ενέτειναν με την ακινησία τους το δυσοίωνο άγχος του. Γονάτισε ανακούρκουδα στην προβλήτα και σπασμωδικά έπιασε το τσιμέντο, λες για να κρατηθεί. Ξάπλωσε ανάσκελα, κρατώντας ξανά την καρδιά του, με τα πόδια του λάμδα κεφαλαίο ν’ ακουμπούν με τ’ αθλητικά στο προστατευτικό γρέζι του λιμανιού. Πήρε βαθιές αναπνοές, κάνοντας συγχρόνως, με χέρι τρεμάμενο, μαλάξεις στην καρδιά. Η αναπνοή του έπιασε να βρίσκει ρυθμό, δείγμα εξόδου από την terra incognita που επισκέφτηκε. Συνερχόταν.

Άνοιξε τα μάτια. Μπλε παντού.

Ένα πεντακάθαρο μπλε μοβ στη μεγαλύτερη ουράνια επικράτεια. Ανατολικά λαμπύριζε μπλε αιγυπτιακό, σα να εκπορευόταν χρυσός από μήτρα γλαυκή. Ακριβώς πάνω του θρόιζε αγγελικό γαλάζιο, maya ανοιχτή με τελειώματα αραιωμένης ουλτραμαρίνας.  Η δύση κράταγε ακόμη κρυστάλλους βάθους, indigo ή και σκούρο κοβάλτιο αραιωμένα. Από παντού, ριχνόταν πάνω του, βροχή απολλώνιων βελών, το φως της Ιωνίας. Σάστισε. Με σημαδεύει ο Θεός… μουρμούρισε κι έκλεισε τα μάτια.

Η φωτεινή διαπερατότητα τον προβλημάτισε. Καιρό έχω να ζωγραφίσω, σκέφτηκε, κι αμέσως έπιασε την ιδέα, μια γεωμετρική απόδοση του θόλου, ακουαρέλα σε χαρτί του μέτρου, να εκτείνεται, όμως, οριζόντια, από τοίχο σε τοίχο περίπου. Οι γειτονιές του μπλε ή κάτι τέτοιο ως τίτλος και, ναι, ίσως το ίδρυμα Schwarz να το επέλεγε προς έκθεση, στέκεται και αυτόνομα ως εισαγωγή, σχεδόν για κάθε θεματική ενότητα.

Σηκώθηκε αργά, μετρώντας τις δυνάμεις του. Καλά αισθανόταν. Πλατεία ολοταχώς, να ΄μαι με κόσμο, μονολόγησε και κοίταξε πάλι τον ουρανό. «Όχι, δε θα πω το ναι» τραγούδησε ενδομύχως και πριν κάνει ένα βήμα το είχε συλλάβει. «Το φως της Ιωνίας», αυτό θα είναι και θέμα και τίτλος και ζητούμενο. Διότι «ζητάτε να σας πω», μα εγώ άδειασα, στέγνωσα, συγγνώμη… Πώς το λέει η Νταντωνάκη; «Μπερδεύτηκα… Μια μέσα στο σκοτάδι και μια στην ηδονή, μια μες το θάνατο και μια μες τη ζωή…» Α, ρε γειτονιές του κόσμου, σκληρόψυχες, παραδόπιστες, λίγο, τόσο δα να ξεφύγει ένα παιδί σας, την έβαψε… Σκέφτηκε  μετά πως ο ίδιος ελάχιστα πιάστηκε στη μέγγενη της κατάκρισης. Ίσα ίσα, οι περισσότεροι τον υπολόγιζαν. Φιλόλογος και γραφίστας, δε θέλησε να κάνει ποτέ τα χαρτιά του για διορισμό ούτε και να δουλέψει για σχεδιασμό εντύπων, βιβλίων, κ.λπ. Κατέληξε διορθωτής παντός τύπου, από εφημερίδα έως μεταπτυχιακές εργασίες φοιτητών του νησιού. Και φέρελπις ζωγράφος. Όλα κι όλα. Αισθητική είχε. Και γνώσεις περί τέχνης σοβαρές. Κι ως αναγνώστης είχε θητεία ολκής. Κι έχει, έτσι τουλάχιστον θαρρεί.

Βρήκε τραπέζι στη σκιά και κάθισε βαρύς. Κοντά 11.30 η ώρα, η πλατεία γέμιζε… Αναστέναξε από τη μύτη, όπως ο σκύλος του. Έτριψε το μέτωπό του, ανασυγκροτώντας κάτι από τη διαλυμένη του αξιοπρέπεια. Επιτέλους… Απ’ το πρωί με μέμφομαι. Έλεος. Έβγαλε τον καπνό του κι έστριψε τσιγάρο, ενώ ο Στέλιος, το πρωινό γκαρσόνι, άφηνε τον διπλό ελληνικό μπροστά του, ερευνώντας τον στα μάτια. Όπα, τι έχουμε; Κακός ύπνος ή σεκλέτι; Μαλάρια, είπε ο Τάκης αδιάφορα κι ο Στέλιος έφυγε, επιστρέφοντας νεύμα κατανόησης στην αντίδραση του πελάτη. Σε λίγο έσκασε μύτη στην πλατεία ο Γιώργος, συνταξιούχος φιλόλογος και λόγιος του νησιού. Μια νεαρή γυναίκα, γύρω στα 30 τον συνόδευε. Ο Τάκης του έκανε από μακριά νόημα να έρθουν στο τραπέζι του. Πλησιάζοντας, συνέλαβε τη γαλάζια περιοχή των ματιών της. Η Χρύσα, ο Τάκης, γεια σου Τάκη, η Χρύσα πήρε την πρωτοβουλία, ενώ ο Τάκης έσεισε ελαφρώς την κεφαλή, εφαρμόζοντας τη συνταγή του καφέ του, βαρύς μα παραδοσιακός, δοκιμασμένος μαγνήτης ενδιαφέροντος.

Ωστόσο δεν μπορούσε να αφεθεί στης μέρας τον τροχό. Η πρωινή κρίση αυτογνωσίας, το λιποθυμικό σχεδόν επεισόδιο  στην προβλήτα, ο ίδιος, έστω και κατ’ ιδέαν, έρμαιο του βοριά –δεν είναι δυνατό, ηρέμησε, προσπαθούσε ακόμη να νουθετήσει εαυτόν- συν το φως της Ιωνίας. Ο Γιώργος έπιασε ματαίως τα του καιρού, ύστερα μίλησε για την επανέκδοση του Καχτίτση από την Κίχλη. Διάβαζε την Ομορφάσχημη και, βρε παιδί μου, τι λόγος, τι ιδίωμα! Σα να έχει μάθει κάποιος άριστα τη γραμματική μιας γλώσσας. Πολύ ανθεκτικό ιδίωμα… Χαρίεσσα, τολμηρή προφορικότητα… Το ’χετε διαβάσει; Απευθύνθηκε και στους δύο. Ναι, ακούστηκε χαμηλόφωνα ο Τάκης και σα να βγήκε από ανία βαριά, στράφηκε στη γυναίκα. Με τι ασχολείσαι, ρώτησε, αναρωτώμενος κατά πόσον άντεχε τον δρόμο συζήτησης του Γιώργου… Φυσικός είμαι, ιδιαίτερα κάνω προς το παρόν και κάποιες ώρες σ’ ένα φροντιστήριο… Επ, πετάχτηκε ο Γιώργος, είναι, μεταφορικά βέβαια, βαφτιστήρα μου. Έρχονται χρόνια στο νησί, οι γονείς της συνάδελφοι. Εμείς οι δυο έχουμε διανύσει μίλια συζήτησης στον κήπο… Και της έσφιξε τρυφερά τον ώμο… Ζωγραφίζω και λίγο, ψέλλισε η Χρύσα. Με ανανεωμένο ενδιαφέρον, ο Τάκης κοίταξε κλεφτά το χρώμα στα μάτια της. Το φως της Ιωνίας, άρχισε μακρόσυρτα, πού γίνεται αντιληπτό; Εννοείς; Ο Γιώργος ζήτησε επεξήγηση. Να, έχει να κάμει με συγκεκριμένους τόνους του μπλε, είναι ας πούμε μια ουρανογραφία, ή αφορά στον τρόπο που μία ύλη ακαθόριστη αγγίζει το δέρμα των πραγμάτων και αναδίδει στο έπακρο το χρώμα τους; Βλέποντας τα κλειστά πρόσωπα, επιχείρησε δευτερολογία. Πού, κατοικεί, βρε παιδί μου; Το φως της Ιωνίας; Παρενέβη προς διαλεύκανση του ζητούμενου η Χρύσα. Ναι. Πρώτη αφετηρία, πηγή, πώς το λένε, είναι το εκεί, το πέρα ή το εδώ…  Η παρέα σιώπησε.

Να ’ρχίσεις από Cezanne… Και Kandisky, βέβαια. Ο Γιώργος, χωρίς κομπασμό, πήρε απόλυτα στα σοβαρά τον φίλο του και πρότεινε εγχειρίδια πρώτων βοηθειών. Με την ίδια απλότητα, ο Τάκης τον κοίταξε και ένευσε συγκαταβατικά. Και Van Gogh πρόσθεσε η κοπέλα. Έχει μελετήσει βαθιά τις χρωματικές αλληλεπιδράσεις. Και το φως μέσα από τη μελέτη της γειτνίασης, τι λες νονέ; Εννοείς πως δεν πιστεύει στην αυθύπαρκτη δύναμη των χρωμάτων αλλά στις δυνατότητες της συνάντησής τους. Ναι, κάπως έτσι, όμως μελετά πολύ και το χρώμα καθαυτό, προσέθεσε η Χρύσα. Για γειτονικά χρώματα έγραφε στον αδελφό του, τοπικά σε σχέση με τη θέση τους στον πίνακα όχι την… εντοπιότητα, διασταυρώθηκε μαζί της ο… νονός. Υπάρχει, ωστόσο,  εντοπιότητα στο φως; Τον διέκοψε η πεφωτισμένη κατά τα φαινόμενα βαφτιστήρα. Αυτό ακριβώς, ενθουσιάστηκε ο Τάκης. Πρόκειται για πνευματικό αιώρημα ή για φυσική δράση; Έπειτα, αν συνεργασθούν φύση – πνεύμα, μπορούμε, μάλλον, να αναρωτηθούμε για την ύπαρξη βούλησης στην ύλη. Έτσι δεν είναι; Καλά, εννοώ κι αυτά έχουν ειπωθεί, αντέτεινε ήπια ο Γιώργος, όμως δε θέλω να μειώσω τη σκέψη σου καθόλου. Ίσα ίσα, η εκ νέου ανακάλυψη συντηρεί το μυστήριο… Ο Τάκης τον κοίταξε… Το πιστεύεις αυτό; Ποιο; Πως πρόκειται για μυστήριο… Ε, κάτι πάντα μας ξεπερνά, άρθρωσε συλλογισμένα ο Γιώργος.

Όμως ο Τάκης είδε από μακριά την Κάτια να κατευθύνεται σε άλλο καφενείο και σηκώθηκε εσπευσμένα. Να σε ξαναδούμε, περάσαμε πολύ ωραία, τόλμησε να πει ντροπαλά η Χρύσα κι αυτός ανταποκρίθηκε με νεύμα συναινετικό. Πρόλαβε όμως να αντικρίσει και πάλι την μπλε περιοχή των ματιών της ν’ αστράφτει φως. Από πού, αναρωτήθηκε ενοχλημένος από την πίεση που του ασκούσε η ίριδά της. Να κάτσω, ρώτησε χαμογελώντας την Κάτια, φτάνοντας στο τραπέζι της. Άηχα το κορίτσι συγκατάνευσε με διφορούμενη μελαγχολία… Ω Κάτια Κάτια, με τα μαύρα σου τα μάτια, άσε να σε πάω στον κάμπο, πράσινο να γίνεις άστρο… Τι λες τώρα; Ολόκληρο ποίημα σου έβγαλα… Στροφή, αντέτεινε η κοπέλα. Έστω. Δεν αξίζω της καλής, της γλυκιάς, της θερμής σου υποδοχής, μετά απ’ αυτό; Η Κάτια γέλασε, χωρίς ν’ απαντήσει. Κουβέντιασαν για λίγο γαντζωμένοι ο ένας απ’ τα μάτια του άλλου. Θέλω να σου μαγειρέψω, είπε σε μια στιγμή ο Τάκης. Πότε; Τώρα. Σήμερα. Φεύγω κιόλας να ετοιμαστώ. Στις δύο σπίτι μου, ναι; Ο.κ., Takis. Το κορίτσι τον κοίταξε κατάματα. Μελαγχολική σαν ελιά σ’ ανεμοδαρμένο κάμπο, σκέφτηκε ο Τάκης, ξεχνώντας για πρώτη φορά σήμερα την ουρανογραφία του πρωινού.

Σε λίγο έπιασε να βρέχει κι η Κάτια ήρθε νωρίτερα. Σαν τρελός πιερότος, ο Τάκης πηγαινοερχόταν επιδιδόμενος σε άτεχνες μιμήσεις Νουρέγιεφ, σοβαρός, με ξύλινα πιρούνα εκτεινόμενη κατάμπροστα… Η Κάτια γέλαγε όρθια στο παράθυρο… Ε, Νότια, του είπε, το ’κανες πάλι το θαύμα σου… Κροτάλιζε ήδη μετ’ αστραπών και μπουμπουνητών η βροχή κι έτσι όπως συνέλαβε, μέσα από μια θεόρατη ανάκλαση κεραυνού, ν’ αστράφτουν τα μαύρα της τα μάτια, έμεινε ο Τάκης, με την κουτάλα ψηλά, να χάσκει. Το φως της στα μάτια σου… είπε καθαρά, με θαυμασμό που τον ακινητοποίησε. Ποιας το φως, ρώτησε η κοπέλα. Ποιας…; Κι ύστερα από χρόνο αβάπτιστο, ο Τάκης ακούστηκε:

Της Ιωνίας………………………..

Έφυγε και πήγε στο καλό ο νοτιάς, σαν να του ’πε καλοθελητής νέα κακά για το σπίτι του κι έπρεπε να τσακιστεί να γυρίσει. Μπορεί και να νικήθηκε στην καρδιά του Αιγαίου και αξιοπρεπής –κι ας τον λεν τρελό- χαιρέτισε τον βόρειο αντίπαλο και χάθηκε σε μια στιγμή ανεπαίσθητη κατά τα άλλα.

Ο Τάκης έβαλε τα σπασμένα μάρμαρα στις στοίβες των τυπογραφικών κι ετοιμάστηκε να κατέβει στην πλατεία. Τι μήπως, οι αρχαίοι θεοί σε λόφους π’ ακτινοσκοπούσαν το πράσινο δε λημέριασαν; Κι ο Ελύτης, τι μικρή πράσινη θάλασσα… τι να μάθεις μανταρίνι κι άψινθο. Οι πόλεις της Ιωνίας, το έντεχνο επί γης, το λευκό που  φέγγει στο απόκοσμο του καφέ, του πράσινου, του γήινου μοβ. Κι η φτώχεια κι ο πλούτος και τα πλούσια σώματα και τα στεγνά, πώς φέγγουν στα μέρη αυτά σαν αγαπούν…

Α, βρε Νότια, είπε κάποτε ο  Γιώργος, έχοντάς τον ακούσει για ώρα. Εγώ χρόνια το λέω. Ο έρωτας θα σε σώσει… Άντε, σώνει… σ’ όλα δίκιο έχεις…

  • Μα για το φως της Ιωνίας σου μιλώ, ψέλλισε απορημένος ο Τάκης.
  • Ναι, βρε, γι’ αυτό… Πώς θα τ’ αντάμωνες χωρίς έρωτα;