Ελευθερία Θάνογλου ‘Ο θάνατος των πτηνών’, Ποίηση, εκδ. ΑΩ, 2021, σελ. 40
Όνειρο και θάνατος στην ποίηση της Ελευθερίας Θάνογλου
Το όνειρο αποτελεί μία σταθερή θεματική στην ποίηση. Άλλοτε ρητό κι άλλοτε συνυποδηλωτικά δοσμένο διατρέχει όλη την ποιητική μας παράδοση. Η μνήμη και το όνειρο απαντώνται πολύ συχνά στη ρομαντική ποίηση. Από τον σολωμικό Κρητικό μέχρι τα Ποτάμια του Γεωργούση, η ονειρική διάσταση εμποτίζει την ελληνική ποίηση. Σε αυτή την παράδοση ισορροπεί και η ποιητική συλλογή της Ελευθερίας Θάνογλου Ο θάνατος των πτηνών (εκδόσεις ΑΩ, 2021).
Η ποίηση της Θάνογλου είναι βιωματική, χωρίς να γίνεται εξομολογητική. Το βίωμα λειτουργεί ως αφορμή για την έκφραση υπαρξιακής αγωνίας. Περισσότερο θα λέγαμε ότι κινούνται στον χώρο της στοχαστικής ποίησης, θέτοντας το επίκαιρο (την αφορμή και το ατομικό βίωμα) στη διαχρονία. Το ποιητικό υποκείμενο σε αυτά τα ποιήματα πονά που μένει μόνο. Δεν οδηγείται όμως στην ελεγεία κα τον έπαινο των νεκρών, ούτε όμως και σε μια έκφραση οργής προς τον εαυτό που ακόμα ζει, όπως τη συναντάμε στην ποιητική του πένθους (αντι-ελεγεία).
Στον ονειρικό χωροχρόνο της Θάνογλου συναντιούνται ο θάνατος, η μνήμη και η ποίηση. Μολονότι το όνειρο ενδοκειμενικά καταγράφεται λίγες φορές, όλο το πλαίσιο αναφορών τοποθετείται στο σημείο επαφής ενυπνίου και μνήμης. Ο θάνατος, ως πηγή θλίψης και υπαρξιακής αγωνίας, τροφοδοτεί το πεδίο με εικόνες και βιώματα (κοινωνικά ή ατομικά). Με οδηγό τους συνειρμούς για την απώλεια η ποιήτρια επιχειρεί να αποκωδικοποιήσει τη λειτουργία της μνήμης και της ποίησης. Το όνειρο αποτελεί ένα ευέλικτο πεδίο συνάντησης των ζωντανών με τους νεκρούς, της μνήμης με την απώλεια και της απώλειας με την αγωνία του τέλους. Ο θάνατος στο έργο της παραμένει πάντα υλικός και γίνεται αφορμή στοχασμού. Προσπερνώντας τις μεταφυσικές δοξασίες, επιστρέφει στον τόπο του ονείρου.
Ο θάνατος στο έργο της Θάνογλου εκτίθεται αποϊδεολογικοποιημένα. Χωρίς να καταγράφονται οι αιτίες του, παρουσιάζεται ως καθολικό φυσικό φαινόμενο με μόνη τη διαλεκτική σχέση με τους ζωντανούς. Η σταθερότητα της φόρμας με τα αλληγορικά σχήματα και η υποδόρια ειρωνεία με τις συνυποδηλώσεις (χωρίς τους φλύαρους πειραματισμούς που συχνά συναντάμε σε τέτοια θεματική) ενισχύουν τον αποϊδεολογικοποιημένο χαρακτήρα της συλλογής. Η δε χρήση των πουλιών ως αγγελιαφόρων αποτελεί μία σταθερά στην ελληνική παράδοση. Από το περιστέρι του Αγίου Πνεύματος και το δημοτικό τραγούδι μέχρι τα πουλιά του Σαχτούρη και του Φαίδονος Πατρικαλάκι κυριαρχούν ως ενδιάμεσοι ζωής και θανάτου, ουρανού και γης, υλικού χώρου και πνεύματος. Στη συλλογή της Θάνογλου η μνήμη και η ποίηση μοιάζουν με πουλιά, που εγκαταλείπουν τον χώρο των ζωντανών. Ταξιδεύουν στον ενδιάμεσο χώρο μεταξύ χώματος και πνεύματος. Παρά τη μονοτονία όμως της αυτοαναφορικότητας, το ποιητικό υποκείμενο δεν βρίσκει στην ποίηση παρηγοριά.
Ο ποιητικός χώρος σταθερά είναι σκοτεινός, θυμίζοντας ένα αποκαλυπτικό ονειρικό τοπίο. Ο χώρος δράσης, ως ονειρικό τοπίο, οικοδομείται με θραύσματα εικόνων που πηγάζουν από τη μνήμη. Ωστόσο, συχνά τα αντικείμενα εκτίθεται παραμορφωμένα μέσα στη συνειρμική κίνηση του νοήματος και τον μεταφορικό λόγο. Στο ονειρικό αυτό σύμπαν το τραύμα της απώλειας βρίσκει τον αναγκαίο χώρο προκειμένου να αναδυθεί, συνενώνοντας συνειρμικά εικόνες, μορφές και σχήματα με τις απογοητεύσεις που περιορίζουν τη ζωή και τις λαθραίες επιθυμίες του ανθρώπου να υπερνικήσει το αναπόφευκτο. Αν όμως το φροϋδικό όνειρο οικοδομείται πάνω στους ανεκπλήρωτους πόθους και τις αγωνίες, οι συνθέσεις της Θάνογλου λειτουργούν ως γέφυρες μεταξύ παρόντος και παρελθόντος, επιδιώκοντας μέσω της μνήμης να δώσουν ζωή στους νεκρούς.
Σταύρος Καμπάδαης ‘Κρεμάλα’, η λέξη είναι ποιητής, Ποίηση, εκδ. ενύπνιο, 2023, σελ. 64
Μία προσέγγιση στο αιρετικό “χάος” του Σταύρου Καμπάδαη
Ο σκόπιμος παραλογισμός, ο αυθορμητισμός, η τεχνική του κολλάζ, το παιχνιδιάρικο ύφος και η αντίδραση ενάντια στις επικρατούσες αισθητικές νόρμες, ως ιδιότητες, εντοπίζονται συχνά στην σύγχρονη ποίηση. Άλλοτε προκαλούν αισθητική απόλαυση και άλλες φορές εγείρουν ερωτήματα για τη σοβαρότητα της ποιητικής τέχνης και τον ορίζοντα του πειραματισμού: ως πού φτάνει τελικά ο δρόμος του σαρκασμού και η ανατροπή του καθιερωμένου; Ο γράφων κατά βάση εστιάζει στον πειραματισμό, υπό την προϋπόθεση ότι δεν έχει στόχο την πρόκληση, όπως συνηθίζεται στο μεταμοντέρνο, συμπλέει με τις αποδεκτές συμβάσεις, προσπαθώντας μερικώς φορές να τις ανατρέψει με την εισαγωγή νέων τεχνικών αφήγησης ή οικοδόμησης του στίχου. Όσο κι αν αυτό φαίνεται ρεφορμιστικό, όπως έλεγε ο Uberto Eco, αποτελεί βασικό στοιχείο για την αναγνώριση του “πειράματος”, ως ένα σύνολο ιδιοτήτων στο έργο, που οδηγεί στην “αποσταθεροποίηση της γλώσσας” ως συστήματος επικοινωνίας και νοήματος. Ένα πρωτοποριακό έργο όμως που έρχεται σε πλήρη σύγκρουση με τους ορίζοντες προσδοκίας του αναγνωστικού κοινού και αρνείται κάθε σύμβαση, κινδυνεύει να χαθεί στον ωκεανό της πολιτιστικής βιομηχανίας και τον όγκο των εύπεπτων προϊόντων της.
Η τελευταία συλλογή του Σταύρου Καμπάδαη, «Κρεμάλα, η λέξη είναι ποιητής» (ενύπνιο, 2023), συνεχίζει την πειραματική οδό που ξεκίνησε το 2019, υιοθετώντας μία ολιγόλεκτη στιχουργική φόρμα με θραύσματα ονοματικών ή ρηματικών συνόλων. Η συλλογή κινείται στον χώρο της κοινωνικής αγωνίας με έντονες δόσεις σαρκαστικής διάθεσης ως άμυνα απέναντι σε όσα ενοχλούν ή τρομάζουν τον δημιουργό. Πρόκειται για ποίηση κοινωνική και κοινωνιοϋπαρξιακή. Πυρήνας της είναι η αγωνία του δημιουργού για την κοινότητα και τα παιδιά της (σελ. 17, 22, 26, 28, 41), ο κοινωνικός κανιβαλισμός (σελ. 17, 18, 23, 29, 38), οι προσωπικές αυταπάτες (σελ. 26, 43, 47, 50) με τις ανατροπές της ζωής και τα καθημερινά μικρά ή μεγάλα τραύματα (σελ. 24, 25, 35, 39, 48, 52). Παρά όμως την απαισιόδοξη οπτική των πραγμάτων, η ανατρεπτική φόρμα και η ειρωνεία ισορροπούν το συναισθηματικό κλίμα, αφήνοντας οπτιμιστικές ανάσες και ένα μειδίαμα στα χείλη.
Ο Καμπάδαης έχει πια κατακτήσει το δικό του διακριτό και αναγνωρίσιμο ύφος, τη δική του ποιητική φωνή. Η φωνή του συγγραφέα δεν καθορίζεται από την πρωτοτυπία ή την αυθεντικότητα της έκφρασης, αλλά από τη σύλληψη της διαδικασίας γραφής και της κριτικής αντιμετώπισης της λογοτεχνικής παράδοσης και του κυρίαρχου λόγου. Και εκεί επάνω εδράζεται ο πειραματισμός του Καμπάδαη με την ειρωνική αντιμετώπιση του εξουσιαστικού λόγου και την ανατροπή των ποιητικών συμβάσεων. Χαρακτηριστικοί είναι τίτλοι της συλλογής, που συνεχίζουν το ύφος που από νωρίς εισήγαγε ο ποιητής. Πρόκειται για μακροσκελείς τίτλους, που συχνά λειτουργούν ως εισαγωγικοί στίχοι, οι οποίοι εκφράζουν τη σκωπτική του διάθεση. Προϊδεάζουν έτσι τον αναγνώστη και την αναγνώστρια για την ενδοχώρα της φωνής και για το συναισθηματικό κλίμα της σύνθεσης. Ο τίτλος, ως το πρώτο στοιχείο που συναντά το αναγνωστικό κοινό, συμβάλλει στη διαμόρφωση του συναισθηματικού πλαισίου υποδοχής του έργου, προκαλώντας έκπληξη, αμηχανία ή περιέργεια. Ως παρακειμενικό στοιχείο είναι εκείνο που δίνει τις βασικές ερμηνευτικές κατευθύνσεις. Είναι ένα εξωαφηγηματικό σχόλιο, το οποίο συχνά καλείται ο/η αναγνώστης/αναγνώστρια να εξετάσει ή και να ξαναδεί μετά το πέρας της ανάγνωσης του ποιήματος, επιστρέφοντας εκ νέου στο κείμενο.
Η αισθητική πρόταση του Καμπάδαη γενικότερα συνδέεται τόσο με την επιλογή της φόρμας όσο και τις εκφραστικές επιλογές, αποτυπώνοντας την ιδεολογία του κειμένου. Το ύφος των συνθέσεων της συλλογής του αποτελεί ένα μείγμα “αιρετικού ποιητικού χάους” και πρωτοποριακής στιχουργικής που γεννά ανάμεικτες αντιδράσεις. Πρόκειται για μία μινιμαλιστική έκδοση της ποίησης με θρυμματισμένα ονοματικά σύνολα και κατάργηση του συμπλεκτικού συνδέσμου “και”, το οποίο αντικαθιστά με το αντίστοιχο μαθηματικό σύμβολο. Σαφώς πρόκειται για μία παραξενιά που συνοδεύεται από μία χαρακτηριστική μεταμοντέρνα “ακαταστασία”. Συνδέεται ιδεολογικά με την κυρίαρχη εικονική πραγματικότητα, αφήνοντας ασαφή τα όρια μεταξύ τέχνης, πρόκλησης και δημόσιου λόγου.
Η ευρεία εισαγωγή διαλόγων στο έργο, τα στιχουργικά σπαράγματα –με τον υποχρεωτικό διασκελισμό κατά την ανάγνωση– και η σαρκαστική διάθεση διαμορφώνουν μία ανατρεπτική αισθητική πρόταση. Η ζωντάνια στην ποιητική του –που οικοδομείται στον διάλογο ή το μονολογικό πρώτο ενικό γραμματικό πρόσωπο και τις ευθείες ερωτήσεις– ενισχύεται από την απλή γλώσσα και το δηκτικό ύφος. Η προφορικότητα σε συνδυασμό με την αθυροστομία ενισχύουν το αιρετικό πλέγμα της ποιητικής του, παρά την εμφιλοχώρηση στοιχείων του πατριαρχικού λόγου. Στις συνθέσεις της συλλογής καταγράφεται εμφατικά η ιδεολογία του φιλελεύθερου ατομισμού. Το πρωτοενικό υποκείμενο (μίμηση) σαν θεατρικός υποκριτής αναζητά να καταγραφεί στο κοινωνικό στερέωμα ως επιτυχημένο άτομο (ποιητής, πατέρας, επαγγελματίας ή εκπαιδευτικός). Η επιτυχία συνδέεται με τη μόρφωση ή το εύκολο χρήμα αδιαφορώντας συχνά για τον Άλλο. Ο ποιητικός αφηγητής είναι ένας αντιήρωας, ένα “ανθρωπάκι” που πονάει και παλεύει με τις αντιξοότητες ατομικά. Πονάει και όσα συμβαίνουν γύρω του, αλλά μένει εγκλωβισμένος στην ήπια ατομική έκφραση πόνου, που σπάνια μετατρέπεται σε διαμαρτυρία. Έτσι ο ποιητικός φακός του Καμπάδαη και τα γράφει μία άλλη αδιόρατη εικόνα της κοινωνίας, που εγκαταλείπει το πνεύμα του συλλογικού.
Δήμος Χλωπτσιούδης