Νίκος Χαρτοματσίδης * Μπριγκαντίρ

In Διήγημα, Λογοτεχνία, Πεζογραφία by mandragoras

 

 

Καθόμαστε με τον Τάκη και πίνουμε κρασί. Συνηθισμένη κατάσταση, θα πει κάποιος που μας γνωρίζει. Αρχαίες συνήθειες για εμάς από τα χρόνια της μέσης εκπαίδευσης στην Βουλγαρία. Συζητάμε. Στις παύσεις της κουβέντας με μικρές γουλιές αδειάζουμε τα ποτήρια μας και ρίχνουμε κλεφτές ματιές στην καράφα ελπίζοντας πως, όπως γίνεται στα αραβικά παραμύθια, μόνη της θα αναπληρώσει της απώλειές της. Επειδή όμως αυτά συμβαίνουν μόνο στα αραβικά παραμύθια, σύντομα θα παραγγείλουμε ακόμα μια καράφα για να έχουμε το κεφάλι μας ήσυχο. Η συζήτησή μας ποτέ δεν έχει συγκεκριμένο θέμα, ούτε και είναι απαραίτητο να βγάλει πουθενά. Κουβέντα να γίνεται δηλαδή, από δύο ανθρώπους που η φιλία τους έχει συμπληρώσει προ πολλού τα… συντάξιμα και συνεχίζεται. Η ερώτηση του Τάκη έρχεται την κατάλληλη στιγμή.

–Πες μου, θα παραγγείλουμε κι άλλο κρασί;

–Αν δεν το κάνουμε θα το μετανιώσουμε. Και ας νιώθω ήδη τις αυριανές ξινίλες στο στομάχι μου.

–Και με τι θα το συνοδεύσουμε, με μήλα, χαλβά ή παραμύθι;

Ο Τάκης προσπερνάει την αναφορά μου στις ξινίλες.

–Λες ωραίες ιστορίες. Ειδικά αυτές για την ζωή μας στην προσφυγιά. Καταφέρνεις και με εκπλήσσεις, αν και είναι κάπως παράξενο να εκπλήσσεται κάποιος που συχνά είναι και ο ήρωας του αφηγήματος.

– Σου αρέσει να ακούς πράγματα για μας και την ζωή μας στην προσφυγιά χωρίς το διδακτικό ύφος των ιστορικών.

–Μου άρεσε αυτό!

–Για αυτό και το είπα.

–Μου άνοιξες την όρεξη να ακούσω ιστορίες. Έχεις δίκιο, οι ιστορίες σου είναι ο καλύτερος μεζές.

–Τι ιστορίες ;

–Από αυτές που και εσένα αρέσουν˙ από τα παλιά μας, τότε που ήμασταν μικροί και αθώοι στην Σόφια. Μια ιστορία κατάλληλη για το κρασί, που δεν θα μας ταράξει όμως. Και αν χρειαστεί παραγγέλνουμε και άλλη …

–Ευχαριστώ που δεν ανέφερες τον αριθμό της καράφας που θα παραγγείλουμε.

–Μαλάκας είσαι; Αυτοί που θα σε διαβάσουν –γνωρίζω πως δεν θα αντέξεις και θα καταγράψεις τα λεγόμενά σου– αν είναι προσεκτικοί και αν έχουν όρεξη, ας κρατήσουν λογαριασμό στα ποτήρια που ήπιαμε. Θα χάσουν όμως τις νοστιμιές. Έλα, σε βλέπω, είσαι έτοιμος. Πιες μια γουλιά και ξεκίνα.

–Συχνά σκέφτομαι τις μπριγκάντες.

(Στα χρόνια του «Υπαρκτού Σοσιαλισμού» μπριγκάντες αποκαλούσαν την εθελοντική προσφορά εργασίας μαθητών και φοιτητών συνήθως στον αγροτικό τομέα. Ο καθένας ανάλογα με τα πιστεύω του βάζει ή δεν βάζει εισαγωγικά στο επίθετο εθελοντική).

–Και καλά κάνεις. Περνούσαμε ωραία εκεί.

Ο Τάκης, με την βοήθεια του κρασιού, είχε πάρει το τόσο γνωστό μου ονειροπόλο ύφος, αυτό με τον αποκλίνοντα στραβισμό. Ύφος που με παρότρυνε να προχωρήσω.

–Εντάξει, αν κρίνω από την έκφραση του προσώπου σου το θέλεις πολύ.

Κοίταξα στην καράφα, έδειχνε άδεια.

–Μην ανησυχείς θα το φροντίσω εγώ. Εσύ λέγε!

–Μπριγκαντίρ… Χαμένες λέξεις σε φθινοπωρινή ομίχλη, σενάριο για βουβή ταινία που προβάλλεται στο άσπρο πανί της ομίχλης. Καθισμένος χάμω, πάνω στα ξερά χόρτα είναι ο ήρωάς της, ο Μπριγκαντίρ. Το παντελόνι του, ένα παντελόνι εργασίας, πριν από μερικές μέρες ήταν μπλε. Τώρα έχει απροσδιόριστο χρώμα, μία καφετί απόχρωση παραλλαγής, κατάλληλη για τα χωράφια της βιομηχανικής ντομάτας, γυαλιστερή πάντως και με το εκμαγείο των γονάτων του Μπριγκαντίρ αποτυπωμένο στο γύψο· προϊόν μείξης χυμών υπερώριμων καρπών, σκόνης και μπλε βαμβακερού υφάσματος. Σκόνη και ζουμιά που συνέλεξαν τα πόδια του στα αμέτρητα πέρα δώθε στα χωράφια. Το παντελόνι τού πέφτει μεγάλο, πολύ μεγαλύτερο από το νούμερό του, τού το έδωσαν την πρώτη μέρα της άφιξής του. Έβγαλε τα κανονικά του ρούχα. Τα άφησε να περιμένουν την αναχώρηση από το μέρος αυτό, προσεχτικά διπλωμένα στο σακ βουαγιάζ κάτω από το κρεβάτι του. Αντί για ζώνη έχει περάσει από τις θηλιές του παντελονιού σπάγκο και τον έχει δέσει σφιχτά για να αποφύγει τα ατυχήματα. Στην αρχή της μπριγκάντας το παντελόνι του ανέμιζε ανέμελα σαν ινδικό σαλβάρι, τώρα μετά από τόσες διαδρομές στα χωράφια έχει χάσει την ανεμελιά του και έχει σκληρύνει. Το μπλε βαμβακερό ύφασμα του σακακιού του –και αυτό παραλήφθηκε τη μέρα της άφιξης– κρατάει με αξιοπρέπεια το αρχικό του σχήμα και χρώμα. Στο κεφάλι του έχει δεμένη μια πειρατική μαντίλα. Άσπρη αρχικά. Τώρα ο ιδρώτας με την σκόνη έχουν χαράξει τις δικές τους γραμμές που θυμίζουν τις ζωγραφιές τις πλημύρας σε μάντρα…

–Άσε με να μαντέψω, με διακόπτει με ενθουσιασμό ο Τάκης. Σεπτέμβρης το 1979 στο χωριό Σρεντέτς έξω από την Στάρα Ζαγόρα. Εκεί κυκλοφορούσες με αυτή την μαντίλα και με την ψευδαίσθηση του πειρατή. Δεν θέλω να σε θίξω αλλά περισσότερο με γύφτο έμοιαζες…. Καλά, καλά, εγώ βγάζω τον σκασμό και εσύ συνεχίζεις. Δεν σε διέκοψα, σου έδωσα μία ευκαιρία να δροσίσεις το λαρύγγι σου.

Του χαμογελάω, πίνω μια δεύτερη γουλιά και συνεχίζω μόνο όταν διαπιστώνω τον αποκλίνοντα στραβισμό να επανέρχεται στο βλέμμα του Τάκη.

–Ο άνθρωπός μας δεν κάνει τίποτα, είναι η ώρα του διαλείμματός του. Κάθεται στις παρυφές ενός δάσους και τρώει με αφοσίωση το ψωμοτύρι του δεκατιανού. Σηκώνεται, τινάζει από τα γυαλιστερά του γόνατα κάποια ψίχουλα και πάει στο κάρο με το βαρέλι του νερού. Κλείνει το μάτι στο ζεμένο γαϊδούρι, σκύβει και με μεγάλες γουλιές πίνει νερό. Σκουπίζει με το μανίκι του το στόμα και γυρίζει πίσω στην θέση του. Την αναγνωρίζει από μακριά, τα πατικωμένα ξερά χορτάρια έχουν κρατήσει το σχήμα των οπισθίων του. Ανάβει τσιγάρο και προσθέτει στην ομίχλη ένα σύννεφο μυστηριακού καπνού. Κρατάει το τσιγάρο με τα τρία δάχτυλα του δεξιού του χεριού σαν να θέλει να κάνει τον σταυρό του. Περιμένει κάποιον, ίσως κάποιον δρυοκολάπτη από το δάσος πίσω του, που με τα χτυπήματα του ράμφους του θα δώσει το σύνθημα να ξαναρχίσει την δουλειά στο χωράφι με την βιομηχανική ντομάτα. Ο καπνός από το τσιγάρο του ενσωματώνεται στην ομίχλη. Όλα είναι άηχα, προβολή στο σεντόνι της ομίχλης βουβής ταινίας με σκεπασμένο τον θόρυβο της μηχανής προβολής. Ο άνθρωπός μας σηκώνεται για να ξεκινήσει ξανά την δουλειά. Μόνο έτσι θα μπορέσει να φύγει κάποτε από εδώ και να φορέσει ξανά τα κανονικά του ρούχα. Ανοίγει το στόμα του σαν κάτι να λέει. Το ύφος του είναι ανθρώπου που λέει τραγούδι. Ένας προσεχτικός θεατής θα διαβάσει τα χείλη του και με έκπληξη θα διαπιστώσει πως το τραγούδι που λέει ο Μπριγκαντίρ δεν ανήκει εδώ! Είναι για κάτι χρωματιστά (άσπρα, κόκκινα, κίτρινα μπλε) καράβια που αρμενίζουν πολύ μα πάρα πολύ μακριά… Η ομίχλη σιγά-σιγά διαλύεται. Μέσα στον λευκό σαν σύννεφο ουρανό εμφανίζεται ένας ήλιος ζωγραφισμένος με ακουαρέλα πάνω σε νωπό χαρτί χωρίς σαφή όρια. Ο θεατής καταλαβαίνει, ίσως ενστικτωδώς, πως κάπου στο δάσος κράζει φασιανός… Για να τον ικανοποιήσει, ο σκηνοθέτης της ταινίας διαλέγει ένα πλάνο όπου το πουλί με την μακριά ουρά ανοιγοκλείνει το ράμφος του, μα ο άνθρωπός μας δεν είναι κυνηγός για να δείξει ενθουσιασμό με την εικόνα του πουλιού. Είναι Μπριγκαντίρ, με λερωμένα ρούχα, κολλημένα χόρτα στις κάλτσες και λαστιχένια τσαρούχια, που θυμούνται κάθε σπιθαμή καλλιεργημένου χώματος που έχουν πατήσει. Ένας ξένος άνθρωπος, που φοράει στολή από λάθος παράσταση και τραγουδάει λάθος τραγούδι.

–Έχει μείνει κάτι στην καράφα ή πρέπει να παραγγείλουμε,

λέω στον Τάκη.

–Όχι και δεν χρειάζεται να πάρουμε και άλλο. Η ποικιλία αυτή σε χαλάει, μέχρι και τα λαστιχένια τσαρούχια σε έβαλε να θυμηθείς.

Ο Τάκης απέναντί μου δείχνει μελαγχολικός.

–Περίμενα πώς και πώς η αφήγησή σου να καταλήξει στα όμορφα κορίτσια του έτους μας… Παλιότερα πάντα κατέληγε στα όμορφα κορίτσια. Γέρασες φίλε και οι αναμνήσεις σου, ομιχλώδεις και άηχες πια, απομακρύνονται από την πραγματικότητα που ζούσαμε. Θα πω στο γκαρσόνι να μην φέρει επιδόρπιο. Δεν το αξίζεις!