Η Νίκη της Τζώνας
Στα κακόφαγα παιδιά αρέσει την ώρα που τα ταΐζουν να ακούνε παραμύθια. Ξεχνιούνται και ανοίγουν το στόμα τους. Η ιστορία της Τζώνας, η αρχή της τουλάχιστον, είναι μια τέτοια ιστορία.
Η Τζώνα φοβόταν τους πυροβολισμούς, όπως και κάθε άλλο μουλάρι. Είχε συμπληρωμένα δύο χρόνια στο βουνό, μα δεν είχε συνηθίσει ακόμα τους ήχους του πολέμου. Με το που ακούγονταν πυροβολισμοί η Τζώνα αφήνιαζε, τρεπόταν σε φυγή και αναστάτωνε όλον τον καταυλισμό με τις κλοτσιές, τα ποδοβολητά και τα χλιμιντρίσματά της. Δύο ή τρεις φορές μάλιστα τα κατάφερε, όλο και κάποιος από τους αντάρτες ξεχνιόταν και έδενε χαλαρά τα ηνία της σε κάποιο δέντρο. Σε μία από αυτές τις «αποδράσεις» κατάφερε μόνη της και απέκρουσε την επίθεση ενός Τάγματος του Εθνικού Στρατού. Πρέπει να τους κατατρόμαξε όταν αφηνιασμένη βγήκε από τα δέντρα και όρμησε τυφλή από τον φόβο προς τις θέσεις τους. Με τις κλοτσιές της έβγαλε εκτός μάχης τους φαντάρους της διμοιρίας των όλμων και έφερε αναταραχή σε όλο το τάγμα που έκανε την επίθεση. Κάποιος από τους αντάρτες (ποτέ δεν θα γίνει γνωστό αν διαισθάνθηκε το ρήγμα στις γραμμές των επιτιθέμενων, ή απλά ήθελε να πιάσει την Τζώνα) σηκώθηκε φωνάζοντας ποιος ξέρει γιατί, «Αέρα!» ακολουθώντας το μουλάρι. Το πρόβλημα με τους εμφυλίους είναι πως οι αντιμαχόμενοι πάντα χρησιμοποιούν τις ίδιες, ριζωμένες από τον χρόνο, πολεμικές ιαχές. Τον ακολούθησαν, δισταχτικά στην αρχή, και οι άλλοι αντάρτες. Κάπως έτσι απώθησαν τους στρατιώτες και ολοκληρώθηκε με επιτυχία η αντεπίθεση.
Η προτροπή του γράφοντος προς τους αναγνώστες είναι να μην ερευνήσει κανείς τους γι’ αυτή την μάχη. Οι λόγοι απλοί και εξηγήσιμοι. Δεν έχει καταγραφεί σε κανένα από τα επίσημα έγγραφα της Χι μεραρχίας του ΔΣΕ αλλά ούτε και στα απομνημονεύματα κανενός αντάρτη. Αν η απόκρουση της επίθεσης του Τάγματος είχε σχεδιαστεί από κάποιον, επιτελείο, μέραρχο ή έστω πολιτικό επίτροπο τότε η σύγκρουση θα βαφτιζόταν «Μεγάλη Μάχη» και «Ένδοξο Λαμπρό επεισόδιο στην σύντομη αλλά ηρωική Ιστορία της Χι Μεραρχίας του ΔΣΕ». Θα αποτελούσε μήλον της έριδας στα απομνημονεύματα όλων των επώνυμων στελεχών της Μεραρχίας και όλοι θα λέγανε πως η αντεπίθεση αυτή παρ’ ολίγον από μόνη της θα αποτελούσε την αρχή της Μεγάλης αντεπίθεσης του ΔΣΕ που θα κέρδιζε τον Εμφύλιο, αλλά βλέπεις στάθηκαν εμπόδιο οι υπέρτερες δυνάμεις των Μοναρχοφασιστών, η προδοσία της Γιουγκοσλαβίας, η μπερδεμένη διεθνής κατάσταση, η ανικανότητα των άλλων στελεχών, η προδοτική στάση τού –το όνομα του προδότη εξαρτιόταν από την εποχή συγγραφής των απομνημονευμάτων…
Οι πραγματικοί ήρωες της αντεπίθεσης, η Τζώνα και ο αντάρτης που την ακολούθησε πρώτος δεν ήξεραν γραφή. Για το μουλάρι την Τζώνα αυτό ήταν φυσικό, όσο για τον αντάρτη αυτός έμαθε αργότερα, έγινε μάλιστα και γνωστός μηχανικός στην χώρα που τον φιλοξένησε ως πολιτικό πρόσφυγα. Το ότι ακολουθώντας την Τζώνα ηγήθηκε της αντεπίθεσης δεν το είχε αναφέρει σχεδόν ποτέ, ίσως να κατανοούσε πως αυτός είχε σηκωθεί απλά για να πιάσει το μουλάρι.
Στα αρχεία των νικητών επίσης δεν μπορεί να εντοπίσει κανείς αυτό το επεισόδιο. Πιθανά μόνο οι έμπειροι Ιστορικοί του Εμφυλίου σε κάποιο καταχωνιασμένο έγγραφο μπορεί να εντοπίσουν την φράση «το Ψ Τάγμα του Στρατού μας ακολουθώντας τις διαταγές του Επιτελείου πραγματοποίησε επιτυχή ελιγμό αποχωρώντας από τις θέσεις που κατείχε.»
Ποια ήταν η τύχη της Τζώνας; Νοιάζεται κανείς για την τύχη των ζώων; Οι αναγνώστες που νοιάζονται (ευτυχώς υπάρχουν αυτοί) μπορούν να διαλέξουν όποια εξέλιξη τους πηγαίνει περισσότερο. Είναι σίγουρο πως για το κακόφαγο παιδί της εισαγωγής ,η Τζώνα, κατάφερε να αποδράσει οριστικά λίγο πριν την υποχώρηση του ΔΣΕ και τριγυρίζει ελεύθερη (εβδομήντα χρόνια μετά;) στα βουνά.
***
Για μας κελαηδούν τα πουλιά
Αν είχα στην διάθεση μου χαρτί και μολύβι, που δεν έχω, και κρατούσα ημερολόγιο, η σημερινή καταχώρηση μπορεί να άρχιζε κάπως έτσι: «Την ένατη μέρα του πυρετού επιτρέπονται κάποιες κουβέντες που θυμίζουν παραλήρημα. Όχι πάντα. Οι εκδηλώσεις των πυρετικών κρίσεών μου περιορίζονται σε αναστεναγμούς πόνου που συνοδεύουν τα ρυθμικά χτυπήματα των δοντιών στις φάσεις του ρίγους. Είναι και το παράθυρο απέναντί μου, που στιγμές–στιγμές το φαντάζομαι σαν οθόνη. Σήμερα λοιπόν δεν αποκλείω πως κάτι τέτοιο μπορεί να συμβεί».
Ναι δεν το αποκλείω, ειδικά όταν ο πυρετός μου σκαρφαλώσει πάνω από τους σαράντα. Τότε μπορεί να αρχίσουν οι παραισθήσεις και στο παράθυρο σαν σε απλωμένο σεντόνι κάποιος θα προβάλει ολόκληρη παράσταση Καραγκιόζη. Είναι η στιγμή που γίνεται υπαρκτός ο κίνδυνος να δηλώσω με τα παραμιλητά μου συμμετοχή στην παράσταση, αναλαμβάνοντας κάποιον δευτερεύοντα ρόλο. Πάντα ξεμένουν μερικοί, ας πούμε του Χατζιαβάτη, του Ομορφονιού, ή αυτός του Κολοκυθοσπορίδη. Ακόμα και στις πυρετικές κρίσεις μου αποφεύγω τους πρωταγωνιστικούς ρόλους. Θα μπορούσα στο ημερολόγιό μου αυτό να είχα καταγράψει μία μόνο φράση «Για μας κελαηδούν τα πουλιά», μόνο που δεν είναι φράση μα στίχος από παλιό προπολεμικό τραγούδι.
Προς το παρόν το παράθυρο παραμένει παράθυρο και η αφεντιά μου σχεδόν απύρετη είναι ελεύθερη να κάνει ό,τι της κατέβει. Μην φανταστεί κανείς τρελά πράγματα, με την αριστερή μου πλευρά σουρωτήρι από θραύσματα βλημάτων και αντικείμενο επιστημονικών διαφωνιών των γιατρών. Tο μόνο που μπορώ να κάνω χωρίς να πονέσω είναι να γυρνάω το κεφάλι μου και να παρατηρώ τον κόσμο μου. Ο κόσμος μου; Το νοσοκομείο. Ό,τι πιάνει το
βλέμμα μου από αυτό. Νοσοκομείο σαν όλα τα νοσοκομεία, η παρουσία μας εδώ του έχει προσθέσει το επίθετο «αντάρτικο». Μόνο που είμαστε πολύ μακριά από τα πεδία των μαχών, κάπου στην Βουλγαρία. Αν με το καλό σηκωθώ στα πόδια μου, θα εντοπίσω το μέρος στο χάρτη. Τα απογεύματα, όταν ο καιρός έξω έχει τα χάλια του, δέχομαι επισκέψεις. Έρχονται κατά ομάδες, και τριών ατόμων, αντάρτες νοσηλευόμενοι στους άλλους θαλάμους. Είναι ένας τρόπος να μου δείξουν τα αισθήματα συμπαράστασής τους. Τους ευχαριστώ. Την έχω ανάγκη. Οι συζητήσεις μας είναι σοβαρές. Περιέχουν βαθυστόχαστες ιατρικές αναλύσεις και ριζοσπαστικές μεθόδους αντιμετώπισης των τραυμάτων μου, μα και των δικών τους. Ευτυχώς οι απόψεις μας δεν γίνονται γνωστές στους θεράποντες γιατρούς.
Στα διαστήματα που είμαι απύρετος, μου είναι ευχάριστη η οχλαγωγία που φέρνουν μαζί τους στο θάλαμο. Οι επισκέπτες με τρατάρουν με λιχουδιές κλεμμένες από την τραπεζαρία. Στις νοσοκομειακές πιτζάμες που φοράνε –στις τσέπες τους– κουβαλάνε εφημερίδες, ειδήσεις και μικρά χάρτινα χωνάκια με ψημένους ηλιόσπορους. Ωραίοι αλμυροί ηλιόσποροι. Ένας θεός ξέρει από πού τους προμηθεύονται. Με τα δόντια σπάμε την φλούδα τους και ακούγεται ένα συνεχόμενο τσικ-τσικ, που αντικαθιστά τα επιφωνήματα θαυμασμού για ό,τι ανάγνωσμα κουβαλούνε στις σελίδες τους οι εφημερίδες. Μου αρέσει το γεγονός πως αυτά τα αναγνώσματα με τόνους αγωνιστικού ενθουσιασμού προβλέπουν με βεβαιότητα την Νίκη μας. Στις κουβέντες μας στον ίδιο τόνο προβλέπουμε, ακόμα και η αφεντιά μου, την πανηγυρική επιστροφή μας στις μάχες, μετά την επιτυχή αποθεραπεία μας. Με ανακουφίζει η βεβαιότητά μας αυτή. Θέλω πολύ να μας πιστέψω. Και για την Νίκη μας και για την επιστροφή μου στην μάχιμη δράση. Κάπως δύσκολο, αλλά είναι ευχάριστο να το ακούει κανείς. Να το ακούει, όχι απαραιτήτως και να το πιστεύει. Είμαι σίγουρος πως ο καθένας μας κρατάει για τον εαυτό του κρυμμένη στην τσέπη της νοσοκομειακής μας ριγέ ρόμπας μια δεύτερη, καθαρά δικιά του, ανάγνωση των ειδήσεων. Δεν είναι απαραίτητα ανάγνωση διαφωνίας, μόνο λίγο πιο προσωπική, που κάπως άτολμα αναφέρει την αυριανή μέρα.
Σήμερα ο καιρός είναι καλός. Κανείς δεν θα έρθει να με επισκεφτεί. Όλοι όσοι μπορούν είναι έξω, στον κήπο του νοσοκομείου. Από το ανοιχτό παράθυρο φτάνουν ήχοι από βήματα πάνω σε χαλίκια και ρυθμικά χτυπήματα στο έδαφος από πατερίτσες. Αργότερα, όταν σκοτεινιάσει μπορεί να περάσει κάποιος να μου πει μια καληνύχτα. Μέχρι τότε στήνω αυτί να συλλέξω τους θορύβους που μπαίνουν από την ανοιχτή προς τον διάδρομο πόρτα. Από τον ίδιο τον διάδρομο φαίνονται ελάχιστα πράγματα, μια διαγώνια λωρίδα και ένας ρόμβος από το πορτοκαλί απογευματινό φως του ηλίου. Πόσα συναρπαστικά πράγματα μπορεί να συμβούνε σε μια διαγώνια λωρίδα πλάτους είκοσι εκατοστών; Ελάχιστα!
Αυτή την ώρα ο διάδρομος είναι άδειος. Λειτουργεί όπως το ηχείο μουσικού οργάνου, συλλέγει ήχους, τους προσθέτει ηχώ και τους γεμίζει νοήματα. Βήματα που απομακρύνονται, τριξίματα που αφήνουν οι ρόδες των καροτσιών του φαγητού, ή αυτά με τα υλικά της αλλαγής τραυμάτων. Επαναλαμβάνει μακρινούς και δυσνόητους απόηχους συζητήσεων και κάπως πιο κοντινούς τραγουδιών. Ναι, τραγουδιών.
Aναγνώρισα το τραγούδι και ξαφνιάστηκα. Δεν το περίμενα, εδώ στο νοσοκομείο, να ακούσω τραγούδι και μάλιστα ανέμελο. Τραγουδούσαν τα κορίτσια. Οι επισκέπτες μου ανάφεραν, διέκρινα μάλιστα κάποια ζήλεια στην φωνή τους, πως στην πτέρυγα που νοσηλεύομαι είναι οι θάλαμοι των κοριτσιών. Με κάποια καθυστέρηση συνειδητοποιώ πως η ένδειξη συμπαράστασης πιθανά να μην είναι ο μόνος λόγος των επισκέψεων τους. Μπορεί να είναι και μια καλή δικαιολογία. Επιστρέφω στο τραγούδι. Δεν θυμάμαι πόσο καιρό είχα να ακούσω ανέμελο τραγούδι κοριτσιών. Μπορεί από εκείνες τις χοροεσπερίδες της ΕΠΟΝ το Φθινόπωρο του 44. Το τραγούδι τους παλιό, ανοιξιάτικο όπως και η διάθεση των κοριτσιών που το έλεγαν. Κόλλησα και άρχισα να το μουρμουρίζω. «Για μας κελαηδούν τα πουλιά». Προπολεμικό τραγούδι. Το έπαιζε ο φωνογράφος ενός καφενείου, στον δρόμο της απογευματινής Κυριακάτικης βόλτας…..
Όλοι οι κάτοικοι της πόλης έχουνε βγει περίπατο. Περπατούν κομψά ντυμένες κοπέλες. Η αφεντιά μου, όλη η παρέα μας, περπατάμε επιδεικνύοντας την κομψότητα της φτώχειας μας. Φοράω μόρτικα το πηλίκιο του γυμνασίου, σεργιανάω με αργό συρτό βήμα και όπου νομίζω πως δεν με παρατηρεί κανείς ρίχνω μία γυροβολιά στον ρυθμό του τραγουδιού κρατώντας στην αγκαλιά της φαντασίας το κορίτσι των ονείρων μου. «Αναμνήσεις που δεν με βοηθούν» αντέδρασε δήθεν θυμωμένα η συνείδηση μου. Αν και πρόσεξα πως οι συλλαβές αυτής της αντίδρασης ταιριάζουν απόλυτα με αυτές του στίχου του τραγουδιού. Νομίζω πως η περίοδος της απυρεξίας λαμβάνει τέλος. Έχω μάθει και εντοπίζω τα σημάδια του πυρετικού κύματος. Τα ρίγη που με πιάνουν δεν είναι αποτέλεσμα της συγκίνησης από την ανάμνηση της Κυριακάτικης βόλτας. Ακούω μουσική και χειροκροτήματα. Ένα φωτισμένο άσπρο σεντόνι απλώνεται μπροστά μου. Μια απορία που εμφανίζεται στην σκέψη μου –πότε το σεντόνι κάλυψε το παράθυρο– μένει αναπάντητη. Μουσική. Βαλς. Η φωνή του τραγουδιστή μού είναι γνωστή. Αναγνωρίζω και τα λόγια του τραγουδιού. Κάποια πουλιά κελαηδούνε για κάποιον. Καταλαβαίνω πως πιο ταιριαστή στην εικόνα που παρακολουθώ θα ήταν μουσική ενός άλλου, πιο οικείου χορού, ας πούμε καλαματιανού. Το απλωμένο μπροστά μου άσπρο σεντόνι φωτίζεται. Εμφανίζονται πάνω του σαν αποτύπωμα μαύρες φιγούρες. Ακούω καθαρά την παραμορφωμένη για τους ρόλους φωνή μου.
Καραγκιόζης: Ε!…Ε ρε γλέντια
Κολλητήτρης : Ωπα, ώπα, γεια σου μπαμπάκο.
Καραγκιόζης : Γεια σου ξυπόλυτη οικογένεια….
Η μουσική συνεχίζει να ηχεί αταίριαστα, και από το πουθενά, στο άσπρο σεντόνι προβάλλει ξανά, καθαρογραμμένη, η ίδια πάλι απορία. Γιατί παίζουν βαλς;
Στο άσπρο σεντόνι ξεπροβάλλει επίσης η μαύρη φιγούρα
του πασά. Η φωνή μου, συνεχίζω και την αναγνωρίζω, σαν
υποβολέας θυμίζει τα λόγια που πρέπει να πει ο πασάς. Ακούω καθαρά. «Καλώς τον, τον αφέντη τον Σουκρή. Τι
έκανες, βρήκες κομπογιαννίτη γιατρό;» Ο Πασάς, γράφει
στα παλιά του παπούτσια τον όποιον υποβολέα και δανειζόμενος την φωνή μου κακαρίζει: «για μας κελαηδούν τα πουλιά».