Από την άτακτη φυγή των αλυσιδωτών εκρήξεων του σύμπαντος
στη λελογισμένη επιστροφή μας στη γη
Όσο τα χρόνια περνούν ο άνθρωπος, έχοντας πλέον μια απόσταση ασφαλείας από τα πράγματα που τον πόνεσαν, νοιάζεται να βάλει σε τάξη όσα τον συνεπήραν, ν’ αναμετρηθεί με το χτες, να καταλογογραφήσει πρόσωπα, ονόματα, συμβάντα, χρόνους, τόπους. Αναζητά σε αποδείξεις και ντοκουμέντα το βιος, την εξιλέωση κι ενδομύχως τη θεμιτή και αναγκαία δικαίωση ανθρώπων και έργων.
Με αφετηρία λοιπόν το Μπουρντάρι, σημερινό Δαφνόφυτο κοντά στην περίφημη Ζίτσα, ο Ήπειρος Νίκος Ζωιόπουλος ανασυσταίνει τον Κολωνό, τον Άγιο Ιερόθεο, τον Λόφο Σκουζέ, τον ακορντεονίστα πατέρα του Σωτήρη Ζωιόπουλο ή «κακαράπη» που στα τέλη της δεκαετίας του ’60 ο Νίκος συναντούσε τακτικά στο πατρικό του επί της οδού Άστρους 40.
Μπορεί να καταλαμβάνει η Ήπειρος έντεκα σελίδες στο βιβλίο του Νίκου και δεν ξέρω πόσο μετρά στις σελίδες της ζωής του, αλλά η Αθήνα, ο Κολωνός, τα Σεπόλια σίγουρα βαραίνουν περισσότερο και ως έκταση αλλά και ως δυνατότητα του υπερκινητικού Ζωιόπουλου να διανύει σαφώς μεγαλύτερες αποστάσεις απ’ ό,τι στο Δαφνόφυτο ασχολούμενος με τις δεκάδες δραστηριότητες και τα ποικίλα ενδιαφέροντά του.
Αθήνα, λοιπόν, δεκαετία του ’60, αρχές. Κολωνός πίσω από τον σταθμό Λαρίσης. Οδός Μαδύτου δίπλα από τα Αυγουλάδικα, τη σημερινή πλατεία Πανταζοπούλου. Δεν θυμάμαι αν πήγαμε κατευθείαν εκεί ή μας φιλοξένησε κάποιος. Πάντως καλά ήτανε. Μια μονοκατοικία με μεγάλες ξύλινες πόρτες και 2 δωμάτια ή 1, δεν θυμάμαι, και αυτοί που θα μπορούσαν να θυμούνται ή έχουν φύγει από τη ζωή ή έχουν άνοια. Η μάνα μου όλη μέρα δούλευε, μάλλον σε σπίτια έπλενε και έραβε. Από τότε, είχε τον τίτλο της χρυσοχέρας, γυρνούσε αργά το απόγευμα. Κι εγώ όλη μέρα σουλάτσερνα. Ήταν καλοκαίρι και άλλα παιδιά ήταν σαν και εμένα. Οπότε χορταίναμε παιχνίδι, ξύλο μεταξύ μας, γδαρσίματα, κατεβαίναμε σε υπόγεια άδεια, πηγαίναμε σε οικοδομές, παλιά γιαπιά, στον λόφο του Κολωνού, όλα τα γυρίζαμε. Η κοιλιά μας όλη μέρα γουργούριζε από την αφαγία. Περιμέναμε καμιά γειτόνισσα να μας δώσει κανένα κομμάτι χτεσινό ψωμί. Καμιά φέτα ψωμί με λαδορίγανη και ξύδι, τότε κάναμε γιορτή. Αλλά αυτά γίνονταν σπάνια. Πείνα και άγιος ο θεός. Τότε μου ’ρθε μια ιδέα. Παλιά μου τέχνη κόσκινο. Θυμόμουν τους γονείς μου που τραγουδούσαν. Γιατί να μη τραγουδήσω και εγώ, να βγάζω και κανένα φράγκο; Η πλατεία δίπλα στο σπίτι μας λεγόταν Αυγουλάδικα, γιατί εκεί γινόταν η διακίνηση των αυγών και μαζεύονταν όλοι οι έμποροι αυγών της Αθήνας. Τα παζάρια στα καφενεία άρχιζαν από το πρωί. Ήταν το χρηματιστήριο των αυγών, πολλά λεφτά. Πήγαινα λοιπόν στη μέση του καφενείου και έβγαζα κάτι κορώνες… «Σήκω χόρεψε κουκλί μου, να σε δώ να σε χαρώ όπα νινανάγια γινανναγιά…» Πρέπει να με κάνανε πολύ χάζι γιατί αμέσως σταματούσαν τα παζάρια και με κοιτούσαν σαν εξωγήινο. Πάντως παράξενα και χαμογελαστά. Οι καφετζήδες μου ’διναν το μικρό πιατάκι του καφέ. Τα πενηνταράκια πέφτανε βροχή, ελάχιστες δεκάρες, εικοσάρες και πότε-πότε καμιά δραχμή. Χωρίς πολλά-πολλά χρίστηκα ο αρχηγός της παρέας μου. Κερνούσα σοκολάτες, καραμέλες, τσιχλόφουσκες και κουλούρια θεσσαλονικιότικα. Και χωρίς αυτά πάλι ήμουν αγαπητός, αλλά τώρα με το χρήμα έγινα θεός.
Το φωτογραφικό αρχείο έρχεται να πλαισιώσει την αφηγηματική ροή: Με τη μητέρα Βάσω, με κουστούμι κι αητό του Ολυμπιακού στον λόφο του Κολωνού, ποδηλατάδα για το Σούνιο με τον Καζαντζίδη, την Καίτη Γκρέυ και τον πατέρα, σχολικές επιδείξεις, χωματόδρομοι και μονοκατοικίες, μπάλα στον δρόμο, κάρα με λουλούδια και χώμα για τον καλλωπισμό των σπιτιών, ο νταβάς στο κεφάλι για το κυριακάτικο κρέας στο οικογενειακό γεύμα.
Με τον Νίκο πέρα από μνήμες στους ίδιους χωματόδρομους σε περιοχές και χρόνια δύσκολα μας συνδέει ασφαλώς ο Ολυμπιακός και τα πάθη του, το Φεστιβάλ των μικρομηκάδαν στη Δράμα κι ο Αντώνης Παπαδόπουλος, το Μικτό Γυμνάσιο Κολωνού που γρήγορα το άφησε εξ ανάγκης, εργαζόμενος πολυτεχνίτης γαρ, για να το ανταλλάξει με το Νυκτερινό, οι Απόκριες με το γαϊτανάκι και τον έφιππο τσολιά πάνω στο ψεύτικο χαρτονένιο άλογο, το άρωμα του χαμομηλιού που φύτρωνε σε λόφους και σε χωράφια στα Σεπόλια και τα γύρω μέρη, οι αυλές των θαυμάτων στις γειτονιές μας, το Α’ Βοηθειών στην Γ’ Σεπτεμβρίου, οι καρέκλες που ’βγαιναν στα πεζοδρόμια τα βράδια του καλοκαιριού με τις γειτόνισσες και τα σχολιανά τους. Πάντοτε καλοπροαίρετα κι ας πέρναγαν ψιλό γαζί τον σύμπαντα κόσμο: Διαβάζω από τη σελ. 41: Τα απογευματάκια λοιπόν γινόταν ένας χαμός στην αυλή μας, ειδικά όταν άνοιγε ο καιρός. Οι μεγάλοι με καρέκλες κι εμείς με σκαμνάκια. Οι καθημερινές ιστορίες και οι περιπέτειες των μεγάλων, το πρώτο θέμα. Τι κάνανε στη δουλειά τους, τι συναντήσανε στον δρόμο. Ο κυρ Κώστας για παράδειγμα είχε ένα τρίκυκλο μηχανάκι που ο οδηγός καθότανε πίσω και το φορτίο ήταν μπροστά του. Έκανε διανομή της σόδας «Σάριζα», γι’ αυτό πολλές φορές τις αποθήκευε στον διάδρομο της αυλής μας, προς τη σιδερένια εξώπορτα. Αυτός, παλιά, ο κυρ Κώστας, ήταν στην Αεροπορία, αλλά δεν ξέρω γιατί, έφυγε. Μας έλεγε διάφορα που του συνέβαιναν στη δουλειά του με τους καταστηματάρχες, ποιοι δεν τον πληρώνουν, τους τσακωμούς που έκανε και άλλα. Οι κυράδες κύριο πρόβλημα είχαν τι θα μαγειρέψουν αύριο, ποια θα πλύνει σήμερα για να απλώσει στη μικρή ταράτσα. Τα παράπονα με τις απέναντι γειτόνισσες, εκτός αυλής, που δεν σκουπίζουν, δεν καθαρίζουν ούτε μια φορά τον δρόμο και πετάνε τα σκουπίδια τους στη δική μας πόρτα. Ή μιλούσαν για τον Δημήτρη, της κυρά-Χρυσούλας από παρά δίπλα, από το 2 της Φιλιατρών που έσπασε το κεφάλι του δικού μας Δημήτρη. Και μετά ασχολιόντουσαν με εμάς.
Τα κείμενα-αναμνήσεις του Ν.Ζ. με την τρυφεράδα της ωριμότητας μπορούν ν’ αντιμετωπίσουν τη σκληράδα του παρελθόντος που ως χθες κι ανήμπορο πλέον να μας βλάψει έρχεται να φιλτράρει με τα νιάτα της μνήμη το σήμερα: ονόματα πολλά ονόματα κι εικόνες πολλές εικόνες που ο Νίκος κατάφερε να τους προσδώσει ζωή και να τα καταστήσει αιώνια κι γι’ αυτό άχραντα.
Κώστας Κρεμμύδας