Μη Αντιστρεπτή Φυσική Μεταβολή
Απλο-ποίηση
[ ] Πρωτότοκα επισφαλής παρατηρούσα τη μαμά
να φουσκώνει επικίνδυνα
Στην κοιλιά της, είπαν, είχε μπει ένα σποράκι
Πέντε μήνες μετά πέθαναν οι αγκαλιές
Τα παιχνίδια
Ο μπαμπάς
Από έξι χρονών έχω να φάω πασατέμπο
(από το Ανάσκελη με πυρετό)
Καθηλωτική ποίηση μέσα από μια πηγαία αποκαθήλωση κάθε τι γήινου / εναέριου, υπόγειου / υπέργειου, φυσικού / μεταφυσικού, συνειδητού και υποσυνείδητου. Στο έργο της Νίκης Χαλκιαδάκη τα πάντα εμπεριέχονται, δικαιολογούνται και προκύπτουν μ’ έναν λόγο μοναδικά συμβολικό. (Κι όποιος κατάλαβε κατάλαβε γιατί η τέχνη είναι η απορία του επέκεινα και η ενεργοποίηση του συνόλου των αισθήσεων, συναισθήσεων και συναισθημάτων μας.)
Οι σταθερές: ζωή/θάνατος, κτήση/ απώλεια, σπίτι, οικογένεια, κοινωνία [για τη Νίκη το «εμείς» εμπεριέχεται στο ποιητικό της «εγώ»].
Μαεστρία, τόλμη, πρωτοτυπία, φρεσκάδα. [Συνειδητά αποφεύγω αταίριαστους εδώ επιθετικούς προσδιορισμούς] και διαλέγω ουσιαστικά.] Περιπαίζει την κοινοτοπία (αλλά και τη ζωή –που έτσι καθώς είναι, της βγάζει τη γλώσσα, όπως και στους Δασκάλους, με κεφαλαίο Δέλτα, τους επαΐοντες, όλους αυτούς που με τον καθημερινό (και πλέον και μιντιακό θόρυβό τους κομπορρημονούν το τίποτά τους βλ. γενικευμένη υποχώρηση της σύγχρονης πολιτικής, στα διεθνή και τα εσώτερα, που είναι και δική μας ήττα/αμηχανία. Κι όμως υπάρχει η πικρή ειρωνεία της ποίησης που συνήθως βάζει στη θέση τους τα πράγματα:
Χρησμός
Αυτή η ρωγμή που ξεκινάει απ’ το ταβάνι και τελειώνει στην κοιλιά μου
δεν πονάει πια
λέω α μπε μπα μπλομ και δεν πονάει
Στο μικρό κορίτσι που είδε τα εντόσθιά μου λέω τού κείθε μπλομ
και δεν νομίζω να τη νοιάζει
Της κρύβω τι σημαίνει μπλιμ μπλομ
δεν είμαι σίγουρη αν μπορεί να το αντέξει
Δεν την ταΐζω από το στήθος μου μη δοκιμάσει άνθρωπο
και αρχίσει να γράφει τίποτα ποιήματα
Έχουμε εδώ μια δυναμική διαχείριση της γλώσσας που τη διαλύει και διαλέγεται μαζί της άλλοτε περιπαικτικά, κάποτε τραυματικά μα πάντα επώδυνα. Για τη Νίκη Χαλκιαδάκη οι λέξεις είναι οι άλλοι.
Ποίηση Ασυναίρετη και Αμετάβατη και Σκληρή, όπως η εποχή μας: «γιατί έχουν αγριέψει οι άνθρωποι, τα πουλιά και οι σερβιτόροι». Ποίηση γένους θηλυκού με σαφή την υπεροχή και κυριαρχία του γένους.
Οι μικρές κανίβαλες έρχονται ως συνέχεια και διαλέγονται με την προηγούμενη συλλογή της ανάσκελη με πυρετό, δέκα χρόνια πριν. Γραμμένα και τα δυο της βιβλία σε μια ιδιαίτερα φορτισμένη και τραυματική παγκόσμια και ελλαδικά δεκαετία αποδεικνύουν ότι η δυναμική της ποίησης μπορεί και ν’ αποτελεί αντίβαρο και απαντοχή ζωής εν προόδω.
Ένα διαρκές ερώτημα, μια αναδίφηση ψυχών τε και σωμάτων επιχειρεί η Χαλκιαδάκη με τη νέα συλλογή της αναζητώντας μέσα από αφοπλιστικά ερωτήματα απαντήσεις ενδεχομένως περιττές. Άλλωστε εδώ προέχει/προεξάρχει η ποίηση: τόσο σκοτάδι μέσα μου που ξεχνάω από τις πολλές φορές αν είμαι σοκολατάκι, περικάρπιο, παιδί/ από πλατίνα ή πραλίνα και πάνω κάτω πότε λήγω («Μια γιορτή μα ποια γιορτή»).
Κι επειδή σε όσους ξέρουν και κατέχουν η ποίηση ταυτίζεται με τη ζωή δεν μπορεί παρά να απασχολεί την πορεία της το βασικό ερώτημα που θα μπορούσε να της απευθύνει η μάμα της, η κάθε μαμά και ο κάθε άνθρωπος:
μα καλά παιδί μου πώς σου ’ρθε;
Η Χαλκιαδάκη απαντά μέσα από ένα κείμενο που το δημοσιεύσαμε το 2017 στον Μανδραγόρα: Η έμπνευση είναι μια φάρσα που έχουν επινοήσει οι ποιητές για να φαίνονται σπουδαίοι (Jean Anouilh). Η έμπνευση είναι μια λέξη κακόμοιρη για μένα, παραποιήθηκε και κακοποιήθηκε όσο λίγες. Είναι σαν να δίνεται για να ξεμπερδεύουμε. Και εμένα με φέρνει και σε μια αμηχανία. Δεν την αντιλαμβάνομαι δηλαδή ως θεία (θεϊκή), θα προτιμούσα μια πιο γήινη, μια πιο χωμάτινη, μια πιο σωμάτινη όπως αγκάθι ή φωτιά ή και φαγούρα, γιατί αν ο ποιητής δεν καίγεται ή δεν τον τρώει δεν γίνεται τίποτα.
Και συνεχίζει να απορεί: έλεγε η μαμά:
πάρε ζακέτα
Ο ποιητής, άνθρωπος με θερμοκρασία 36 και έξι –ενίοτε–, κουβαλάει ακόμα και το κατακαλόκαιρο “ζακέτες”, δηλαδή τύπου άχρηστα πράγματα που δεν είναι τύπου, που δεν είναι πράγματα και δεν είναι άχρηστα (άλλωστε τα πρακτικώς άχρηστα θέτουν υποψηφιότητα για ποίηση, για αυτά τα έργα ουχί παραδεδειγμένης χρησιμότητας, όπως έλεγε ο Παπαδιαμάντης).
Συνήθως, λοιπόν, το παιδί της μαμάς απαντά σε όλα με το “καλά, καλά, καλά”, αλλά ακόμα και όταν αυτό το παιδί θα γίνει μαμά του παιδιού του –η γέννα δεν είναι απαραίτητη– [μεταφορική και προσχηματική] ή όταν θα έχει μια γάτα που τη λένε Τζόυς, μια γλάστρα με βασιλικό ή γόνατα που πονάνε και ό,τι άλλο αποτελεί δείκτη μιας κάποιας αφοσίωσης, η μαμά –το ακατάταχτο αυτό ον– συνεχίζει να λέει τα ίδια, 3000 φορές τη μέρα, κάθε μέρα, και τα λέει σαν να είναι νέες εμπειρίες (ανοικείωση) και δεν θα σταματήσει ποτέ να τα λέει.
Οπότε έρχεται η σειρά της Νίκης να ρωτήσει τη μαμά της :
Γιατί μαμά? Γιατί, έτσι. (απόλυτα και χωρίς πολλά πολλά)
Κι αυτό είναι ποίηση
Κώστας Κρεμμύδας
Η Νίκη Χαλκιαδάκη κατάγεται από την Κρήτη. Γεννήθηκε το 1980 στα Τρίκαλα Θεσσαλίας. Αποφοίτησε από το Τμήμα Φιλολογίας της Φιλοσοφικής Σχολής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Έκανε μεταπτυχιακό στον Τομέα Δημιουργικής Γραφής του Πανεπιστημίου Δυτικής Μακεδονίας. Το βιβλίο της ανάσκελη με πυρετό τιμήθηκε με το Πρώτο Βραβείο καλύτερης ποιητικής συλλογής, νέου ποιητή, για το 2013 από το Συμπόσιο Ποίησης, στο Πανεπιστήμιο Πατρών και ήταν στη βραχεία λίστα, την ίδια χρονιά, για το Κρατικό Βραβείο Ποίησης του ΥΠΠΟ. Ποιήματά της έχουν φιλοξενηθεί σε λογοτεχνικά περιοδικά και έχουν μεταφραστεί στα αγγλικά, γερμανικά και γαλλικά. Οι μικρές κανίβαλες είναι η τρίτη ποιητική της συλλογή. Μετά από δεκαετή διαμονή στη Σκωτία επανήλθε στον γενέθλιο τόπο της όπου ζει.