Ήταν άκαρδη εκείνη η συκιά
έξω από το παράθυρό μου.
Ξυπνούσε κάθε άνοιξη δίχως να νοιάζεται
για τη μυρωδιά που βλάσταινε στον νου μου.
Όμως επέμενε να εκκρίνει το γάλα
που με θήλαζε ερήμην μου,
να βγάζει το χνούδι
που κοκκίνιζε τις παλάμες μου.
Ήταν άκαρδη.
Τα πρωινά δεν μου έδινε αξία.
έπιανε συζήτηση με τα πουλιά.
Τα μεσημέρια όμως έβαζε τον άνεμο
να μου τρυπάει τα αυτιά
για τους μελένιους καρπούς που έκρυβε.
Τότε ακουμπούσα στον κορμό της
και νόμιζα πως ακούω τον σφυγμό
κάτω από το ξύλινο περίβλημα.
Τα βράδια ξαφνικά γινόταν σκιά
δεν θυμόταν πως με είχε αιχμαλωτίσει.
Με έδιωχνε.
έκλεινα το παράθυρο
και στο κρεβάτι μου σκεφτόμουν
πώς θα την πελεκίσω.