Από τις πρώτες μέρες που άρχισαν τα μέτρα απαγόρευσης της κυκλοφορίας συνήθιζα να κάνω τον απογευματινό μου περίπατο, μόνος ή με έναν φίλο στην παραλία. Κάπου εκεί, όπου κάποτε βρισκόταν η «βάσις» και η «εξηκονταρχία» της ποιητικής Πρέβεζας, είδα ένα ψάρι που σπαρταρούσε, ξαγκιστρωμένο πια, πάνω στον τσιμεντένιο ντόκο. Ο μοναχικός ψαράς μάλλον δεν είχε συνηθίσει ακόμα τις απαγορεύσεις κι έμοιαζε χαμένος στον ρεμβασμό του, προσηλωμένος στην πετονιά που η άκρη της χάνονταν στη σκοτεινιά του λιμανιού.
Εξακολουθήσαμε το δρόμο μας για λίγο, ώσπου ο φίλος μου κοντοστάθηκε μπροστά στο μέρος που ήταν κάποτε το κτίριο του μονοπωλιού του αλατιού και μου είπε: «Ξέρεις, κάπως έτσι θα ξαναβγούμε κι εμείς στον αφρό, μ’ ένα σιδερένιο αγκίστρι που θα μας σκίζει το στόμα». Σταμάτησα ξαφνιασμένος. «Θα σπαρταράμε για χρόνια», συνέχισε κι εγώ από αμηχανία έβαλα το χέρι στην τσέπη να κοιτάξω το κινητό μου. Πριν σβήσει το φως στην οθόνη του, διάβασα το τελευταίο μου μήνυμα. Μετακίνηση 6.