Μαρία Δαλαμήτρου | Οξιά

In Διήγημα, Λογοτεχνία, Πεζογραφία by mandragoras

 

Και τότε, ένα μικρό σκουλήκι, έλασμα της φύσης στις αντιστάσεις του καιρού, συστράφηκε και τεντώθηκε και κίνησε το ανηφορικό σύρσιμο στο δέντρο. Ούτε που ήξερε πως γέμιζε με το υγρό σώμα του το βαθούλωμα στο γράμμα Ν που κάποιος είχε χαράξει στην οξιά, και ουδείς δε θα το διέκρινε, παρά μόνο το μάτι της κουρούνας.

Το άρπαξε με βεβαιότητα στο ράμφος της και τόλμησε μια πτήση ανάμεσα από πλατύφυλλα δέντρα και γυαλιστερά. Αλφαδιασμένη από μόνη της, δεν ξέφυγε ούτε χιλιοστό από την πορεία της, πριν γαντζωθεί στη φωλιά της κι αφήσει ένα κρώξιμο μεταλλικό να ταξιδέψει, γρήγορο σαν το φως, ως τις ξύλινες καλύβες.

Ο ήχος γαργάλησε το αυτί του σκύλου. Σαν να τον σκούντηξε, ο ήχος τον σήκωσε και τον έφερε, αργά και βαριά, μέχρι τη βρύση. Εκεί, στους τενεκέδες τους γεμάτους με νερό, εκεί έβαλε τη γλώσσα του και την πλατάγισε πολλές φορές να ξεδιψάσει, κι απόδιωξε όλες τις μέλισσες που ανώφελα τριγύριζαν τους ίδιους τενεκέδες.

Μία από αυτές, μες στην αμυντική της παραζάλη, σφύριξε τη διαδρομή της ως το ανοιχτό παράθυρο της καλύβας. Μπήκε στο δωμάτιο το σκοτεινό λίγο πριν χαράξει κι όλο τυχαία ακούμπησε μία ντουλάπα, ένα σεντόνι, και ένα πόδι γυναικείο. Όπως αυτό τινάχτηκε στον ύπνο του που γινόταν ξύπνιος σιγά σιγά, η μέλισσα το τσίμπησε.

Η Ε. ονειρευόταν πάλι το ποτάμι. Ονειρευόταν πως αυτή τη φορά δεν το ακολούθησαν με το αυτοκίνητο, αλλά κολυμπώντας, κι αυτό ήταν κάτι εύκολο στην αρχή, αλλά μετά το πόδι της έχασε την ευλυγισία του, γιατί εμφανίστηκε μια μέδουσα. Κι ακόμη κι αν η Ε. είπε στον ύπνο της την πρόταση “η μέδουσα είναι στις θάλασσες, όχι στα ποτάμια”, το ζώο την τσίμπησε κι αυτή ξύπνησε.

Με το πρώτο γράμμα, με το άλφα ενός αναστεναγμού, άνοιξε τα μάτια της. Της πήρε λίγα δευτερόλεπτα για να καταλάβει πως αυτό που ένιωθε κοντά στον αστράγαλο μάλλον ήταν τσίμπημα από μέλισσα. Κοίταξε το δέρμα. Ήταν λίγο κόκκινο και πονούσε. Χωρίς διάθεση για πολλές κινήσεις, σύρθηκε ως το μπάνιο να βάλει κρύο νερό στο σημείο που φαινόταν το κεντρί. Ο ήλιος μόλις είχε σηκωθεί στην πλαγιά και ο Ν. κοιμόταν ακόμη. Το ίδιο κι οι υπόλοιποι.

Είχε χάσει τον ύπνο της για σήμερα. Έβαλε φόρμα και παπούτσια και βγήκε έξω. Τα τεκμήρια της προηγούμενης βραδιάς ήταν ακόμη εκεί. Μια χρησιμοποιημένη ψησταριά, μια σακούλα από κουτάκια μπίρας, μαγιό που στέγνωναν στα παγκάκια, κι ένα τασάκι κάποιων που ξενύχτησαν περισσότερο από τους υπόλοιπους. Όλος ο εξοπλισμός μιας σωστής μετεφηβείας αυτών που τελείωσαν το σχολείο φέτος.

Ο αστράγαλος είχε πρηστεί ελαφρά. Εντάξει, θα περνούσε, την είχε ξανατσιμπήσει μέλισσα, κι αυτή είχε ξαναερωτευτεί αγόρι. Μέσα σε μία χρονιά, είχε φιλήσει και ερωτευτεί έξι αγόρια. Ο περσινός της εαυτός θα τσίριζε, αν το μάθαινε. Μπροστά στη φρενίτιδα μιας ενήλικης ζωής που κατέφθανε γεμάτη επιλογές, έπιασε το κεφάλι της και άρχισε να γελάει μόνη της. Έβαλε μια τρεχάλα, σαν το σκέφτηκε αυτό, και μπήκε στο δάσος. Αφού είχε χρόνο τώρα το πρωί, θα πήγαινε να διορθώσει τη βλακεία που έκανε πέρυσι.

Ποιο δέντρο ήταν; Αν δεν ξεστράτιζε από το μονοπάτι, θα το έβρισκε μπροστά της σε δέκα χωμάτινα βήματα. Χαμογελούσε όσο τα μετρούσε, και μεγάλωνε, όλο και μεγάλωνε στο μυαλό της, γινόταν μεγάλη γυναίκα, με μεγάλο κορμό, μεγάλα κλαδιά, μεγάλα φύλλα. Να το δέντρο.

Το σκάναρε γρήγορα και βρήκε το γλυπτό της. Ένα γράμμα, το Ν., σκαλισμένο με το κλειδί του δωματίου τους πέρυσι. Πέρυσι που ακόμη υπήρχε το “για πάντα” στις προτάσεις τους. Ξαναέβαλε τα γέλια, καθώς απαριθμούσε τώρα τα αρχικά που μεσολάβησαν τους τελευταίους μήνες. Έσκυψε, πήρε χώμα, κι άρχισε να γεμίζει το κενό στο δέντρο, να μην φαίνεται το Ν.

Εις τους αιώνας των αιώνων, η παιδική ηλικία απήλθε εις χουν, κι αυτή: ποτέ ξανά παιδί.