Λορέντζος Μαβίλης: πατριωτισμός, ποίηση και σκάκι (μέρος 2ο) | Σπύρος Ιλαντζής

In Σκάκι by mandragoras

 

 

Είναι γνωστόν ότι στο επιτάφιο επίγραμμα του Αισχύλου εκείνο που δοξαστικά τονίζεται δεν είναι το ποιητικό έργο του αλλά η συμμετοχή του στη μάχη του Μαραθώνα και η «ευδόκιμος αλκή» που επέδειξε. Η περίπτωση του Αισχύλου αποτελεί ίσως το χαρακτηριστικότερο παράδειγμα ενός λαμπρού ποιητή που παίρνει ενεργά μέρος σε έναν πατριωτικό πόλεμο. Ανάλογο παράδειγμα πολεμιστή και ποιητή είναι ο Λορέντζος Μαβίλης. 10

                   Η προτομή του Λορ. Μαβίλη στην Κέρκυρα


Οι μάχες στο Δρίσκο και στο Μπιζάνι

Ο Δρίσκος και το Μπιζάνι διαδραμάτισαν σοβαρό ρόλο στην ιστορία των Ελλήνων και ιδιαίτερα των Γιαννιωτών. Ήταν δύο στρατηγικά υψώματα τα οποία βάφτηκαν με το αίμα των εθελοντών Γαριβαλδινών και των Ελλήνων για την απελευθέρωση της πόλης των Ιωαννίνων, γεγονός που ενίσχυσε το γόητρο του ελληνικού στρατού, αφού κυρίευσε ένα φρούριο που ήταν οχυρωμένο με τις πιο σύγχρονες μεθόδους της οχυρωματικής τέχνης.

Για την κατάληψη των Ιωαννίνων είχε στρατοπεδεύει στα δυτικά της πόλης ο ελληνικός στρατός και ανέμενε τη γενική επίθεση εναντίον των οχυρών του Μπιζανίου, ενώ στα ανατολικά της βρίσκονταν οι εθελοντές Γαριβαλδινοί με αρχηγό τον Ριτσιότι Γαριβάλδη και το Ανεξάρτητο Σύνταγμα Κρητών. Είχαν έλθει από την Αθήνα διασχίζοντας όλη τη Θεσσαλία και τη Δυτική Μακεδονία, νικώντας και απωθώντας τους Τούρκους στο Μοναστήρι (Μπίτολα). Όλοι αυτοί πολεμούσαν στο Δρίσκο και τελούσαν υπό τις διαταγές του στρατηγού Σαπουντζάκη.

Οι Γαριβαλδινοί, που απαριθμούσαν 2.000 εθελοντές με 3 κανόνια, πολεμούσαν 8.000 έως 10.000 Τούρκους με 30 κανόνια. Παρά την αριθμητική υπεροχή των αντιπάλων, οι Γαριβαλδινοί απώθησαν αυτούς και έφθασαν στην πεδιάδα των Ιωαννίνων, μέχρι το «Χάνι Λεύκας», μια ανάσα από την πόλη των Ιωαννίνων.

Η στρατηγική θέση του Μπιζανίου αναγνωρίστηκε από το μέγεθος και το υπέρογκο κόστος των οχυρωματικών έργων που είχαν εκτελεστεί εκεί και επιβεβαιώθηκε από τον Γκολτς πασά που δήλωνε υπερήφανα στους Τούρκους αξιωματικούς: «Εδώ σας παραδίδω τον τάφο της Ελλάδος». Το οχυρό του Μπιζανίου, της Σκόδρας και της Αδριανούπολης θεωρούνταν από τους Τούρκους τα πλέον απόρθητα φρούρια.

Σοβαρή όμως ήταν και η θέση του Δρίσκου και οι μαχητές Γαριβαλδινοί την υπεράσπισαν ακόμη και με το αίμα τους.

Η στρατηγική θέση του Δρίσκου

Από τις 26 έως τις 28 Νοεμβρίου 1912 στα υψώματα του Δρίσκου γίνονταν οι σκληρές μάχες των Γαριβαλδινών και σύμφωνα με τον στρατηγό Ριτσιόττι Γαριβάλδη, στα  απομνημονεύματά του, «η μάχη του Δρίσκου ήταν η πιο αιματηρή για τους ερυθροχίτωνες, τουλάχιστον στην Ευρώπη». Για τη μάχη του Δρίσκου ο Αλ. Ρώμας υπέβαλε ιδιαίτερη έκθεση προς το Υπουργείο των Στρατιωτικών.

Όταν οι Γαριβαλδινοί κατέλαβαν την Καστοριά και τη Φλώρινα, απέκοψαν τους Τούρκους στην περιοχή μεταξύ Φλώρινας και Κορυτσάς, οπότε εκείνοι ήταν δύσκολο να προστρέξουν για ενίσχυση των Τούρκων των Ιωαννίνων. Από τη βόρεια πλευρά των Ιωαννίνων τα εθελοντικά σώματα της Χειμάρας-Σαγιάδας και Παραμυθιάς απασχολούσαν τα αλβανικά σώματα και δεν κατόρθωσαν να ενισχύσουν τους Τούρκους του Δρίσκου και του Μπιζανίου 11.

Ποιητικό έργο – τα σονέτα του

Ο Λορέντζος Μαβίλης υπήρξε ολιγογράφος ως ποιητής και διέπρεψε στο απαιτητικό είδος του σονέτου. Το 14σύλλαβο σονέτο ως μορφή ποίησης, που είχαν καλλιεργήσει οι Γάλλοι Παρνασσιστές, ήταν ελάχιστα γνωστό στην Ελλάδα, εκείνα τα χρόνια.

 Ανήκε στην παράδοση της Επτανησιακής Σχολής, όπως διαμορφώθηκε από τον Διονύσιο Σολωμό (κυρίως στη δημοτική γλώσσα του και στο κυρίαρχο πατριωτικό συναίσθημα). Στα ποιήματά του, που χαρακτηρίζονται από πληρότητα μορφής και εξαίρετο περιεχόμενο,  αναφέρεται στη μυθική και ιστορική παράδοση και ζωή, εξυμνεί την πατρίδα και αυτούς που έπεσαν στο πεδίο της μάχης (Εις την Πατρίδα, Πατρίδα, Πλήρωμα Χρόνου), αγαπά τη φύση, εκφράζει τις φιλοσοφικές αντιλήψεις του (Λήθη, Υπεράνθρωπος, Ελιά, Έρωτας και Θάνατος), τονίζει την αγάπη προς τη μητέρα (Αμίλητα, Αφιέρωση), την αξία της φιλίας (Στον φίλο Γ. Καλοσγούρο), τον ιδανικό έρωτα (Ανάξιο Β’, Ψυχοφίλημα), ενώ αφιερώνει ιδιαίτερα ποιήματα σε φίλους και συνεργάτες του (Ν. Κογεβίνας, Ιάκ. Πολυλάς).

Στην ποίηση του Μαβίλη συναντώνται τα ρεύματα του γερμανικού συμβολισμού με το επίσης γερμανικής προέλευσης σοσιαλιστικό πνεύμα και τη μεγάλη αγάπη του για την πατρίδα. Η απαισιοδοξία του, που είναι αποτέλεσμα των επιδράσεων του Σοπεγχάουερ και της ινδικής φιλοσοφίας, δεν μπόρεσε να μαράνει τη θέρμη και τη δροσιά της ποίησής του.

«Γράφει ποιήματα τα οποία πηγάζουν από την καρδιά και απευθύνονται σε καρδιές».

Ο Γρηγόριος Ξενόπουλος εύστοχα παρατήρησε πως «ο Μαβίλης στάθηκε ένας απ’ τους σπάνιους εκείνους ποιητές, που το καλύτερό τους ποίημα είναι η ζωή τους» 12.


Ιδιαίτερη μνεία πρέπει να γίνει στο σονέτο του Φάληρο (Ιούνιος 1911), όπου για πρώτη φορά σε ελληνικό ποίημα αναφέρονται οι λέξεις αυτοκίνητο, σωφέρ και μπαρ, άγνωστες μέχρι τότε στον μέσο Έλληνα.

Φανερά επηρεασμένος από τη φιλοσοφία του Σοπενχάουερ. Η «Λήθη», ένα από τα καλύτερα ποιήματά του, είναι διαποτισμένη με τη βαθιά μελαγχολία και τη συναίσθηση των πεθαμένων, παρά των ζωντανών (1899):

           Λήθη

Καλότυχοι οι νεκροί που λησμονάνε
την πίκρα της ζωής. Όντας βυθίσει
ο ήλιος και το σούρουπο ακλουθήσει,
μην τους κλαις, ο καημός σου όσος και νάναι.

Τέτοιαν ώρα οι ψυχές διψούν και πάνε
στης λησμονιάς την κρουσταλλένια βρύση·
μα βούρκος το νεράκι θα μαυρίσει,
α στάξει γι᾿ αυτὲς δάκρυ όθε αγαπάνε.

Κι αν πιούν θολό νερό ξαναθυμούνται,
Διαβαίνοντας λιβάδια από ασφοδίλι,
πόνους παλιούς, που μέσα τους κοιμούνται…

Α δε μπορής παρά να κλαίς το δείλι,
τους ζωντανούς τα μάτια σου ας θρηνήσουν:
θέλουν – μα δε βολεί να λησμονήσουν.

Η τυπική μορφή του ιταλικού σονέτου μοιάζει με σκακιστικό πρόβλημα: στις δυο πρώτες στροφές θέτει ένα πρόβλημα και στις δυο τελευταίες δίνει τη λύση (Mi. R. G. Spiller, The Development of the Sonnet: An introduction, Routledge, 1992). Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η «Λήθη». Στις δυο πρώτες στροφές οι νεκροί θεωρούνται καλότυχοι, καθώς μετά θάνατον λησμονούν τις πίκρες της ζωής. Το δύσκολο για τον αναγνώστη είναι να προβλέψει το συμπέρασμα του ποιήματος: αυτοί που είναι κακότυχοι είναι οι ζωντανοί, γιατί αυτοί δεν μπορούν να λησμονήσουν!

Ήδη στη «Λήθη» εισάγει νέα στοιχεία, πολύ μοντέρνα για την εποχή τους, όπως το να αρχίζει η πρόταση στη μέση του στίχου, να υπάρχει διάλογος, κλπ. Ας δούμε ένα ακόμα παράδειγμα (είχε ζήσει από κοντά την αναβίωση των Ολυμπιακών Αγώνων. Δείγμα αυτού του θαυμασμού είναι το σονέτο για την Καλλιπάτειρα και την θρυλική ιστορία της):

            Καλλιπάτειρα

«Αρχόντισσα Ροδίτισσα, πώς μπήκες;
Γυναίκες διώχνει μια συνήθεια αρχαία
εδώθε». – «Έχω ένα ανίψι, τον Ευκλέα,
τρία αδέρφια, γιό, πατέρα, Ολυμπιονίκες·

να με αφήσετε πρέπει, Ελλανοδίκες,
κι εγώ να καμαρώσω μες τα ωραία
κορμιά, που για το αγρίλι του Ηρακλέα παλεύουν,
θαυμαστές ψυχές αντρίκειες.

Με τες άλλες γυναίκες δεν είμ᾿ όμοια·
στον αιώνα το σόι μου θα φαντάζη
με της αντρειάς τ᾿ αμάραντα προνόμια.

Με μάλαμα γραμμένο το δοξάζει
σε αστραφτερό κατεβατό μαρμάρου
ύμνος χρυσός, του αθάνατου Πινδάρου».

Η αγάπη για την πατρίδα, η προσδοκία της απελευθέρωσης των υπόδουλων εδαφών αλλά και η παρατήρηση της φύσης δεσπόζουν στην «Πατρίδα» (1888):

          Πατρίδα

Πάλε ξυπνάει της άνοιξης τ᾿ αγέρι
στην πλάση μυστικής αγάπης γλύκα,
σαν νυφ᾿ η γη, πόχει άμετρα άνθη προίκα,
λάμπει ενώ σβηέται της αυγής τα’ αστέρι.

Πεταλούδες πετούν ταίρι με ταίρι,
εδώ βουίζει μέλισσα, εκεί σφήκα·
τη φύση στην καλή της ώρα εβρήκα,
λαχταρίζει η ζωή σ᾿ όλα τα μέρη.

Κάθε μοσχοβολιά και κάθε χρώμα,
κάθε πουλιού κελάηδημα ξυπνάει
πόθο στα φυλλοκάρδια μου κι ελπίδα

να σου ξαναφιλήσω τ᾿ άγιο χώμα,
να ξαναϊδώ και το δικό σου Μάη,
όμορφή μου, καλή, γλυκειά πατρίδα.

                Η Ελιά

Στην κουφάλα σου εφώλιασε μελίσσι,
γέρικη ελιά, που γέρνεις με τη λίγη
πρασινάδα που ακόμα σε τυλίγει
σα νά ’θελε να σε νεκροστολίση.

Και το κάθε πουλάκι στο μεθύσι
της αγάπης πιπίζοντας ανοίγει
στο κλαρί σου ερωτάρικο κυνήγι,
στο κλαρί σου που δε θα ξανανθίσει.

Ω, πόσο στη θανή θα σε γλυκάνουν,
με τη μαγευτική βοή που κάνουν,
ολοζώντανης νιότης ομορφάδες,

που σα θύμησες μέσα σου πληθαίνουν·
ω, να μπορούσαν έτσι να πεθαίνουν
και άλλες ψυχές, της ψυχής σου αδερφάδες.

Κριτικές για το έργο του

Ο άδολος πατριωτισμός, ο άυλος έρωτας, ο ιδανισμός, ο κερκυραϊσμός ως λατρεία προς τον γενέθλιο χώρο είναι ευδιάκριτα γνωρίσματα και προσδίδουν μια ιδιότυπη μελαγχολία στο ποιητικό έργο του. Παράλληλα όμως μια φιλοσκώμμων διάθεση για καθετί το κοινό και εφήμερο και επιπλέον μια αδιαφορία για την πεζή καθημερινότητα προκαλούν επίσης το ενδιαφέρον και αιχμαλωτίζουν και γοητεύουν τον αναγνώστη της ποίησης και των άλλων κειμένων του. Όλα αυτά παριστούν έναν κόσμο με ψυχική ευγένεια, ρομαντική γενναιοψυχία και αριστοκρατική καλλιέργεια που, ωστόσο, απέρχεται με τη χαρμολύπη —ίσως και την πεισιθάνατη σκέψη— που απήλθε ο ίδιος ο ποιητής.

(Θ. Πυλαρινός, Επτανησιακή Σχολή, Σαββάλας, Αθήνα, 2003, σελ. 124-125)

Οι πηγές της έμπνευσης του Μαβίλη είναι η ομορφιά, η γυναίκα, ο έρωτας, η φύση, τα οράματα του νου και της ψυχής, η Ελλάδα, η Κέρκυρα, η φιλία, η αρετή, η πίκρα της ζωής -αυτή προπάντων-, η μελαγχολία, η απαισιοδοξία, ο μηδενισμός, και ο θάνατος “ο ωραίος”. […] Υπάρχει πολλή φυσιολατρία, έξαρση ψυχής, αβρή μελαγχολία και ευγένεια αισθημάτων στην ποίησή του, ενώ δεν υπάρχουν θρησκευτικά βιώματα και μεταφυσικές ανησυχίες. Ο Μαβίλης είναι ποιητής αβρός, γήινος, αρρενωπός, πολύ πονεμένος και βαθύτατα ανθρώπινος.

(Λ. Μαβίλης, Τα Ποιήματα, επιμ. Γ. Αλισανδράτος, Νεοελληνική Βιβλιοθήκη, Ίδρυμα Κώστα και Ελένης Ουράνη, Αθήνα, 1990, σελ. 23-29)

Από τα σπάνια παραδείγματα όπου έργο ποσοτικά τόσο μικρό έχει τέτοιο ποιοτικό βάρος. Γιατί τα σονέτα του Μαβίλη, άψογα δουλεμένα, κατέχουν πραγματικά κεντρική θέση στη νεοελληνική ποίηση: γλώσσα μεστή, στίχος επίμονα λεπτουργημένος, “πλούσια” (στην τεχνική σημασία του όρου) ομοιοκαταληξία. Και η ποιητική σκέψη κρυστάλλινη και διαυγής σαν τους στίχους του. Ο απαισιόδοξος τόνος της ινδικής φιλοσοφίας και η επίδραση του Schopenhauer δεν έχουν τη δύναμη να μαράνουν τη δροσιά της άμεσης επαφής με τα πράματα. “Ερασιτέχνης” κι αυτός, όπως ο δάσκαλός του ο Πολυλάς, διοχετεύει στους στίχους του το ανώτερο ήθος και την ανθρώπινη ευγένεια και αρχοντιά που τον χαρακτήριζε σ’ όλη του τη ζωή.

(Λ. Πολίτης, Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, Μ.Ι.Ε.Τ., Αθήνα, 1980, σελ. 221-22)

Ο Μαβίλης ως κοινωνικός αγωνιστής

Ο ποιητής και η πάλη των τάξεων

Ο Μαβίλης χάθηκε νωρίς στο Δρίσκο χωρίς να μετάσχει στην επιτέλεση των καθοριστικών γεγονότων αυτής της δεκαετίας που, από μια άποψη, δεν τον διέψευσαν ως προς τη στάση των στελεχών του Λαϊκού Κόμματος κατά την εργώδη πραγματοποίηση του «ανορθωτικού» σχεδίου του Βενιζέλου, που ήδη από τη σύλληψή του έκαμψε τον «πεσσιμισμό» του ποιητή. Ως πολιτικός διανοούμενος, στα μικρά διαστήματα της συναφούς απορρόφησής του στο δίπολο εθνικού και κοινωνικού ζητήματος, είχε στο στόχαστρό του τη γλωσσοεκπαιδευτική μεταρρύθμιση που σύμφωνα με τον Παλαμά ήταν το ομόλογο της εξωτερικής πολιτικής της χώρας: «σκλάβα η πατρίδα σε πολλά του Τούρκου, ακόμα, και σε περισσότερα του δάσκαλου».

Σ’ αυτήν ακριβώς τη συστοίχιση εθνικής και κοινωνικής ολοκλήρωσης ο Μαβίλης ψηλαφούσε διστακτικά τα κράσπεδα του δεύτερου όρου της συζυγίας. Ο Ν. Γιαννιός, που με άλλη αφετηρία οδηγήθηκε στην κριτική υποστήριξη προς την πολιτική του Κόμματος Φιλελευθέρων, κατέγραψε αρκετά πρώιμα μια «φιλική εξομολόγηση» του «αληθινού ποιητή και χρηστού ανθρώπου», στην Κέρκυρα το 1906: «Όταν του παρατηρήσαμε πως μια τέτοια ιδιοσυγκρασία σαν τη δική του, τέτοια όπως εκδηλώνουνταν στις ομιλίες μας, δεν μπορούσε παρά ν’ αγαπήσει το Σοσιαλισμό, μας απάντησε μ’ όλη του εκείνη τη μαβιλική ειλικρίνεια: «Δεν έχω μελετήσει το ζήτημα».

…Το μετέωρο ωστόσο βήμα του Μαβίλη προς την αναμόρφωση των δομών της ελληνικής κοινωνίας, όπως το επιχείρησε ως μετριοπαθής συνοδοιπόρος των «Κοινωνιολόγων», συντελέστηκε αφού ήδη είχε στρατευθεί στην υπόθεση σύζευξης έθνους και κράτους, όπως μάλλον την προδιέγραψε ο Σκληρός (Σ.Σ.: στο έργο του « Το Κοινωνικό μας Ζήτημα», που κυκλοφόρησε το 1907, ο Γεώργιος Σκληρός παρουσίασε για πρώτη φορά τις μαρξιστικές ιδέες στην Ελλάδα) συνδέοντας τον «εσωτερικόν πόλεμον» των κοινωνικών τάξεων με την καλύτερη στρατιωτική οργάνωση της χώρας, ακριβώς για να εκπληρωθεί η εθνική της αποστολή που συνιστά «όχι μόνον δι’ ημάς όλους, αλλά και δι’ αυτήν την κυριαρχούσαν τάξιν μας ειλικρινή επιθυμία και ιδεώδες».

Αγέραστος γαριβαλδινός ο Μαβίλης σφράγισε τη ζωή του με την αγωνιστική προσήλωση σ’ αυτό το «ιδεώδες», τερματίζοντας επίσης την αμηχανία που τον διακατείχε στην ανίχνευση του οράματος μιας «βαθύτερης και ριζικώτερης» μεταβολής.

(Παν. Νούτσος, Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, 1997)

Παραπομπές 

10 Γ. Γιατρομανωλάκης, «Βήμα», 13 Οκτ. 2002

11 …Αλεξ. Φαρμάκης, «Ελευθερία» 21-2-2018

12 https://el.metapedia.org/wiki/