Θέατρο
Κατερίνα Γιαννάκου | Μια κανονική μέρα
Θεατρικό μονόπρακτο
Παράσταση στο θέατρο OLVIO, Γενάρης 2014, Αθήνα
Πιστεύω ότι κάθε άνθρωπος έχει επηρεαστεί από μία αυτοκτονία. Μπορεί η απώλεια να έχει συμβεί και βιωθεί στο άμεσο περιβάλλον. Είναι όμως δυνατόν να αφορά σε πρόσωπο το οποίο, λόγω της φιλοσοφικής ή καλλιτεχνικής του ιδιότητας, να έχει προκαλέσει, δικαιολογημένα ή αδικαιολόγητα, είτε την προσοχή είτε το σεβασμό.
Ποιος μπορεί να αποφύγει τα αιώνια ερωτήματα για το νόημα της ζωής και για την αναγκαιότητα του τέλους της; Και για ποιους άραγε λόγους; Από φυσικά αίτια; Από ασθένεια; Ή από μια εσπευσμένη και οριστική φυγή από την πραγματικότητα; Τι μπορεί να οδηγήσει σε μια τέτοια έξοδο από τα εγκόσμια;
Μια απάντηση, κατά τη δική μου ανάγνωση τουλάχιστον, επιχειρεί να δώσει το έργο της Κατερίνας Γιαννάκου, ένα μονόπρακτο της σύγχρονης εποχής. Μια γυναίκα, που υποδύεται η ηθοποιός Ράνια Σχίζα, αφηγείται το σχετικά κοντινό παρελθόν της οικογένειάς της και ιδίως τις συνθήκες κατά τις οποίες ο σύζυγός της οδηγήθηκε στην αυτοκτονία. Τι σημαίνει μια τέτοια απώλεια για την ίδια και τις δυο κόρες του ζεύγους; Πώς πορεύονται στη νέα κατάσταση;
Παρουσιάζονται με ξεθωριασμένες χροιές το κοινωνικό και οικονομικό περιβάλλον όχι μόνο της οικογένειας αλλά και της ελληνικής πραγματικότητας των δύο τελευταίων δεκαετιών. Τα όνειρα, οι αυταπάτες η φθορά -προσωπική και συλλογική. Γεγονότα γνωστά μα ίσως όχι απολύτως αφομοιωμένα από τον Έλληνα θεατή –και πολίτη. Χαιρόμαστε που μια νέα συγγραφέας μπορεί και αποδίδει πειστικά και σπαρακτικά μέσα από το οικογενειακό κύτταρο τη νέα αίσθηση κι αισθητική μιας κοινωνίας σε δίνη καταστροφής. Πιστεύουμε όμως ότι το έργο διαθέτει βάσεις διαχρονικότητας, αφού τόσο οι κρίσεις όσο και η αυτοχειρία, έχουν μακρύ παρελθόν και, αλίμονο, μέλλον. Είθε να δικαιωθούμε ως προς το καλλιτεχνικό μέρος.
Το σκηνικό δομείται πάνω στο βασικό εξοπλισμό ενός καθαριστήριου, ιδιοκτήτης του οποίου υπήρξε ο αυτόχειρας. Δεσπόζει στο κέντρο της σκηνής ένας πλατύς πάγκος, ως βάση του απονενοημένου διαβήματος αλλά και ως εργαλείο που άλλοτε αξιοποιείται ως τραπέζι, άλλοτε σαν κρεβάτι ή δωμάτιο κι άλλοτε ως νιπτήρας. Τη μόνιμη παρουσία του εκλιπόντος, δια μέσου της απουσίας του, τονίζει ένα ζευγάρι παπούτσια που κρέμεται απ’ την οροφή και μένει μετέωρο πάνω από τον πάγκο.
Ομοίως, πουκάμισα αδειανά, ρούχα ασώματα και διαφανείς θήκες κοστουμιών κρέμονται από κρεμάστρες και απ’ το ταβάνι. Επιδιώξεις που έμειναν άυλες, ιδέες που δεν σαρκώθηκαν, μια ζωή που έμενε σε βασικά αξιολογικά της μέρη αδειανή, μια καθημερινότητα που χειροτέρευε από ελλείψεις κι από ντροπή αποδίδονται εκφραστικά στο κάδρο μιας γυναίκας μόνης και συντετριμμένης μες στο εικονικό κατάστημα.
Η απόγνωση μπροστά στο αναπάντεχο τέλος, η οργή απέναντι στον αυτόχειρα και τη μοίρα, οι λεπτές υστερίες μιας εγκλωβισμένης στην καθημερινότητα νοικοκυράς, ο φόβος για το μέλλον της οικογένειας, η αποδοχή του συντελεσμένου και η ελπίδα για ένα νέο βηματισμό αποδίδονται συγκλονιστικά από τη Ράνια Σχίζα. Πρόκειται για μια ηθοποιό που σωματοποιεί τη βαθύτερη φωνή · βυθίζεται στο ρόλο, για ν’ αναδυθεί και να ενσαρκώσει ένα νέο, όλο δικό της, θεατρικό υποκείμενο. Στην προκειμένη περίπτωση μάλιστα, που το έργο ανεβαίνει για πρώτη φορά, μπορούμε να μιλάμε για μια πρότυπη ερμηνεία.
Ατμοσφαιρική, αποτελεσματική κι απολύτως συνυφασμένη με τη στόχευση του κειμένου κρίνουμε τη σκηνοθεσία της Μαριάννας Κάλμπαρη. Δεν μπορεί να είναι τυχαίο που μια επιτυχημένη παράσταση βασίστηκε στη συνεργασία τριών ταλαντούχων γυναικών.
Δεν θέλουμε πάντως να αδικήσουμε τον Κωνσταντίνο Ζαμάνη, εμπνευσμένο δημιουργό σκηνικού και κοστουμιών κι εκ του αποτελέσματος αποφασιστικό συντελεστή της από σκηνής διδασκαλίας -που μακάρι να μακροημερεύσει στον φιλόξενο για το θεατή χώρο του OLVIO.
Χρήστος Γιαννακός
Share this Post