Θανάσης Ντινόπουλος, Μόνο να υπάρχω * Κριτική

In Κριτική by mandragoras

 

Θα πω και κάποια μυστικά που κουράστηκαν να παραμένουν μυστικά

Το αυτοβιογραφικό και ταυτόχρονα εκλαϊκευτικό επιστημονικό βιβλίο του Θανάση Ντινόπουλου Μόνο να υπάρχω. Μια βιολογική ερμηνεία της ανθρώπινης συμπεριφοράς είναι «τα πάντα όλα». Η καταγραφή της ζωής του συγγραφέα αποκτά ιδιαίτερο ενδιαφέρον γιατί σχεδόν ταυτόχρονα ο ίδιος επιχειρεί μια παράλληλη βαθύτερη ανάλυση και ερμηνεία των γεγονότων της ζωής του που, ας μου επιτραπεί η έκφραση, φτάνει «μέχρι τον πάτο», δηλαδή παρατηρεί και ερμηνεύει τη ζωή του (θα μπορούσε να είναι η ζωή του καθενός από εμάς) με βάση τις φυσιολογικές λειτουργίες του οργανισμού και κυρίως του εγκεφάλου. Ο Θ.Ν. στο υβριδικό αυτό βιβλίο ξεκαθαρίζει από την αρχή τον στόχο του: «[ ] εκείνο που θέλω είναι να κινηθώ ανάμεσα στον στοχασμό για τη βιολογία, την εξέλιξη και τον εγκέφαλο από τη μια μεριά, και την κάθε έκφανση της ζωής μου από την άλλη

Ο συγγραφέας, ομότιμος καθηγητής Ανατομικής στο Τμήμα Κτηνιατρικής του ΑΠΘ, με ερευνητική εξειδίκευση στη Νευροανατομία, γίνεται και ο ίδιος υποκείμενο μελέτης, χρησιμοποιώντας τις αναμνήσεις, τις σκέψεις και τα γραπτά του και σε μεγάλο βαθμό τη σχετική βιβλιογραφία. Περιγράφει τις εικόνες της ζωής του με γλυκιά αναπόληση, τρυφερή ειλικρίνεια, συχνά με ειρωνική, αυτοκριτική μαζί με κυνική διάθεση, τις οποίες κατόπιν «αποδομεί» με ερμηνείες που εμπίπτουν στη ευρύτερη φυσιολογία της συμπεριφοράς και σε βιολογικές αναλύσεις. Το βιβλίο γίνεται άλλοτε διασκεδαστικό, άλλοτε όχι, η ζωή που περιγράφει κυλάει με συναισθηματικές ταλαντώσεις, στις σελίδες του παραφυλάει η ατέρμονη αγωνία του θανάτου, την οποία περιγράφει εκτενώς, άλλοτε με τολμηρούς συσχετισμούς, ενίοτε με υπόγειο ή/και προφανές χιούμορ, όπως είναι ο αστεϊσμός του Ντικ Σουαμπ: «η ζωή είναι μία σεξουαλικά μεταδιδόμενη ασθένεια που είναι πάντα θανατηφόρα».

Ο συγγραφέας μάς λέει: «Το έχω ανάγκη να μιλήσω, να πω πράγματα που δεν μπορούν να μείνουν ανείπωτα. Θα πω και κάποια μυστικά που κουράστηκαν να παραμένουν μυστικά. “Στο Υπόγειο” ο Ντοστογιέφσκι γράφει ότι κάποια πράγματα δεν λέγονται παρά μόνο σε φίλους, άλλα δεν λέγονται ούτε σε φίλους και, τέλος, υπάρχουν πράγματα που δεν τα λέμε ούτε στον εαυτό μας. Ελπίζω, ωστόσο, να αξίζει τον κόπο η παραβίαση και η δημόσια έκθεση της ιδιωτικής μου ζωής. Εμπιστεύομαι τη ζωή μου σε άλλα χέρια, βλέμματα και σκέψεις. Ελπίζω να μην είναι αδιάκριτα». Αυτά που θυμάται και γράφει ο Θ.Ν. «δεν είναι κινηματογράφος, αλλά φωτογραφικά στιγμιότυπα. Η ζωή μας ένα φωτογραφικό άλμπουμ, με ενσταντανέ. Δεν είμαστε ικανοί να αντιληφθούμε την κίνηση, τη δράση, τη ζωή μας ολόκληρη παρά μόνο ως θραύσματα

Σταχυολογώ κάποια από αρκετά ενδιαφέροντα αποσπάσματα που έχω ξεχωρίσει από το έργο του Θ.Ν.

Για τον θάνατο

 «Η βιολογία του θανάτου. Η ζωή στο σύνολό της είναι κυκλική. Για να συντηρείται η ζωή, υπάρχει το κορυφαίο δράμα του θανάτου. Η ανείπωτη ενότητα ζωής και θανάτου. Όλα γεμάτα θάνατο, όντας γεμάτα ζωή. Γέννηση, ζωή, θάνατος. Γέννηση, ζωή, θάνατος. Γέννηση, ζωή, θάνατος. Ένας αέναος, σπαρακτικός κύκλος, με πρωταγωνιστή τον χρόνο. Αυτός ο κύκλος της ζωής και του θανάτου καταδεικνύει την ίση αξιοπρέπεια κάθε έμβιου πλάσματος, όποια και αν είναι σχετική αξία του.»

Για το εγώ – εαυτό

«Τα παιδικά μου χρόνια έχουν πεθάνει από καιρό. Έχω λησμονήσει εκείνη τη μακρινή ηλικία, πλην όμως δεν ξεχνάω ότι τη λησμόνησα. Δεν μιλάει, όμως, το παιδί ή ο έφηβος, αλλά ο κληρονόμος τους. Μπορώ να ξαναβρεθώ στο παρελθόν, αλλά μόνο με το σημερινό Εγώ μου. Η υπόστασή μας, το Εγώ μας, δεν είναι μόνο ενταγμένο στον χρόνο, είναι διαμορφωμένο από τον χρόνο. Συναρμολογώ τα σπαράγματα, τα μνημονικά ίχνη που βρίσκονται σε λήθαργο˙ γεγονότα που ανήκουν περισσότερο στον “εαυτό” τους παρά σε μένα που τα έζησα.»

Για το παιδικό παιχνίδι

«Το πρώτο και κορυφαίο παιχνίδι που παίζαμε στη γειτονιά ήταν μακράν όλων το ποδόσφαιρο. Το “γήπεδο” ήταν η αλάνα, που τώρα, μετά από πολλές άλλες χρήσεις, στέριωσε μεταξύ των πολυκατοικιών ένα από τα πολλά καταστήματα της αλυσίδας αρτοποιείων Albus στη Θεσσαλονίκη. Οι μπάλες με τις οποίες παίζαμε δεν ήταν υψηλών προδιαγραφών, αλλά δεν ήταν και η κύστη του σφαγμένου χοίρου. Στα χωριά εκείνη την εποχή, όταν σφάζανε το γουρούνι τα Χριστούγεννα, φουσκώνανε την ουροδόχο κύστη και την τυλίγανε με παλιοπάνια για να τη μεταμορφώσουν σε τόπι. Και ποιο παιδί έπαιρνε το τόπι εν είδει επάθλου; Μα εκείνο που την “είχε μεγαλύτερη”. Ναι, οι αθεόφοβοι. Έβαζαν τα παιδιά να κατεβάσουν τα βρακιά τους. Μου άρεσε να παίζω είτε στην επίθεση είτε τερματοφύλακας. Επειδή η θέση του τερματοφύλακα δεν ήταν για τους περισσότερους ελκυστική, κατέληξα στο τέλος να παίζω σχεδόν πάντα στη θέση αυτή. Έβρισκα ότι οι τερματοφύλακες έχουν κάτι το ηρωικό. Είναι η τελευταία γραμμή άμυνας πριν πέσει το οχυρό.»

Για την ενδοομαδική ευνοιοκρατία

«Η ωκυτοκίνη, ένας νευροδιαβιβαστής και ορμόνη ταυτόχρονα, που συμμετέχει στην εκδήλωση της μητρικής φροντίδας σε όλα τα είδη των θηλαστικών και στην ενσυναίσθηση και την εμπιστοσύνη στους ανθρώπους, όταν χορηγηθεί σε εθελοντές τους κάνει πιο συνεργάσιμους με τα μέλη της ομάδας, αλλά όχι με τα μη μέλη, ιδιαίτερα όταν ο φόβος για τα μη μέλη είναι μεγάλος (μάλλον αυξάνει λίγο, μάλιστα, την αντιπάθεια για τα μη μέλη). Επιπλέον, αυξάνει τα ψέματα που λένε τα μέλη για να ωφελήσουν την ομάδα τους. Ο ενισχυτικός ρόλος της ωκυτοκίνης στην εκδήλωση της προτίμησης για τη δική μας ομάδα δείχνει ότι η συμπεριφορά αυτή έχει βαθιές βιολογικές ρίζες. Η ομάδα είναι η πολιτική, οικονομική και κοινωνική οργάνωση που κληρονομήσαμε από τα εκατομμύρια χρόνια της εξελικτικής ιστορίας μας, όπως συμβαίνει και με τα πιο συγγενικά μας ζώα, τους γορίλες, τους χιμπαντζήδες και τους μπονόμπο της Αφρικής, που ζουν επίσης σε ομάδες. Τα πρωτεύοντα θηλαστικά που πετυχαίνουν την επικράτηση ή τη θέση του κυρίαρχου αρσενικού, του Άλφα – αρσενικού, μέσα στις τοπικές ιεραρχίες τους, έχουν υψηλότερα επίπεδα σεροτονίνης, του νευροτροποιητή που συνδέεται με το αίσθημα ευδαιμονίας και αγαλλίασης.»

Για τις παιδικές και ενήλικες γευστικές απολαύσεις

«Θυμάμαι πως για γλυκό είχαμε μια βρεγμένη φέτα ψωμί πασπαλισμένη με ζάχαρη, άντε και κανένα γλυφιτζούρι κοκοράκι (το «μαλλί της γριάς» στα πρόχειρα λούνα παρκ ήταν η ύψιστη, σπάνια απόλαυση). Ά, είχαμε και τη βανίλια, το γνωστό “υποβρύχιο”». Και, μεγαλύτερος, ο Θ.Ν. αναφέρεται στις γευστικές απολαύσεις του χαλβά, των ελιών, του πατσά καταλήγοντας, για να μας «προσγειώσει» και πάλι, στη γκρελίνη, «την ορμόνη που όχι μόνο διεγείρει την όρεξη και την κατανάλωση τροφής, αλλά και ρυθμίζει μακροχρόνια το βάρος και στη νήσο του Reil, μια περιοχή του εγκεφάλου στην οποία απολήγουν τα αισθητηριακά σήματα που απαιτούνται για την αναπαράσταση και την αντίληψη της γεύσης και διαχωρίζονται οι γεύσεις ανάλογα με την ηδονική τους αξία.»

Για το πρόβλημα του Κακού

«Η ύπαρξη του Κακού στον κόσμο, στο οποίο θα αναφερθούμε εκτενέστερα στη συνέχεια, δεν συνάδει με την έννοια ενός πανάγαθου Θεού. Αν το κακό είναι απαραίτητο στη θεϊκή δημιουργία, τότε η δημιουργία αυτή είναι απαράδεκτη. Όπως το συνοψίζει ο Καμύ στον Μύθο του Σίσυφου: “Είτε εμείς δεν είμαστε ελεύθεροι και ο παντοδύναμος Θεός είναι υπεύθυνος για το κακό, είτε εμείς είμαστε ελεύθεροι και υπεύθυνοι, αλλά ο Θεός δεν είναι παντοδύναμος”.» Ο Θεός ακυρώθηκε στο στρατόπεδο εξόντωσης Άουσβιτς – Μπίρκεναου.

Για τον αθεϊσμό

«Μόλις το 3% των διακεκριμένων επιστημόνων που είναι μέλη της Βασιλικής Εταιρείας της Βρετανίας είναι θρησκευόμενοι. Επιπλέον, η μετα-ανάλυση έδειξε σχέση μεταξύ αθεϊσμού, εκπαίδευσης και δείκτη νοημοσύνης. Υπάρχουν, λοιπόν, εντυπωσιακές διαφορές εντός των πληθυσμών, και είναι σαφές ότι ο βαθμός αθεϊσμού συνδέεται με την ευφυΐα, την εκπαίδευση, την ακαδημαϊκή επίδοση και το θετικό ενδιαφέρον για τις φυσικές επιστήμες. Οι επιστήμονες διαφέρουν επίσης ανά επιστημονικό πεδίο: Οι βιολόγοι είναι λιγότερο επιρρεπείς στο να πιστεύουν στον Θεό και στο επέκεινα από ό,τι οι φυσικοί. Έτσι, δεν αποτελεί έκπληξη το γεγονός ότι η συντριπτική πλειονότητα (78%) των επιφανών εξελικτικών βιολόγων που ερωτήθηκαν αυτοαποκαλούνται υλιστές, που σημαίνει ότι πιστεύουν ότι η φυσική ύλη είναι η μόνη πραγματικότητα. Όπως είπε ο Σενέκας, “Η θρησκεία θεωρείται από τον απλό λαό ως αληθινή, από τους σοφούς ως ψευδής, και από τους ηγέτες ως χρήσιμη”….» Για να με σώσει η μάνα μου εμένα τον αμαρτωλό, τον αλιβάνιστο, από το πυρ το εξώτερον, για να κερδίσω το Βασίλειο των Ουρανών, προσευχόταν στον αρχάγγελο Μιχαήλ ή σε κάποιον άλλο αρχάγγελο… Για χρόνια (πόσα άραγε;) μου φορούσε φυλαχτό. Ποτέ δεν ένιωσα την ανάγκη να “φοράω” μια πίστη. Προτιμούσα να “αμαρτήσω” έναντι του Θεού, παρά έναντι της λογικής.»

Για τη ρομαντική αγάπη

«Αν και χωρίς σεξ, οι έρωτές μου για τα κορίτσια ήταν φλογεροί. Ναι, τότε ήταν η περίοδος της Ξανθούλας, που κράτησε λίγο. Με τα άλλα κορίτσια, σχεδόν με όλα, ήμουν περισσότερο ερωτευμένος άλλες φορές. Ήταν εποχή που ήμουν ερωτευμένος με όλα τα κορίτσια ταυτόχρονα με την ίδια ένταση και πάθος για το καθένα χωρίς να νιώθω ότι προδίδω κάποιο από αυτά. Ερωτευμένος με τον ίδιο τον έρωτα.»

Ο συγγραφέας μέσα από την αναλυτική αφήγηση της ζωής του, εμπλουτίζει το κείμενό του με ενδιαφέρουσες, ποιητικές και επιστημονικές απόψεις, όπως για τα όνειρα, για την μονογαμία και την επιβεβαίωση της πατρότητας, για την απώλεια του «παίζοντα ανθρώπου» (θέλοντας να επισημάνει την τεράστια αξία του παιχνιδιού), για την συνωμοσιολογία και την απόρριψη της επιστήμης.

Και μετά από τον καταιγισμό των βιογραφικών εικόνων και των καταγραφών επιστημονικών αναλύσεων, την ενδοσκόπηση και τον αναστοχασμό, τόσο ο συγγραφέας στο βιβλίο του όσο και εμείς ως αναγνώστες αναρωτιόμαστε αν μπορούμε να επαναφέρουμε το παρελθόν στο παρόν του μυαλού μας. Με άλλα λόγια, τελικά υπάρχει πιστότητα στις αναμνήσεις μας; Και αν οι αναμνήσεις μας δεν αναπλάθουν το παρελθόν μας, τότε τι είναι και σε τι χρησιμεύουν; Tα γεγονότα της ζωής μας υφίστανται, πράγματι, μια πονηρή επεξεργασία από περιοχές του εγκεφάλου ώστε το τελικό αποτέλεσμα να ικανοποιεί τον εγωισμό μας, να προστατεύει το εγώ μας. Ο συγγραφέας δίνει και άλλες ενδιαφέρουσες ερμηνείες και καταλήγει: «Μόνο οι καταθλιπτικοί θυμούνται τα γεγονότα όπως πράγματι έχουν γίνει. Πρόκειται για το φαινόμενο του “καταθλιπτικού ρεαλισμού”. Και δεν γνωρίζω αν οι καταθλιπτικοί θυμούνται τα γεγονότα όπως πράγματι έχουν γίνει επειδή πάσχουν από κατάθλιψη ή πάσχουν από κατάθλιψη επειδή θυμούνται τα γεγονότα όπως πράγματι έχουν γίνει.» Ο Θ.Ν. αναφέρεται και στον μηχανισμό της λήθης, τη μεγάλη σημασία που έχει να ξεχνάμε τα περασμένα, ιδιαίτερα τις τραυματικές αναμνήσεις, και μας θυμίζει τον Χ. Λ. Μπόρχες που σχεδόν ποιητικά διαπιστώνει ότι: «η νύχτα μας αρέσει γιατί το σκοτάδι απαλείφει τις περιττές λεπτομέρειες, ακριβώς όπως η μνήμη».

Η αντίληψη, ως θεμελιώδης λειτουργία του εγκεφάλου, δεν θα μπορούσε να απουσιάζει από το κείμενο του συγγραφέα. Αντιλαμβανόμαστε, αναρωτιέται ο Θ.Ν., την πραγματικότητα του κόσμου ως έχει; Και αφού το ηλιοβασίλεμα δεν είναι κόκκινο και η θάλασσα δεν είναι σμαραγδένια, ο αγαπημένος μας δεν είναι «ο θεός», ο αντιπαθής δεν είναι «το τέρας» και η ενδοομαδική ευνοιοκρατία μας συνοδεύει ως είδος από το βάθος του χρόνου, όσο η ζωή, τότε τι ακριβώς αντιλαμβανόμαστε; «Είμαστε παγιδευμένοι στα δεσμά της ανθρώπινης αντίληψης της πραγματικότητας. Αρνούμαστε να αποδεχθούμε το γεγονός ότι κατανοούμε τα πράγματα μέσα από ένα συγκεκριμένο φίλτρο και ότι ίσως να μην είμαστε σε θέση να κατανοήσουμε καθόλου κάποια άλλα». «Συμπερασματικά», γράφει ο Θ.Ν., «ως ανθρώπινο είδος αντιλαμβανόμαστε την πραγματικότητα όσο και όπως μας επιτρέπει η φυσιολογία μας. Ωστόσο, όλοι πιστεύουμε ότι η θεώρησή μας για τον κόσμο είναι αντικειμενική, ενώ είναι σαφές ότι πρόκειται μόνο για υποκειμενικές απόψεις. Η δαρβινική αυτή πλάνη βρίσκεται στο κέντρο της ανθρώπινης φύσης

Θα τελειώσω τη σύντομη και αναγκαστικά αποσπασματική (ειρήσθω εν παρόδω το βιβλίο αριθμεί 620 χορταστικές σελίδες) αυτή ανάλυση του Μόνο να υπάρχω με τον τρόπο που επέλεξε ο Θ.Ν. να γράψει για τη ζωή του. «Δεν θα χρησιμοποιήσω τις τεχνικές των μυθιστοριογράφων», λέει ο Θ.Ν., «που δεν τις κατέχω άλλωστε, ούτε θα προσπαθήσω να αναδημιουργήσω τον “ψυχικό” μου κόσμο (πολύ περισσότερο τον “ψυχικό” κόσμο των άλλων), ούτε θα περάσω από την “αλήθεια” της πραγματικότητας στην “αλήθεια” της φαντασίας. Δεν θέλω, ούτε μπορώ, να γίνω κάτι που δεν είμαι». Και αλλού: «Θα γράψω ένα βιβλίο σε πρωτοπρόσωπη αφήγηση, την πιο φυσική και ειλικρινή μορφή αφήγησης, εκείνη που μυστηριακά δημιουργεί έναν ισχυρό δεσμό με τον αναγνώστη.» Για να ενισχύσει και, ταυτόχρονα, να υπονομεύσει την άποψή του, παραθέτει τον Νικήτα Σινιόσογλου ο οποίος πιστεύει ότι: «Όποιος εκ βαθέων βγάζει πάθη στο χαρτί και τις κατάδικές του σκέψεις γίνεται αμέσως ανθρώπινος, πολύ ανθρώπινος, ευάλωτος και δυνατός συνάμα. Ο διαυγής εαυτός είναι κάτι που τιμάμε όλοι, ιδίως όταν δεν πρόκειται για τον δικό μας».

Μαρία Αλμπάνη
Ομότιμη Καθηγήτρια ΑΠΘ

[Θανάσης Ντινόπουλος, Μόνο να υπάρχω. Μια βιολογική ερμηνεία της ανθρώπινης συμπεριφοράς, εκδ. Μέθεξις, 2024, σελ. 620]