Η νέα ποιητική συλλογή της Ελένης Αρτεμίου-Φωτιάδου προβάλλει την ολοένα ωριμότερη και στοχαστικόστερη μετάβαση της ποιήτριας προς έναν χώρο όπου το συναίσθημα συγχρωτίζεται με τον νου, προβάλλοντας την απεραντοσύνη μίας νοηματοδοτημένης τέχνης. Μίας τέχνης που εκπηγάζει από το εσωτερικό βλέμμα της νόησης και χαρακτηρίζει δημιουργούς που έχουν ήδη διεισδύσει στον αυτοανασκοπικό χώρο της ποίησης.
Ο REM – ο θεωρητικά και επιστημονικά παράδοξος αυτός ύπνος των γρήγορων κινήσεων των ματιών – αίρει την παραδοξότητά του στον χώρο της τέχνης, τροφοδοτώντας τη μνήμη με τον εκτατό χωροχρόνο του ονείρου και προϊδεάζοντας τον υποψιασμένο αναγνώστη για μία ποιητική-σιωπηλή συμπαράθεση των αλληλοαναιρούμενων συσχετισμών ονείρου και πραγματικότητας.
Ο εσωτερικός μετεωρισμός που δηλώνεται με την εμβληματική παρουσία του υγρού στοιχείου, ως σύμβολου της ρευστότητας της ονειρικής συνείδησης («Κι ο έρως πάντα τυφλός;», «Ξένιος θάλασσα», «Ανεύρεση επιζώντων»), δέχεται τις κάθετες τομές μίας αυθαίρετης πανσπερμίας επιμέρους στιγμών της μνήμης που, λογοκρατικώ τω τρόπω, συνθέτουν τη γενέθλια στιγμή αυτογνωσίας της δημιουργού.
Ανάμεσα στη ζωή και τον θάνατο, ανάμεσα στον έρωτα και τον ανεκπλήρωτο πόθο, η ανάμνηση, το όνειρο και το πάθος. Τα όρια ρευστά («REM, «Θολός καθρέφτης», «Με απόλυτη φυσικότητα», «Αιτίες επανάστασης», «Ιπτάμενα και άλλα»), έξω από το καταφύγιο του ασυνείδητου και του υποσυνείδητου, έξω από τις ισχύουσες θεωρίες («Χωρίς τον Φρόυντ») που καλούνται να παραχωρήσουν τη θέση τους σε μίαν ονειρική συνείδηση που ανταγωνίζεται επί ίσοις όροις τη συνείδηση.
Η νέα ποιητική συλλογή της Ελένης Αρτεμίου-Φωτιάδου αποτελεί πρόκληση για τον αναγνώστη, καθώς αυτός καλείται, στα ρευστά όρια του συναισθήματος και της διανόησης, της πραγματικότητας και της φαντασίας, του εφιάλτη και του ονείρου, να σωματοποιήσει μίαν άλλη ενοικούσα συνείδηση που θα αποτελέσει την ενοποιητική αρχή της βιοϊστορίας του. Κοντολογίς, παραμένοντας εξόριστος «ανάμεσα σε όνειρο και εφιάλτη» («REM»), να ερμηνεύσει το όνειρο, ζώντας πρώτα τον εφιάλτη («Βλέμμα κατά τας γραφάς») και να τιθασεύσει την εκτυφλωτική εμφάνεια της τέχνης, πρσλαμβάνοντας το κόκκινο με άλλο χρώμα («Ασύνδετη εξάρτηση»).
Ανδρέας Αντζουλής δ.φ.