η ζωή μας είναι σαν μισοτελειωμένα ποιήματα στο συρτάρι ενός γραφείου. γεμάτη μνήμες, φαντάσματα που μας εγκαταλείπουν, ξεστομίζοντας λέξεις πίσω από τις οποίες κρύβονται αγωνίες.
κυκλοφορώ πάντα με την αγωνία του πρόωρου θανάτου. συμβιβάστηκα μαζί του ως πιθανότητα. τον κρύβω βαθιά στην τσέπη, σαν τις παιδικές μνήμες. αφήνω μόνο πίσω λίγους φθόγγους, ως απόδειξη ότι κάποτε κάποιοι προσπαθήσαμε να ξεφύγουμε από τον Κυνισμό. δεκαετίες αργότερα θα μείνουν οι παθητικές σκιές των ιδεών που περιγράφουν οι στίχοι μας.
χαμένοι σε έναν κόσμο κέρδους, βλέπουμε τον θάνατο στο πρόσωπο των θυμάτων των χρηματιστηρίων, σε παπούτσια κοριτσιών που χάθηκαν σε γυναικοκτονίες, σε ρούχα που μουλιάζουν στις ακτές. κι ακόμα ψάχνουμε λέξεις και σχήματα ρητορικά να εκφράσουμε την οργή.
γι’ αυτό και θέλω να ξαναμάθω να μιλάω ωμά. να φέρω στην επιφάνεια ξανά τον παιδικό θυμό για την αδικία. θέλω να μιλήσω για το μίσος.
γράφω με τη γεύση της αηδίας στο στόμα και την αίσθηση που αφήνει ο πυρετός του εθνικισμού
α’
γεννήθηκα σε μια πόλη νεκρών. άγγελοι εξόριστοι με ψυχή ευαίσθητη
τρομαγμένοι στέκονται μονάχοι σαν μαύρα πρόβατα αναζητώντας μια αγκαλιά.
κι οι νοικοκυραίοι ταΐζουν με σκουπίδια τα παιδιά τους,
κρύβοντας το φίδι στο σαλόνι μπροστά από γυάλινα κουτιά.
ξέρασε η ιστορία, ξεχείλισε ο οχετός και πνιγήκαμε στους εθνικιστές. σκελετοί με σάρκες λιωμένες δίπλα σε βόθρους που αχνίζουν. οχλοβοή από παράτες, σημαίες και τύμπανα σκεπάζει τα ίχνη των ανισοτήτων. λόγια όμορφα πίσω από άρβυλα, προπέτασμα εμπάθειας.
ο εθνικισμός
δεν είναι ιδεολογία για το έθνος, μόνο ύμνος κατά του Ανθρώπου. φορά λέξεις κατεψυγμένες και στολίζεται με τα κοσμήματα της απόγνωσης για να κρύψει την εχθρότητα
σε έναν εθνικιστή δεν προσπαθείς πότε να εξηγήσεις ότι το μίσος κάνει κακό. χρειάζεται μόνο να τραβήξεις το καζανάκι(*)
β’
οι εθνικιστές
πάντα θα φοβούνται τη συνύπαρξη.
δειλοί
κρύβονται στο σκοτάδι του Σαββάτου. πετάνε πέτρες στο pride. την Τρίτη στο σχολείο κουκουλοφόροι με μαχαίρι και καδρόνια χτυπάνε αντιφασίστες και μαθητές. κραυγές που στάζουν αίμα, ψαλιδίζουν το χάρτινο σώμα της συμβίωσης.
κομπλεξικά ανθρωπάκια,
σκιάζεστε απ’ το είδωλο στον καθρέφτη,
τρομάζετε μπροστά στη σκιά του φτωχού. τρέμετε μη γίνετε σαν εκείνον.
όταν μιλάτε για πατρίδα,
πάντα στοχεύετε τον καημένο.
αγοράζετε όπλα για πολέμους φανταστικούς, μα κάθε μέρα στο χρηματιστήριο της προπαγάνδας ξεπουλάτε μετοχές σε επιχειρήσεις ξένες.
γ’
σε κάθε βήμα του εθνικισμού φυτρώνουν μνήματα.
πουλάτε πατρίδα στον ανόητο κι εκείνος αγοράζει εχθρούς και τάφους για να φυτέψει κόκκαλα ιδεών νοτισμένα στη ναφθαλίνη.
βαλσαμώσανε το έθνος πάνω στις φωτιές της ομοιογένειας και του στρατού.
αντί να τιμήσετε την πατρίδα με στεφάνια από ελιές σε μνημεία για τον Άγνωστο Εργάτη, επιλέξατε τον Στρατιώτη.
καμαρώνετε για επιτυχίες και άθλους στους οποίους ποτέ δεν συμμετείχατε. χαμογελάτε για τα φώτα ενός σπουδαίου πολιτισμού που ποτέ δεν γνωρίσατε, υπερηφανεύεστε για τη μεγάλη γλώσσα που ποτέ δεν διαβάσατε.
δεν μάθατε καν τη μητρική σας.
μόνο την πορδή κρατήσατε των αρχαίων και σκορπάτε την μπόχα της.
δ’
επικαλείστε το έθνος, όπως ο ποιητής τη μούσα, ακόμα κι όταν ξέρει ότι αυτή θυσιάστηκε στον βωμό του μεταφυσικού. μα αν η ποίηση οδηγεί στη συνειδητοποίηση των αντιθέσεων, εσείς τις πνίγετε στο αφιόνι.
συνυπάρχουμε με τα κατακάθια της πατρίδας(**). μα κάθε μέρα που αντιμετωπίζουμε τον εθνικισμό ως λόγο αντισυστημικό, βουλιάζουμε στην κινούμενη άμμο της σήψης.
κάθε φορά που ένας κιβδηλοποιός
μιλά για πατρίδα, στάχτες με θόρυβο απεχθή σκεπάζουν τη συμφιλίωση.
χαφιέδες,
δείχνετε με το δάχτυλο τον εσωτερικό εχθρό στο πρόσωπο κάθε ταλαιπωρημένου. σας ενοχλεί ο αφυδατωμένος ξυπόλητος με τα υγρά ρούχα και τα βρώμικα ποδάρια.
χορτάτοι
μιλάτε για τη δόξα του έθνους, να μη φανεί ότι ακρίβυνε το ψωμί.
σε μια κοινωνία σε εθνικιστικό παροξυσμό δεν καλύπτουμε τους καθρέφτες με άσπρα πανιά.
υψώνουμε σημαίες πένθους
απέναντι στην αποσύνθεση της αστικής κοινωνίας.
όταν τα εγκλήματα στο όνομα του έθνους συσσωρεύονται, γίνονται αόρατα(***).
ε’
προσάναμμα
του φασισμού η φτώχεια και η πείνα.
φλόγα
που συνειδήσεις λαμπαδιάζει.
και η υποβαθμισμένη παιδεία το πνεύμα οπλίζει με μίσος και φόβο.
ψάχνετε στον πυθμένα εύκολες απαντήσεις. θυμωμένες συνειδήσεις που ζητούν αυτοεπιβεβαίωση. μασόνοι, Εβραίοι, τσιπάκια, ομοφυλόφιλοι, πολιτική ορθότητα και γυναικεία αξιοπρέπεια, όλα στη φαρέτρα μυθικών συνομωσιών. μάθατε να μισείτε ανθρώπους που ποτέ δεν θα γνωρίσετε. στις αρτηρίες σας ρέει απ-ανθρωπιά. χαλασμένη μηχανή μιας ακατανόητης ανάγκης για κοινή ταυτότητα.
ο εθνικισμός
σέρνεται στα σκατά των διχασμών. απόσταγμα του ρατσισμού, κατασκευάζει ταυτότητες γεμάτες στερεότυπα.
βρίσκετε άσυλο
σε δομές υποδοχής έωλων θεωριών. ρημαγμένες ιδέες που βουλώνουν ρόζους μισογκρεμισμένων ονείρων.
στ’
όταν δύει ο πολιτισμός, ακόμα και οι ρατσιστές αποκτούν μεγάλες σκιές.
όταν ο Ποιητής
στοχάζεται πάνω από το σώμα της κοινωνίας,
εσείς
εκφωνείτε πανηγυρικούς πάνω από το πτώμα της ιστορίας.
όταν ο Ποιητής
ψάχνει λέξεις καθαρές και χαμηλώνει την τρεμουλιαστή φωνή μπροστά στη δύναμη της γλώσσας,
οι εθνικιστές
αναζητάτε την καθαρότητα της φυλής θυσιάζοντας τον ανυπεράσπιστο.
μα ο Ποιητής ακόμα προσπαθεί να αφουγκραστεί στη μοναξιά του σκοταδιού τα κλάμα των νεκρών