Μια γυναίκα που όλα τα έβλεπε αλήθεια ενώ όλοι της έλεγαν ψέματα… και πάντα στεκόταν πιο ψηλά
Στέκομαι μπροστά στο μπαλκόνι μου, κοιτάζω έξω, κάτω την αυλή,.. ακούω, αλήθεια, ακούω; Ή μήπως τα φαντάζομαι όλα αυτά; Αλήθεια βλέπω; Ή μήπως ονειρεύομαι; Αλήθεια.. αλήθεια;.. άραγε να είμαι μεγάλη; Μικρή; Κι αν όλα όσα άκουγα που δεν είμαι σίγουρη αν τα άκουσα να ήταν ψέματα; Αλλά τότε κάτι άκουσα, γιατί το ψέμα το θυμάσαι, είσαι εσύ, είναι επάνω σου… άρα υπάρχει!; Αλήθεια ποια να είμαι; Μήπως ένα ψέμα, μήπως είμαι ολόκληρη ένα ψέμα; Και τότε γιατί το ψέμα να μην είναι μια προσωπική δική του αλήθεια; Αφού υπάρχει.. Γύρισα να κοιτάξω πίσω μου την μπαλκονόπορτα, αν ήταν ανοιχτή αρκετά ώστε να χωρούσα να μπω, αλλά ήταν διάπλατα ανοιχτή, χωρούσε να μπει όλος ο αέρας, πηγαινοερχόταν βιαστικός και παιχνιδιάρικος με γοργά βήματα, πηγαινοερχόταν ο κύριος αέρας και στη διαδρομή του μου έλεγε διάφορα.. μου είπε ότι ένα παιδάκι λίγο πιο κάτω έπεσε και χτύπησε πάνω στο παιχνίδι, η στριγκλιά μου τρύπησε τα αυτιά.. και τότε θέλησα να σπρώξω τον κύριο αέρα, μα στην προσπάθειά μου αυτή, γλιστράω και ταλανίζομαι μεταξύ του εδάφους κάτω απ’ τα πόδια μου και του κενού που ρουφάει σιγά σιγά την αριστερή μου πλευρά.. Ανάμεσα στο ψέμα και την αλήθεια, αλήθεια εκείνη την ώρα πέφτω, πέφτω τέσσερις ορόφους πιο κάτω.. και ο κύριος αέρας μου λέει ιστορίες, χτυπάω με το πρόσωπό μου στις ιστορίες, με το μυαλό μου, φεύγω από το μπαλκόνι μου και ταξιδεύω, μα στάσου! Έχω αφήσει την μπαλκονόπορτα ανοιχτή…
-Ακούς; Μου φωνάζει μια φωνή,
– Ακούς; Να με ακούς γιατί έχω δίκιο.
Μα τι συμβαίνει;
– Κοίτα πως τα καταφέρνεις! Κοίτα τι όμορφα! Κοίτα να προσέχεις! Κοίτα και εμπιστεύσου με εγώ ξέρω τι είναι καλό και τι είναι το κακό! Εγώ ξέρω.
– Όχι και εγώ ξέρω, εμένα να ακούς
– Όχι εμένα, αυτοί δεν ξέρουν, εσύ είσαι άπειρη!
– Μην τους ακούς, ξέρω και εσύ ξέρεις, αλλά δεν μπορείς ακόμα!
– Μα μην τους δίνεις σημασία, κοίταξε έξω΄ βλέπεις;
– Όχι! Μην κοιτάς έξω, είναι κακό, θα σε βλάψει, τα βιβλία, στα βιβλία μόνο
– Μα αυτά δεν είναι καλά λένε ψέματα, μην εμπιστεύεσαι
Σιωπή! Ζητάω.. γαλήνια, σιωπή.. από τον αέρα να σωπάσει.. Δεν με ακούει, γίνεται ολοένα και πιο δυνατός, με μαστιγώνει, με τσακίζουν οι ιστορίες του, μα νόμιζα ότι ήταν φίλος μου,… τι είναι αυτό; Οι φωνές, οι ιστορίες, τα ψέματα, οι αλήθειες, είναι πρόσωπα! Τώρα τα βλέπω πιο καθαρά, έγιναν πρόσωπα, αλλά δεν είναι όμορφα, είναι αποκρουστικά, σχεδόν τερατώδη και οι φωνές τους σαν ουρλιαχτά μου τρυπούν τα αυτιά! Εισχωρούν απ’ το δέρμα, μου τρυπούν το λαιμό μου και με αφήνουν άφωνη, δεν μπορώ να μιλήσω, ο αέρας δεν θα με ακούσει τώρα. Ώω! Μα τι απαίσια πρόσωπα.. ο αέρας τα φέρνει πιο μπροστά, τρέχουν πιο γρήγορα από μένα, τα πρόσωπά τους αλλάζουν εκφράσεις, τα λόγια τους γίνονται γκριμάτσες, με κοροϊδεύουν; Γελάνε μαζί μου; Όχι! Με συμπονούν! Πέφτουμε μαζί και με συμπονούν, μου φέρονται τρυφερά τώρα, μια κυρία με αγκαλιάζει, αλλά νιώθω ρίγος, κρύο, καθόλου ευχάριστα.. μάλλον πλησιάζω στο έδαφος, ναι να το! Το βλέπω! Πόσο χαίρομαι.. Άνοιξα τα μάτια μου και με αντίκρισα, αλλά δεν ήμουν εγώ, το πρόσωπο άλλαζε σαν τις γκριμάτσες, θα είχα μια ονειροπόληση, να έζησα μήπως ένα ψέμα; Ή μια αλήθεια; Αφού την είδα, άρα ήταν αληθινή, ή μήπως αληθινά ψεύτικη.. Θυμήθηκα! Κάποτε μου είχαν πει πως είχα πέσει και είχα χτυπήσει το σαγόνι μου, μα ήταν παλιά, όταν ήμουν πολύ μικρή και δεν μπορούσα να το καταλάβω, αλλά μου το είπαν και το πιστεύω.. Δεν είναι αλήθεια, εννοώ ότι ακούω πολλά, αλλά δεν είναι αλήθεια και το ξέρω. Κάθε μέρα ο κόσμος “μου” γκρεμίζεται, σαν τζαμαρία που κάποιος της πετάει μια πέτρα για να την διαλύσει, και κάνει και ακριβώς αυτόν τον ήχο, αλήθεια! Τον κάνει! Τώρα φτιάχνω λίγο τσάι, και πρέπει να κλείσω το μάτι γιατί αρχίζει να χύνεται το τσάι μου. Καθώς θα πίνω, θα ονειροπολήσω λίγο ακόμη μερικά ψέματα, και μετά, έχω να βγω έξω, στην αλήθεια, στην αλήθεια των αληθινών ανθρώπων, του αληθινού κόσμου, στον οποίο πιστεύω γιατί αυτόν βλέπω.. Είμαι αληθινή και είμαι καλά.
Το κείμενο γράφτηκε με αφορμή την παράσταση “Γιαννούλα η Κουλουρού”
Ηρώ Ατματζίδη