Ημερολόγιο ασημάντων 84: «Ανθρωπιστική Ημέρα» / Καρούζος: Πυραχτωμένος από ουράνια στύση | Δημήτρης Τζουμάκας

In Λογοτεχνία, Πεζογραφία, Χρονογράφημα by mandragoras


Χρονογράφημα



18.8.18 Ωραίος αριθμός. Σαν σήμερα το 1850 πεθαίνει ο Γάλλος συγγραφέας Ονορέ ντε Μπαλζάκ μόλις πέρασε τα πενήντα. Μόνος του μία Σχολή ρεαλισμού, έπινε λένε 20-50 καφέδες την ημέρα, εργαζόταν τουλάχιστον 15 ώρες ημερησίως και δημιούργησε 2.500 ήρωες. Το γράψιμο εκτός από πνευματική προσπάθεια είναι κυρίως χειρωνακτική εργασία. Ο Βίκτωρ Ουγκώ πάθαινε αγκύλωση στα δάχτυλα. Χρειάζεσαι αντοχές, δάχτυλα και μέση. Όχι γράψαμε ένα ποιηματάκι και θεωρείσαι ο Νερούδα.

Βάρκιζα μπάνιο αρ. 33. Οικογένειες ξένων με παιδιά. Και άνθρωποι μόνοι, άρρενες, μεγάλης ηλικίας. Κάνω μία βόλτα στο λιμανάκι με τις τράτες των ψαράδων. Τρία θηριώδη αλιευτικά ο Κάπταν Παναγιώτης, ο Παντελής με τη σημαία των ερυθρολεύκων και η Μεγαλόχαρη, με τους Αιγύπτιους αλιείς στο κατάστρωμα, που σώσανε κόσμο στη Ραφήνα να ξεσκαρτίζουν ψάρια τώρα, κάτω από την εικόνα της Παναγίας.

Τα ασυνόδευτα μεγάλωσαν. Πήγαν, είδαν, γάμησαν στη Φυλής κι έρχονται καταπάνω μου. Τα περισσότερα είναι μπλεγμένα στις μικρομαφίες. Περνάω αγέρωχος σφυρίζοντας ανάμεσα τους, περασμένη ώρα, ξέρω ότι το παίζουν γαμίκοι και τίποτα παραπάνω.

19.8.18 Κυριακή. Παγκόσμια ανθρωπιστική Ημέρα. Έχω αποκοπεί από οργανώσεις και συλλογικότητες. Άλλωστε οι τελευταίες, στις οποίες κάποτε ψιλοσύχναζα με το φίλο μου τον Οδοκαθαριστή, έχουν πάει κατασκηνώσεις μέσα στα δάση, η Εύβοια ως πλησιέστερη προσφέρεται περισσότερο και συγκεντρώνει ήδη δύο τρεις οργανώσεις, αλλά μ’ αυτές τις καταραμένες φωτιές φοβάμαι μη καεί κανας τροτσκιστής ή Νεοξεκινηματικός.

Είχα πάρει μαζί μου και διάβαζα στο μετρό και στο λεωφορείο αν έβαφε ο Στάλιν τα μαλλιά του, του Λύκαρη, και μου άρεσε, όπως και τις πρώτες σελίδες από το Ημερολόγιό μου με σκοπό να αποφασίσω αν αξίζει να προχωρήσω σε κάποια έκδοση.

Τελικά είναι δύσκολο να γίνει βιβλίο το Ημερολόγιο. Είναι γεγονότα που έχουν περάσει, που έχουν ξεφουσκώσει κι έχουν πολυσχολιαστεί δημοσιογραφικά. Τα προσωπικά, όπως θάλεγε ο Σιώτης δεν ενδιαφέρουν. Αν και νομίζω ότι αυτά είναι που ενδιαφέρουν, όταν είσαι προσωπικότητα. Είμαι όμως προσωπικότης; Χμ. Σίγουρα δεν είμαι η Βουγιουκλάκη. Ούτε καν προσκοπάκι. Μα δεν θέλω να είμαι Προσωπικότης. Μια χαρά αναπτύσσω τον εσωτερικό μου διάλογο. Απλώς νομίζω ότι κάποιους ίσως να τους ενδιαφέρανε τα ασήμαντα προσωπικά, έστω κι από περιέργεια. Δεν έχω πρόβλημα να εκτεθώ, αν κι αυτό είναι μία διαστροφή, αλλά δεν θέλω να εκθέσω τους δικούς μου. Αυτό κι αν δεν είναι! Δηλαδή αποκλείουμε τις καλύτερες σελίδες. Γιατί οπωσδήποτε παρουσιάζει ενδιαφέρον, σαν ψυχογράφημα τουλάχιστον, το πώς βλέπουμε τους δικούς μας ανθρώπους, πως αισθανόμαστε, πώς νομίζουμε ότι μας βλέπουν. Να γράψουμε γι αυτά που κρύβουμε. Ο άλλος καταλαβαίνει ότι κρύβουμε, καταλαβαίνει ότι αυτά που δεν λέμε είναι τα σημαντικότερα, μα λέμε τα ασήμαντα, που εμφανίζονται έτσι ως σημαντικά. Όταν η λογοτεχνία γίνεται βιωματική, αυτοβιογραφική –κρύβω δεν κρύβω– ξεδιάντροπη και μαζί ανθρώπινη έχει κάποιο ενδιαφέρον, την ανοχή τουλάχιστον του αναγνώστη. Βέβαια τέχνη είναι η φαντασιακή αφήγηση, εκεί που επιχειρείς να δώσεις μορφή στο αδύνατο. Το έχουν πετύχει αρκετοί συγγραφείς κι ήθελα να συναντήσω κάποιους να δω πώς το κάνουν. Όταν συνάντησα μερικούς κατάλαβα ότι χάνουμε χρόνο.

Τι θα πει αυτό «Ανθρωπιστική Ημέρα» και δεν υπάρχει ψυχή στην πλατεία σήμερα, ούτε ένας πρόσφυγας να βοηθήσουμε! Είναι κλειστό ακόμη και το καφενείο του Παντελή. Όλοι διακοπές στις πατρίδες τους την ανθρωπιστική αυτή Ημέρα. Εγώ δεν έχω μια πατρίδα. Ο πατέρα μου δεν είχε ούτε μάνα ούτε πατέρα, έφυγε παιδί από το χωριό του κι έπιασε δουλειά στον Παπαστράτο. Πατρίδα του ήταν ο Παπαστράτος.

Βγαίνω κι αγοράζω ένα πόδι κοτόπουλο με λίγες κακοψημένες πατάτες και τρέχω να συνεχίσω σκάκι, τις παρτίδες που άρχισα στον υπολογιστή. Είναι καινούρια μόδα αυτή να ξεγελάσεις το χρόνο. Κάνει και κουφόβραση. Έκθεση ζωγραφικής με θέμα το σκάκι του Ηλία Ματθαιόπουλου στα Τρίκαλα Κορινθίας και στα πλαίσια του Διεθνούς τουρνουά Ερμής (19-25 Αυγούστου). Έχει βάλει το χεράκι του εδώ μήπως και ο Χριστόφορος Κάσδαγλης; Η Μπέμπα πουλάει τυριά σε πανηγύρι στο Ρόδο δεν θα έχει γυρίσει και δεν θα μπορέσουμε να πάμε. Χάσαμε την έκθεση. Και τις παρτίδες στη σκακιέρα ενός ωραίου τουρνουά ρε γαμώτο.

«Να μη φοβάσαι τη μοναξιά σου και να αφουγκράζεσαι τη σιωπή σου. Να μάθεις να μην εξαρτάσαι από την παρουσία των άλλων». Γκαμπριέλ Γκάρσια Μαρκές.

20.8.18 Είδα Κώστα Kαραμάρκο εκ Μελβούρνης χωρίς το γιο του που λατρεύει και μου μιλούσε συγκινητικά για υποθέσεις υιοθεσίας, πολιτιστικού ξεριζωμού, ταυτότητας και για πολλαπλούς χωρισμούς. Πήγα για μπάνιο στη Βάρκιζα αρ.34 με κουλούρι και νερό. Γέροι άνω των εβδομήντα μόνοι τους. Μίζεροι, συντηρητικοί. Επιστρέφοντας μπήκα στο Βασιλόπουλο του Ελληνικού κι έφαγα φασολάδα! Τόσο νόστιμη. Ούτε η μάνα την κάνει τόσο ωραία, ούτε η Αρετή, ούτε η Μπέμπα, ούτε στις Πρέσπες. Μπράβο Βασιλόπουλε και της φασολάδας το ζουμί, ωραίο. Διάβαζα τρώγοντας στην εφημερίδα κείμενα δημοσιογραφικά, όμως πολύ ποιητικά, ενώ περνάγανε καροτσάκια που τα σπρώχνουν σουσούδες νοικοκυρές υπερφορτωμένα. Η Σταυρούλα Μαντζώρου αναφερόμενη στο Λεύκωμα του ιατρικού Συλλόγου Έβρου αναφέρει την περίπτωση του παιδίατρου Χρήστου Μασκλέρη που στο τιμόνι του ποδηλάτου έβαζε την ιατρική τσάντα και στη σχάρα μία μικρή ζυγαριά για να ελέγχει το βάρος των μωρών του Έβρου. Και κάθομαι λίγο μαγεμένος τρώγοντας τη φασολάδα μου και αναπαράγω αυτή την εικόνα του πιονέρου γιατρού με το ποδήλατο στη μεθόριο. Κι άλλην εικόνα διαβάζοντας στη διπλανή στήλη Λευτέρη Κουγιουμτζή ένα κείμενο για μια ζουρίδα. Το μικρόσωμο ακριβοθώρητο αγρίμι με την παχιά ουρά που ο χρονογράφος-ποιητής έβλεπε για πρώτη φορά. Θυμάμαι εκείνα τα μαγικά καλοκαίρια που είσαι παιδί–παραθεριστής τις νυφίτσες στα πλατάνια του Καταρράκτη που τις την κυνηγάγαμε με πέτρες. Πόσο ωραίο πράγμα να βλέπεις σκιουράκι. Στην Αυστραλία τα έχουν σαν pet. Στο τσαντάκι τους ή στον κόρφο τους οι δεσποινίδες τα ουάλαμπυ. Κοιτάζεις μία το υπέροχο ζωάκι και μία το νεανικό στήθος. Και το χαμόγελο ακόμη καλύτερο.

Κέρδισα τα μεσάνυχτα τον υπολογιστή στο σκάκι για πρώτη φορά στο υψηλότερο επίπεδο δυσκολίας κι όχι ξενέρωτα, να βγάλουμε δηλαδή βασίλισσα και βασιλόπουλο στο τέλος. Όχι τέτοια μπακαλίστικα. Αλλά μ’ έναν ωραιότατο συνδυασμό, δεν ξέρω πώς προέκυψε, είχα πάρει το κέντρο με τα πιονάκια που γίνανε κομμάτια δηλητήριο, έβγαλα το τέλειο ρουά ματ και τόφαγε στη μούρη η τεχνητή νοημοσύνη. Πολύ χαρούμενος.

21.8.18. Κλεισμένος μέσα στο σπίτι σαν τιμωρημένος. Βγήκα μόνο για να πάρω μία μερίδα μουσακά από τον Σκλαβενίτη στη Μιχαήλ Βόδα που τον κάνει ωραία. Έπαιζε ο ΠΑΟΚ με την Μπενφίκα αλλά δεν πήγα στον Παντελή να δω το παιχνίδι.

Ατυχής έμπνευση, νομίζω η επιλογή της Ιθάκης για το διάγγελμα του πρωθυπουργού με αφορμή την έξοδο από τα μνημόνια. Κάποιος έπρεπε να τον συγκρατήσει. Δικαιούσαι ένα ενημερωτικό διάγγελμα στους αλαφιασμένους υπηκόους, ο μιμητισμός όμως μίας ασεβούς εικόνας τύπου Καστελόριζο δεν περιέχει μόνο κιτς, αλλά και ύβρις, αφού όπως είναι γνωστό τίποτα δεν τελειώνει στο τροχό των δανειστών, παρά μόνο με βασανιστικό θάνατο.

22.8.12 Τετάρτη ξεκίνησα για μπάνιο στη Βάρκιζα, αλλά μας κατέβασαν στο Σύνταγμα από το μετρό γιατί έγινε black out στο κέντρο της Αθήνας. Το θέαμα ήταν σπουδαίο οπτικά, καθώς οι κυλιόμενες δεν λειτουργούσαν, τα ασανσέρ δεν λειτουργούσαν κι οι επιβάτες είχαν ανοίξει τα κινητά για να φωτίσουν τα υπόγεια, απ’ όπου βγαίναμε σαν τα ποντίκια. Η ακινησία των μέσων δυσχέραινε τις ευπαθείς ομάδες, έκανε τις γριούλες να αγκομαχούν και να γκρινιάζουν και τους αγύμναστους νέους να σέρνονται. Λες κι έγινε η συντέλεια του κόσμου. Χάσαμε το μπάνιο.

«Από τι υποφέρετε; Από Ύπαρξη» Το έργο της Μαρίας Γοργία και της ομάδας χορού Αμάλγαμα πραγματεύεται το ζήτημα του θανάτου και φθοράς του σώματος βασισμένο σε ποίηση και συνεντεύξεις του Νίκου Καρούζου, που πολύ εκτιμώ για τον αντικομφορμισμό του (ζούσε σε ένα υπόγειο στην Αθήνα κι ενώ ήταν άπορος δεν δέχτηκε ποτέ την τιμητική σύνταξη της πολιτείας). Είναι αυτό το σπάνιο πράγμα οι ιδέες και το έργο σου, να συμβαδίζουν με τη ζωή σου. Ρώτησα τον Πανεπιστημιακό Γιάννη Σαββίδη που γνώρισα στο Σταμούλη και είχε πατριό τον σπουδαίο ποιητή «πώς ήταν σαν πατριός ο Καρούζος;» Και μου είπε ο καλύτερος. Καλύτερος κι από πατέρας. Ο Σαββίδης μου έδωσε δύο βιβλία που πρόσφατα κυκλοφόρησαν από τις εκδόσεις Γαβριηλίδη. Το ένα δείχνει και τα επιτεύγματα στο χώρο των εικαστικών από τον ποιητή. Ανθολογώ λίγο Καρούζο:

Να ’σαι διανοούμενος έστω. Να ’σαι με τη σάρκα σου.

Εγώ πλάστηκα με πόνο για κάθε τόπο και καιρό.

Στήθος μου δε σε γιόμισα κέρματα {Προλετάριοι Προσμενάριοι}

Γίναμε σιγά-σιγά δήθεν υπέροχοι/Με μαδημένες χίμαιρες στα χέρια./Μας νέμεται σκληρά η επιστήμη.

Χωρίς την ομολογία τι κοστίζει η τέχνη;

Είμαι ένας πρώτης τάξεως άχρηστος με φωτοστέφανο.

Ο Ιησούς είναι περίγελως και νούμερο εξ ου και η τεράστια δόξα του.

Κύριε Κύριε η απελπισία μου είναι το νέκταρ που προτιμάς.

Πυραχτωμένος από ουράνια στύση.

Το ψαχνό της μακραίωνης νεοελληνικότητας είναι η Ορθοδοξία.

Ο χριστιανισμός είναι μία υψηλή θρησκεία της αγάπης και της θυσίας. Ιδού ο λόγος που δεν κατάλαβα τον χριστιανισμό σαν εξουσία.

Νίκο Καρούζε είσαι γλυκύτατος όταν μάλιστα δηλώνεις αναρχοκομμουνιστής «αλλά μίας προσωπικής θεωρίας» που στην κορυφή έχει το Θεό. «Η αυθεντική αγωνία πάει στο Θεό. Με τίποτα δεν πέφτει τούτος ο νόμος». Σεβαστό. Κι επειδή είσαι «θεϊκός» δεν σου αρέσει ο χριστιανισμός ως εξουσία. Μα αυτό είναι τελικά το δράμα, όχι μόνο ενός χριστιανού μαρξιστή ποιητή, όχι μόνο των Ελλήνων, αλλά και όλων των κατοίκων στον ελλαδικό χώρο. Ο φασιστικός ορθόδοξος χριστιανισμός που λυμαίνεται τα πάντα ως η απόλυτη πολιτική εξουσία που ανεβοκατεβάζει υπουργούς και αναγκάζει την άφρονα Πολιτεία να υποδέχεται σαν αρχηγό Κράτους ένα κόκκαλο, ένα κερί ή ένα φακό και ξεχωρίζει τους πολίτες σε ομαλούς και ανώμαλους.

23.8.18 Ο εκατομμυριούχος φίλος, στο τηλέφωνο. Παλιός Εσατζής, καλό παιδί, είχε δώσει μόνο μια δυο μπουνιές στο Στέφανο, είναι εδώ με το σκάφος, στην Ευρώπη, το «πηγαίνει» ο γιος του. Πού το πηγαίνει; Κάνουμε βόλτες στη Μεσόγειο. «Είμαστε Μάλτα, πάμε τώρα στο άλλο νησί, πώς το λένε. Αν θέλω να πάω μαζί τους για δυο τρεις μερούλες, μόλις φτάσουν στον Πειραιά, φτάνουν μεθαύριο. Θα πιάσουν Μύκονο και Πάρο. Όχι ρε Πίτερ, άστο καλύτερα έχω δουλειές και μετά τι θα κάνετε; Θα το πάμε Αυστραλία. Μα πηγαίνει Αυστραλία; Πώς δεν πάει; 14 εκατομμύρια σκάφος είναι .

 

Μπάνιο αριθμός 35 στα λιμανάκια της Βάρκιζας. Ζέστη με ελληνικότητα.

 

Δημήτρης Τζουμάκας

Share this Post

Περισσότερα στην ίδια κατηγορία