Ημερολόγιο ασημάντων 172β: Ο παππούς άνοιξε τα φτερά του | Δημήτρης Τζουμάκας

In Λογοτεχνία, Πεζογραφία, Χρονογράφημα by mandragoras

 

Μια και άνοιξα το θέμα, για να το κλείσω κιόλας, ο παππούς δεν ήταν «παίξε γέλασε». Κοντός το δέμας μεν με στεντόρεια φωνή δε, που γινότανε άλλοτε μελοδραματική, άλλοτε χωροφυλακίστικη μπορούσε να ψαρώσει οποιονδήποτε, όχι μόνο εμένα, που ήμουν χάπατο αλλά ένα λόχο ολόκληρο. Μιλώντας πότε για τα βάσανα του Μοντεχρήστου στο κελί, πότε για τον δικτάτορα Πάγκαλο που άφησε νηστικό το σκυλί του τρεις μέρες και μετά του έδωσε ένα κρεμμύδι για να φάει (κάνοντας έτσι παρατήρηση στη μάνα μου για μένανε που ήμουν καλομαθημένος και μίζερος), λέγοντας ιστορίες για τη Σχολή Ιησουϊτών(;) μιλώντας για τις περιπέτειές του στο πολεμικό ναυτικό και τη διαμονή του στο Άγιο Όρος απ’ όπου έφερε μια μικρούτσικη ταλαίπωρη εικόνα, που την έδωσε σε μένα και κάπου την έχω καταχωνιασμένη, επιβάλλετο στο χώρο και στο ακροατήριο γύρω από το τραπέζι –γιατί σ’ ένα τραπέζι τον θυμάμαι πάντα, με την πετσέτα στο στήθος. Ήταν μία ατραξιόν όταν ερχόταν κάποιες Κυριακές στο σπίτι.

Είχε χάσει τη γυναίκα του στη γέννα (της δεύτερης κόρης του, της μητρός μου Μαίρης με το όνομα) και μεγάλωσε δυο ορφανά στον Κολωνό με τη συνδρομή της αδελφής του και της μητέρας του Σοφίας, αλλά εμμέσως και του δευτέρου συζύγου της Σοφίας του προπάππου μοίραρχου Βαρσόπουλου (Είχα παρακολουθήσει μία αψιμαχία –στον πληθυντικό τα γαλλικά των δύο αντρών– και τώρα συμπεραίνω ότι είχε ιδεολογική χροιά «Εμείς δεν λαμβάνουμε σύνταξη καραβανά», είχε πει ο παππούς Καλλιανός). Όταν οι δύο κόρες του παντρεύτηκαν και απέκτησαν και δικά τους παιδιά ο παππούς άνοιξε τα φτερά του και ξαναπαντρεύτηκε μία κυρία από την Ιθάκη, την κυρά Καψάλω με την οποία απέκτησε τρία παιδιά. Δυο κορίτσια και το τελευταίο, επιτέλους ένα αγόρι.

Ο παππούς δούλευε όπως είπα στο αρβυλαδικο του στρατού στην Αθήνα, ζούσε σ’ ένα πλίνθινο δωμάτιο στο Πέραμα, στο οποίο τον είχαμε επισκεφτεί μια φορά όταν είχε αρρωστήσει με τη μητέρα μου, που κουνούσε αποδοκιμαστικά όλη την ώρα το κεφάλι της, ενώ η σύζυγός του ζούσε στην Ιθάκη με τα παιδιά και το ισχνό έμβασμα του παππού.

Σήμερα όλα τα παιδιά του παππού έχουν πεθάνει. Φέτος η Αφρούλα, στη Σουηδία. Πέρυσι τα Χριστούγεννα η μητέρα μου, στην Αθήνα. Ο Κωστάκης στην Αμερική. Η Χριστίνα στην Κεφαλονιά ή στη Γερμανία, δεν είμαι και σίγουρος. Πρώτη η Σοφία στο Περιστέρι. Έτσι έχουν τα πράγματα, μπαίνει κι ο ξεριζωμός στην …εξίσωση. 

Κοιτάζω το σπίτι στην Ιθάκη, ένα χαμόσπιτο. Εδώ είχε έλθει πριν μερικά χρόνια η κόρη μου κι είχε μείνει για λίγες μέρες μαζί με τη Μόνικα τη «Σουηδέζα» κόρη της Αφρούλας κι έκαναν σκι στο λιμάνι. Εδώ πέρασα κι εγώ μια βδομάδα παιδικών διακοπών αρκετές …δεκαετίες πριν. Το διπλανό σπίτι, ένα συμπαθητικό σαράβαλο πουλιέται. Τηλεφωνώ στον ατζέντη 170.000 ευρώ μου λέει. 

Ενθουσιασμένος απ’ την τιμή ρίχνομαι στα γαλαζοπράσινα νερά στην περιοχή Σαρακήνικο με το κινητό στην κωλότσεπη του …μαγιού. Αυτό που τράβηξα για να σφάξω τον φασίστα. Αν θυμάστε καλώς. Ε πάει το κινητούλι, έπεσε θύμα της απύθμενης αφηρημάδας του Βλακός με Περικεφαλαία και εχάθη. Θα μου τηλεφωνούν τα ψάρια και τα αμφίβια. Μου έμεινε ο Σοπενχάουερ αλλά ήταν αγχωμένος κι αυτός όπως κι εγώ τώρα, βλέποντας παντού γυμνιστές και λαχταριστές νεαρές γερμανίδες σε σκηνές τρύπιες κι εγώ ένας αναρχοαρθριτικός περιηγητής χωρίς κινητό που θα με ψάχνει ο γιος μου, αν με ψάχνει, ίσως κι η κόρη, μπορεί και οι φίλες μου.

«Ότι κατέχουμε αρχίζει σε λίγο να μας κατέχει κι αυτό». Και το χειρότερο το σεξ μπορεί να γίνει μία εμμονή, μία πραγματική καταστροφή, που δεν μπορούμε να αποφύγουμε, όπως άλλωστε αποφαίνεται ο γερμανός φιλόσοφος. Ναι αλλά έχασα και τις φωτογραφίες. Ένα χόμπι που έχει γίνει επιδημία. Ήταν ιδιαίτερες φωτογραφίες, διότι οι δικές μας είναι πάντα οι καλύτερες. Δεν βαριέσαι, ματαιότης ματαιοτήτων.

Θέλαμε να πάμε στο χωριό Εξωγή αλλά καταλήξαμε τελικά στην Ανωγή, είχε άλλη άποψη ο Σοπενχάουερ για τη χρηστή χρήση της βενζίνης. Το καφενείο της πλατείας του χωριού καλλιτεχνικό, δυο τρεις κύριοι με μακριά λευκά μαλλιά πίνουν καφέδες και σόδες, η ιδιοκτήτρια καθαρίζει φραγκόσυκα κι αυτή τη στιγμή εκθέτει έργα της, με επιρροή από Πικάσο, η γερμανίδα ζωγράφος Κλάρα Κόιτλερ κι εμείς καθίσαμε δίπλα της. Η καλλιτέχνις βρίσκεται στο νησί από το 1979, 40 χρόνια ακριβώς. Είστε παντρεμένη με Έλληνα; ρωτάω. Όχι, με Γερμανό απαντάει κι ήταν αυτός που μ’ έφερε εδώ και δεν μου άρεσε στην αρχή καθόλου, αλλά τώρα δεν ξεκολλάω. Ο γιος μου γεννήθηκε εδώ κι εδώ πήγε σχολείο αλλά τώρα είναι στην Αμερική και μένα δεν μ’ αρέσει η Αμερική, δέκα ώρες με το αεροπλάνο. Ζούμε σε μια οικολογική κοινότητα στο Σαρακήνικο, ασχολούμαι με κάτι αιωνόβιες ελιές απολαμβάνοντας τη φύση, τον ήλιο, τη σιωπή και την υπέροχη θάλασσα.

Γερμανικός ρομαντισμός.

Διεθνής Ημέρα Εξαφανισμένων. Έχουν γραφτεί πολλά συγκλονιστικά για τους εξαφανισμένους από τα δικτατορικά καθεστώτα στη Λατινική Αμερική. Πολλές αναφορές στα βιβλία του Ερνέστο Σάμπατο. Απίστευτες δυστυχίες.

Εξαφανισμένοι είμαστε κι εμείς κι ανέμελοι μέσα στο μαγικό ντεκόρ.

Πώς να χαρείς όμως την τόση ομορφιά όταν σε κυκλώνουν τα προβλήματα. Υπαρξιακά, οικογένειας, υγείας, οικονομικά.

Το λαογραφικό Μουσείο άνοιξε κι είναι ωραίο. Έχει μάλλον φτηνοπράγματα, έχει λαϊκούς πίνακες της δεκάρας αλλά αυτό δίνει μία μεγαλύτερη αυθεντικότητα στα εκθέματα. Την υπάλληλο δεν τη λένε Πηνελόπη την λένε Ευμορφία και της πηγαίνει. Στέκομαι μπροστά σε μία ωραία λευκή κανάτα πάνω σε μία τουαλέτα με ξύλινο καθρέφτη. Αριστούργημα. Θέλω να βγάλω φωτογραφίες, αλλά μετά την απώλεια του κινητού έχω μία παλιά ρώσικη φωτογραφική μηχανή με φιλμ που έχει μπλοκάρει.

Το βράδυ στην πλατεία στο Βαθύ βλέπω τον Γιώργο Παξινό, να τρώει με μεγάλη παρέα μπροστά στο κύμα. Ο Γιώργος συνταξιούχος Καθηγητής Ψυχολογίας σε πανεπιστήμιο του Σύδνεϋ, θιακιός στην καταγωγή, μέγας οικολόγος, σηκώνεται όρθιος και μιλάμε για τον Αμαζόνιο και τον Τραμπ μέχρι που αρχίζουν να τρέμουν τα πόδια μας.

Πόσα πληρώσαμε το βράδυ που κοιμηθήκαμε σ’ ένα δωμάτιο ευπρεπές; Πενήντα ευρώ. Μας έδωσαν και απόδειξη! Η μοναδική σε όλη την εκδρομική μας εξόρμηση. Κυκλοφορούν παντού οι άνθρωποι της Εφορίας, είπε ο ρουμτζής. Να κυκλοφορούν, αλλά να μην μας εκβιάζουν. Η Ντίνα Κοντάκου θυμήθηκε ότι πήγε κι αυτή με τον Πέτρο της πριν πολλά χρόνια στο Σαρακήνικο της Ιθάκης κι έμειναν μια βδομάδα σε σκηνή. Το κακό είναι ότι κάτι χαζές τουρίστριες είχαν αφήσει στα δέντρα κάτι τρόφιμα και οι ποντικοί ανεβοκατέβαιναν συνέχεια μ’ ένα λουκάνικο στο στόμα κι ήταν το σκηνικό όλο ένα γκραν γκινιόλ. 

Δημήτρης Τζουμάκας