Ελένη Ε. Νανοπούλου * ΣΚΙΑ ΛΕΥΚΗ

In Διήγημα, Λογοτεχνία, Πεζογραφία by mandragoras

 

Τότε, σκιά μου, μόριο και συ στο φως θα τρέμεις,
τότε θα θες στο σώμα πια να επιστρέψεις.
                         Κοραλία Θεοτοκά, «Όριο»

Το ανάλαφρο βήμα με το οποίο απέφυγε εκείνη την γκρίζα γυναίκα που πήγε ξαφνικά να της βάλει τρικλοποδιά, το χαμόγελο με το οποίο αντιμετώπισε το παράξενο συμβάν και η εαρινή διάθεση της μέρας με έσπρωξαν να γίνω η σκιά της, ξεχνώντας για λίγο τι με περίμενε επιστρέφοντας στο σπίτι .

Η άνοιξη φαινόταν στον βηματισμό της· ανηφόριζε τη Βασιλέως Γεωργίου προς το Δημοτικό Θέατρο λες και κατηφόριζε. Φορούσε παπούτσια αναπαυτικά, αν κρίνει κανείς από τα πόδια της που φαίνονταν χαρούμενα. Ναι, τα πόδια φαίνονται να λένε πόσο λυπημένα ή χαρούμενα είναι μέσα στα δεσμά τους. Φυλακισμένα σε πανύψηλες γόβες, τα ακούς να κλαίνε σχεδόν από τον πόνο. Απλωμένα σε πλαστικές, φτηνές μπαλαρίνες, τα ακούς να βλαστημάνε καθώς νιώθουν στην επαφή την παραμικρή ανωμαλία κάτω στον δρόμο ή στο πεζοδρόμιο. Εκείνα τα πόδια είχαν γάμπες γυμνασμένες από μπαλέτο ή χορό. Μπορεί κι από φυσικού τους βέβαια. Κοντοστάθηκε να ανοίξει τη τσάντα της, κάτι κοίταξε και συνέχισε. Έπρεπε να ρυθμίζω κι εγώ το βήμα μου ανάλογα, μην πέσω πάνω της.

Η λεπτή φούστα της πήγαινε πέρα δώθε ελαφρά, ευγενικά. Δεν είχε τίποτα από κείνη την προκλητική κίνηση, που συχνά παρατηρούμε, σα να λέει για κοιτάξτε, εδώ, εδώ. Το λευκό πουκάμισο είχε μια διαφάνεια διακριτική. Ούτε κολλούσε στο κορμί της ούτε μπόλικο. Ό,τι χρειαζόταν ακριβώς για το μέγεθός της. Το ύψος και το βάρος της έδειχναν μεσαίο νούμερο, σαν το δικό μου. Θα την έλεγες ψηλή επειδή είχε αδύνατη σιλουέτα και κάποια χάρη. Αλλιώς δεν ήταν αυτό που λέμε ψηλή γυναίκα. Αν αυτό που άφηνε στο πέρασμά της ήταν το άρωμά της, τότε μοιάζει με το δικό μου. Άρωμα ανοιξιάτικων λουλουδιών, σιγανό κι ευαίσθητο.

Προχωρούσε με κατεύθυνση σταθερή, ήξερε τι ήθελε, δεν άλλαζε πορεία, δεν κοντοστεκόταν. Κι όλα αυτά χωρίς το βάρος της καθημερινής ρουτίνας ή της υποχρέωσης. Είχε κάτι ανάλαφρο η συγκεκριμένη πορεία χωρίς να αντιφάσκει προς την σταθερότητά της. Τα μαλλιά της πίσω ως τους ώμους, καστανά, ήρεμα. Το ανοιξιάτικο αεράκι τα πήρε και τα ζωντάνεψε. Σήκωσε το χέρι να τα στρώσει αλλά σα να μετάνιωσε και δεν επέμεινε . Σε άλλες περιπτώσεις βλέπεις γυναίκες να κοντοστέκονται κάθε τόσο σε βιτρίνες και να τα φτιάχνουν, αλλά αυτές είναι πολύ γυναίκες. Ενώ αυτή, όχι ότι δεν ήταν, αλλά δε την απασχολούσε κιόλας. Είχε το χάρισμα κι ήταν δικό της, δεν το διαλαλούσε.

Κι ενώ θα περίμενες να πάει σε ένα ωραίο κατάστημα ή καφέ, κατηφόρισε προς την αγορά και μπήκε σε τυράδικο. Ζητώντας από τον πωλητή φέτα συγκεκριμένη, εκείνος αφού καλημέρισε την ρώτησε αν φορούσε το γνωστό άρωμα στο πράσινο μπουκάλι. Το αναγνώρισε μέσα σε κείνες τις δυνατές μυρωδιές τόσων και τόσων τυριών. Αν είναι δυνατόν. Μπήκα στη θέση μου. «Καταπληκτικό», του είπα, «τι μύτη έχετε» . «Α, το έχω διαλέξει για τη γυναίκα μου, δεν το αλλάζει, κι όπου βρεθώ το ξεχωρίζω». Πήρα τη μέτρια πικάντικη φέτα μου κι έφυγα βιαστικά για το σπίτι. Εκεί δεν είχε φτάσει η άνοιξη ακόμα.