Το πετρέλαιο καίει όπως οι επιθυμίες μας
Χωρίς να φλέγεται
Το τζάκι θα πρέπει κάποτε να ήτανε πετρόκτιστο
Έχει μαυρίσει από χρόνο και καπνό
Ζωγραφίζω με τα μάτια μια σιωπή
πάνω στο τζάμι που φλερτάρει η βροχή
Τόσο περιττός κάποτε ο κόσμος
Αριθμός που δεν ζευγαρώνει με τη λέξη μου
Μα κι αυτές που δεν ξεστόμισα
που σιγοβράζουνε επάνω στη φωτιά μου
λίγο αν τις φυσήξεις
καίγομαι
Γράφω λοιπόν προσεκτικά
όπως γράφει κανείς ένα γράμμα
στον έφηβο στρατιώτη
θύμα σε εμφύλιο
Ουδετερότης
Καμιά παράταξη δεν πολεμά για τον διχασμένο λογισμό μου
Μόνη μου κόβω δρόμο στη βροχή και χάνομαι
Μα πού και οι οδηγίες χρήσεως
Ο σχετικός χάρτης με διαβάσεις
σε πλημμυρισμένους φόβους
σπασμένα φανάρια
μονοδρόμους με τέρμα αδιέξοδο
Απολεσθέν το σχετικό βιβλιάριο
Απολεσθείσα η σχετική ιστοσελίδα
μετά την καταιγίδα
τη διακοπή του ηλεκτρικού μας ρεύματος
Εσύ απέναντί μου καθώς λείπεις
Επίμονη απουσία
με διαβάζει πάντα σαν εξώφυλλο
κρατά τον τίτλο για ευφάνταστες στιγμές
Γράφω λοιπόν εντός μου
Γράφω για να θυμάμαι
Το πρωί ξεχνώ πού άφησα τα λόγια σου
Ένα ρίγος αριστερά στο στήθος
θυμίζει ότι
χρειάζεται το ψύχος η συντήρηση
Γι’ αυτό κι όταν κρυώνω
πιο πολύ ανακαλώ
Φτάνουν ξεπαγιασμένες πέτρες
στα χείλη σου οι λέξεις μου
Θα χτίσεις;
Θα λιθοβολήσεις;
Κι ένα δελτίο μνήμης
μονίμως σαν υποβολείο
σε ώρες μου ευάλωτες
φροντίζει να εκφωνεί
αμέσως μετά την έλλειψη ειδήσεων:
Πολύ
Πάρα πολύ και αύριο το κρύο
(Δεκέμβριος 2019)