Θέλω να σου πω για το σπίτι – όλο σπίτια οι ιστορίες μου. Των άλλων. Κάθομαι απ’ έξω. Με τις σκάλες τους τις παλιές, τα παράθυρα τα κλειστά, τους τοίχους τους ξεθωριασμένους. Με τραβάνε τα σπίτια. Μπορεί κάποτε να ήμουνα κι εγώ σπίτι. Να είχα τοίχους, παράθυρα, πόρτες κι ένα φράχτη ξύλινο με μυτερούς πασσάλους. Δεν μπορούν να πηδήσουν οι κλέφτες, οι παράνομοι, οι ανέστιοι, αυτοί που σε όλες τις ιστορίες πηδάνε τους ξύλινους φράχτες. Οι ξυσμένες άκρες, οι μύτες οι αιχμηρές, δυσκολεύουν το πήδημα, το καθυστερούν.
Μέσα μου αναζητώ κάθε φορά τη γλώσσα των σπιτιών. Ψηλά τα δέντρα, θεριεύουν τεράστια. Σκεπάζουν τα ερειπωμένα, κλειστά άδεια σπίτια.
Μ’ αυτό όμως όλα ήταν αλλιώτικα. Δεν το ήξερα. Δεν είχα κάτσει απέξω να το παρατηρήσω Ούτε τη θέση του πρόλαβα καλά-καλά να καταλάβω – πίσω από άλλα, σε μια ανηφόρα, ούτε αυτοκίνητο περνούσε ούτε άνθρωπος, μόνο το βουνό φαινόταν. Ένα μαύρο βουνό που τη νύχτα θα γέμιζε φωνές. Τσακάλια και λύκοι.
Όταν το είδα ήτανε μέρα – μάλιστα μια λαμπρή μέρα με ήλιο και καθαρά ρούχα – και πηγαίναμε οι τρεις μας αργά όπως μας οδηγούσε εκείνος ο κύριος. Ήτανε ένας άντρας με κουστούμι και μια γλώσσα της καθαρεύουσας. Κάπως παλιομοδίτης αλλά ευγενής. Διέθετε μόρφωση και πτυχία.
Σαν εκείνες τις αποθήκες εμπορευμάτων όπου στοιβάζονται σε ντάνες οι κούτες και τα αγαθά! Όχι!
Σαν κάτι παντοπωλεία επαρχιακά – σώζονται σε ταινίες ασπρόμαυρες και φωτογραφίες εποχής, τακτικά και οργανωμένα τα ράφια, μάρκες, ποικιλία και καθόλου χώρος κενός! Ούτε!
Όπως τα κολάζ της παλιότερης εποχής, τότε που ο εικοστός αιώνας έφερνε την αφθονία μετά το ολοκαύτωμα και τον παραλογισμό του τελευταίου μεγάλου πολέμου! Καμία σχέση!
Πέρα απ’ όλες τις περιγραφές που είχαμε ακούσει!
Τόσα πράγματα! Τόσα καινούρια πράγματα! Εμ εκείνη η ομπρέλα η μεγάλη! Κι εκείνο το βάζο το θεριακωμένο! Εγώ πήρα πιάτα. Εκείνα με το κίτρινο αζούρι! Έξι βαθιά. Ήθελα και ρηχά αλλά δεν είχε ίδια, τα ‘δωσε αλλού, πάντως εγώ δε βρήκα.
Παντελόνια! στοίβες! Λες και είναι εμπορικό.
Και μπρίκες που βάζουμε κρασί και δοχεία για λάδι πολλά στη σειρά, πέρα ως πέρα ολόκληρη η δυτική πλευρά! Μόνο το παράθυρο κενό – σκέτο τζάμι βρώμικο θολωμένο αλλά που δεν έκρυβε το βουνό με τα πουρνάρια και τις γλαντζινιές. Τα κούμαρα και τα μικρά φουντωτά πεύκα. Μια τρύπα να μπαίνει το πράσινο. Σκούρο πράσινο το βουνό μέσα στο σπίτι.
Δυο φορτηγά με τροφίματα στείλανε στο άσυλο και δυο άλλα τα πετάξανε γιατί είχανε λήξει! Και ακόμη στο σπίτι το αδιαχώρητο!
Εμ εκείνες οι γαλότσες! Και οι τσάντες στο υπόγειο! Ένας τοίχος γιομάτος! Και πουκάμισα μέσα στο κουτί τους! Το ίδιο νούμερο! 52! Μια στοίβα ως εκεί πάνω ψηλή. Ως το στήθος μου. Κι εκείνο το σκρίνιο το σκαλιστό που πάλιωνε πάνω στο πάτωμα με τις τρύπες!
Κάθε πρωί έπαιρνε το λεωφορείο και γύριζε το απόγευμα, κουβαλώντας πάντα σακούλες. Κανείς δεν ήξερε τι ψωνίζει, ούτε τι έχουν τα δέματα. Πώς ζούσε; Πώς περνούσε ανάμεσα;
Δεν είχε επαφές. Ούτε με τα αδέρφια του – πέντε έξι εν ζωή – ούτε με τα παιδιά του. Ιδίως με αυτά. Τον είχαν ξεγράψει, τα είχε ξεγράψει, κανείς δεν ήξερε να πει. Θύτες –θύματα, ένα.
Ρημάζει το σπίτι, λιώνουν τα πατώματα, κουρνιάζουν πουλιά στη στέγη, φτιάχνουν οι σφήκες φωλιές.
Το τσαγερό το είδα στο ράφι κι αμέσως σκέφτηκα εσένα που σου αρέσουν τα πουά. Δεν είναι καλής ποιότητας αλλά μπορεί να σου θυμίζει πόσο υπήρξαμε αγαπημένοι.
Ελένη Γ.