Της Σ. Κ.
Σελίδα πρώτη
Κομψή, σικάτη. Οι γάμπες της νομίζω έφεραν – για μένα τουλάχιστον – τη στάμπα του τι μπορεί να θεωρείται θηλυκό. Είχε λεπτούς αστραγάλους, ελάχιστη καμπυλότητα στην κνήμη και τα τέλεια γόνατα. Στρογγυλά, λεία, σαν ωραία γελαστά παιδικά πρόσωπα. Ήταν μικροκαμωμένη και φορούσε πάντα γόβες. Ακόμη και τα πασουμάκια της με τακουνάκι και μύτη μπροστά ήταν. Τα ρούχα της τα διάλεγε να της πηγαίνουν. Κι ας έμοιαζαν στη βιτρίνα συντηρητικά ή θλιμμένα. Όταν τα φορούσε πάνω της θαρρείς και μιλούσαν. Τα περισσότερα αν τα αφουγκραζόσουν με προσοχή, θα καταλάβαινες ότι ψιθυρίζανε θλιμμένα. Όμως ήταν μοναδική. Τουλάχιστον στα μάτια μου. Ιδιαίτερη και εύθραυστη.
Δεύτερη σελίδα.
Λοιπόν, γιατί δεν έγινες αυτό που ξεκίνησες; Γιατί δεν συνέχισες να φοιτάς στη σχολή, που είχες περάσει σαν ταλέντο;
Περιθώριο 1
Την έχω την εικόνα πολύ καθαρή. Πρώτα θα αγοράσω ένα μεγάλο τετράδιο με σκληρό εξώφυλλο. Θα είναι μεσημέρι, γυρνώντας απ’ τη δουλειά, γιατί εντάξει δε μπορώ να ζήσω αν δε δουλεύω. Κάτι θα κάνω για να ζω. Όμως, ένα μεσημέρι γυρνώντας στο σπίτι μου θα κάνω μια στάση στο χαρτοπωλείο και θα το αγοράσω το τετράδιο. Μεγάλο μέγεθος με γραμμές και στράτσο για εξώφυλλο. Εκεί θα γράφω κάθε απόγευμα. Για όσο με πάρει. Το θέμα του βιβλίου μου θα είναι υπαρξιακό. Την υπόθεση, την πλοκή και όλα αυτά δεν μπορώ να σου τα πω τώρα. Δεν τα ξέρω ακόμη. Υπάρχουν όμως μέσα μου. Η πεποίθηση ότι θα γράφω στο τετράδιο είναι σα να την ανασαίνω. Δε μπορώ να σκεφτώ τη ζωή μου χωρίς αυτό το τετράδιο.
Σελίδα τρία
Μπήκε στη διαδικασία της γενιάς και του φύλου της. Έβαλε στα μαλλιά της ένα άσπρο λουλούδι και όταν με το καλό ήρθε η Ειλειθυία, τη δέχτηκε με θάρρος. Το θαύμασα το θάρρος της τότε. Μπορεί και να κυλούσε το νερό ήρεμα στο αυλάκι του. Δια φυσικής ή τεχνητής ροής. Για το τετράδιο δεν ξαναμιλήσαμε. Αφού άλλωστε πάνω σε χοντρά φύλλα γράφαμε κιόλας τις ζωές μας, όπως φαινόταν. Και αυτό μας παρηγορούσε. Έτσι τουλάχιστον φανταζόμουν.
Περιθώριο 2.
Όταν με πιάνει ανησυχία, συνήθισα πια να βάζω ένα ποτήρι κρασί μπροστά μου. Κάθομαι στον καναπέ και πίνω το κρασί μου απ’ το κολονάτο ποτήρι. Κόκκινο κρασί. Ξαναγεμίζω το ποτήρι κι ανάβω κι άλλο τσιγάρο. Μου αρέσει αυτό. Είναι οι πιο ωραίες στιγμές της ημέρας. Η πρώτη κίνησή μου γυρίζοντας απ΄ το γραφείο. Και μη φανταστείς ότι κάνω και τίποτα σπουδαίο εκεί. Οκτώ ολόκληρες ώρες ανοιγοκλείνω συρτάρια, να σου δώσω να καταλάβεις. Όμως γυρίζω πτώμα, χωρίς άλλη ενέργεια. Το μόνο που με ευχαριστεί τότε είναι να κάθομαι στον καναπέ ντυμένη, φορώντας τις γόβες μου και να πίνω κρασί.
Άλλη σελίδα.
Όταν την είδα, μετά από καιρό και αφού μας είχαν ήδη συμβεί όσα χαρακτήριζαν και τους άλλους συνομήλικους – διαζύγια, απιστίες, χρέη και διαψεύσεις κάθε λογής – δεν αναφέρθηκε καθόλου στο τετράδιο. Περπατούσε, όπως πάντα με τις γόβες και διατηρούσε τις θαυμάσιες γάμπες της ανέπαφες. Η εποχή μας είναι εποχή παρακμής, μου είπε. Βαθιάς παρακμής. Δεν υπάρχει διαφυγή. Ούτε για τα παιδιά μας…
Περιθώριο 3
Δεν ξέρω πώς να το κάνω ρε φίλε! Δεν ξέρω. Και όσα μου λες για δήθεν και για ψεύτικη ζωή, για κενότητα και μη επαφή με το μέσα μου, δε μπορώ να τα δεχτώ. Ωραία τα λόγια, ο. κ. Όμως πώς γίνεται ρε φίλε; Όταν φτάνει εκείνη η ώρα, εκείνη η φρίκη, ο πόνος κι ο πανικός, όταν έρχεται και δε φεύγει η τρεμούλα. Τι μου λες λόγια, λέξεις, ιστορίες, χρώματα και μαγκιές. Ρε φίλε πώς γίνεται; Τι κάνεις;
Λευκή σελίδα
Να βγεις έξω! Στη φύση! Στο πάρκο! Στη θάλασσα! Να κινηθείς! Έστω και σερνάμενος! Να τρέξεις! Να βάλεις τέρμα τη μουσική! Να περπατήσεις ξυπόλυτος στο σπίτι! Να ξεκινήσεις μια ξένη γλώσσα και να παιδευτείς πάλι και ξανά με την προφορά τη γαμημένη! Να βάλεις την κατσαρόλα να μαγειρέψεις για τόσους πολλούς που πεινάνε! Να ξεσηκώσεις το σπίτι, τα συρτάρια, τα ντουλάπια! Να δράσεις! Να προσφέρεις! Να σταματήσεις να σκέφτεσαι τον εαυτό σου! Πώς είσαι; Πώς φαίνεσαι; Πώς σε βλέπουν; Πώς ζεις; Πώς κινείσαι; Πώς είναι τα ρούχα σου; Πώς έγινε το πρόσωπό σου; Οι ρυτίδες, η χαλάρωση….
Τελευταίο περιθώριο.
Θα μπορούσα να πάρω πολλά χάπια από την πρώτη εποχή. Αυτή των ψευδαισθήσεων. Θα μπορούσα. Δε θέλω να σου πω αν το δοκίμασα. Δεν έχει σημασία νομίζω. Φαντάζομαι ότι το έβλεπες πόσο δύσκολο μου φαινόταν να ζήσω. Κι αν δεν το έβλεπες το λάθος είναι δικό σου. Όμως, όχι! Δεν την έκανα τότε, φίλε! Το πάλεψα. Αυτό σκέψου τώρα που φεύγω. Το πάλεψα μέχρι εκεί που δεν άντεχα άλλο.
Ελένη Γ.