Εικόνες | με τον ήχο της σιωπής

In Λογοτεχνία, Πεζογραφία, Χρονογράφημα by mandragoras



Μην αγωνιάτε, λοιπόν, για το αύριο,
 γιατί η αυριανή μέρα θα έχει τις δικές της φροντίδες.
Φτάνουν οι έγνοιες τής κάθε μέρας.
ΚΑΤΑ ΜΑΤΘΑΙΟΝ 6:34 TGV

Καθόμασταν στη μπάρα και πίναμε τα ποτά μας σιγά-σιγά. Ακούγαμε στην αρχή τους Simon & Garfunkel.  Μετά δε θυμάμαι τι έπαιζαν τα ηχεία. Άκουγα την ιστορία – μου μιλούσε ένας άντρας με γκρίζα γένια και καράφλα στο κεφάλι του – και είχα μπει μέσα της.

Μετά από πιόμα, έλεγε ο άντρας, αργά τη νύχτα είχαμε καταλήξει με τη γυναίκα σε ένα καφενείο πίσω από το ΙΚΑ, ένα δυστυχισμένο μέρος δυο τρεις καρέκλες πλαστικές, άλλες δυο ψάθινες και δυο τρεις θαμώνες όλους κι όλους. Ο ένας ήτανε σκυμμένος πάνω στο σιδερένιο τραπεζάκι, ούτε έπινε ούτε κοίταζε ούτε μιλούσε.

Εγώ είπα σε κάποια στιγμή να κεράσω κάτι, όπως συμβαίνει σε τέτοιες περιπτώσεις όπου οι μεθυσμένοι πελάτες του μαγαζιού γίνονται μια παρέα. Οι δυο δεχτήκανε, γεμίσανε τα ποτήρια τους, είπανε ευχαριστώ και όλα τα σχετικά, ο άλλος όμως με το κεφάλι στα χέρια του διπλωμένα, ατάραχος σε ό,τι συνέβαινε γύρω του. Άστον μου λέει ο καφετζής, αυτός δεν πίνει δε θέλει τίποτα. Έτσι είναι αυτός. Συνεχίσαμε να καθόμαστε με τη γυναίκα και να πίνουμε, μιλάγαμε κιόλας για την κατάσταση με τους ανθρώπους, όπως κάνουμε σε τέτοιες ώρες, που είναι πέρα από τη ζωή και τον θάνατο. Και τότε συνέβη κάτι φοβερό. Εκείνος ο ακουμπισμένος στο τραπέζι και οι δυο άλλοι που σου είπα, αρχίσανε να τραγουδάνε κάτι Ηπειρώτικα βαριά τραγούδια. Δε μπορώ να σου περιγράψω την αίσθηση ούτε τη στιγμή. Όση ώρα άκουγα τις φωνές τους κι έβλεπα τα σώματά τους, τα κλειστά τους μάτια και το πρόσωπό τους το απόκοσμο, ούτε ήπια ούτε μίλησα ούτε κουνήθηκα καθόλου. Δεν ήθελα τίποτα άλλο στη ζωή μου, τίποτα άλλο να ζήσω πιο πέρα, αλήθεια σου λέω. Το σκέφτομαι σαν να είναι τώρα και ανατριχιάζω. Να κοίτα! Και μου έδειχνε το μπράτσο του όπου οι τρίχες είχανε πράγματι σηκωθεί.

Όταν πια τελειώσανε το τραγούδι, συνέχισε ο άντρας και σταμάτησε ξαφνικά η μουσική αυτή μαγεία, τότε, συνήλθα κι εγώ από την έκστασή μου και θυμήθηκα το πρόσωπο εκείνου που ούτε έπινε ούτε έτρωγε μόνο μέσα στη φωνή του ήτανε ο θεός. Τον είχα δει κάποια άκυρη ώρα στην Κρατική Τηλεόραση σε κάτι εκπομπές που γυρίζονται και γω δεν ξέρω πώς, μπορεί και από τύχη ή από την κάψα και μόνο κάποιου παθιασμένου καλλιτέχνη ή ερευνητή, από ανθρώπους τέλος πάντων που δεν είναι μέσα στο καθημερινό αλισβερίσι του συμφέροντος και της αρπαχτής.

Ήτανε ο ίδιος αυτός άνθρωπος, καθισμένος σε ένα παγκάκι, μέσα στο πάρκο του Δρομοκαΐτειου και μιλούσε τόσο απλά και τόσο φιλοσοφημένα που χωρίς να ξέρω τίποτα γι αυτόν είχα σταθεί και τον άκουγα με μεγάλη προσοχή. Με είχε βαθιά εντυπωσιάσει η αλήθεια, η απλότητα και η σοφία του λόγου του. Ένας τρελός λοιπόν, με τη βούλα του Δρομοκαΐτειου, από αυτούς που σε άλλες κοινωνίες θεωρούνται ιεροί και απαραβίαστοι γιατί βρίσκονται κοντά στο θεό, με είχε συγκλονίσει τότε και ο ίδιος άνθρωπος μου είχε τώρα χαρίσει χωρίς κανένα αντάλλαγμα τούτη τη σπάνια συγκίνηση. Είτε ήταν κοντά στο θεό – υπάρχει δεν υπάρχει θεός άλλο θέμα – είτε ο ίδιος ήταν θεός.

Και τώρα, εδώ στο μπαρ, κατέληξε ο συμπότης μου, δεν θέλω να αναλύσω το θέμα του θεού βέβαια, αλλά σου τα λέω αυτά για να δεις ότι για μένα, δεν έχουν σημασία οι συμβατικότητες – ποιος είσαι, τι δουλειά κάνεις, πού μένεις και τέτοια – αλλά αυτό που σου λένε οι αισθήσεις σου όταν βλέπεις έναν άνθρωπο. Εδώ μέσα βρίσκεται η αλήθεια και όχι εδώ, είπε ο άντρας κι έδειξε πρώτα το στήθος και μετά την τσέπη του παντελονιού του.

Με είχε κάπως κουράσει, ετοιμαζόμουνα να φέρω αντίρρηση, ο ίδιος φαινόταν καλοβαλμένος, καθαρός, με φρεσκοξυρισμένο πρόσωπο και αρωματισμένο δέρμα. Με πρόλαβε όμως κι έκλεισε την ιστορία του έτσι.

Θα μου πεις, αν δεν είχες τη γυναίκα, αν ήσουνα μόνος μαγκούφης και άφραγκος, θα μιλούσες έτσι; Και ύστερα, το πιο τραγικό, πώς περνούν όλοι όσοι βασανίζονται από την τρέλα τους δεν το εξετάζεις; Μα, τα λέω αυτά επειδή ακριβώς είμαι όπως είμαι και μπορώ να σταθμίζω δυο πράγματα και επειδή στην αρχή μου έκανες τις συμβατικές ερωτήσεις σου και κουβέντιαζες για πράγματα που αδιαφορώ τελείως, μαντάμ!

 

Σημ.
Αντλώντας έμπνευση από τη μπάρα του Low, η εικόνα αφιερώνεται στον Γιώργο Κιούση, διακριτικό σύντροφο και συνοδοιπόρο.

 

Ελένη Γ.

Share this Post

Περισσότερα στην ίδια κατηγορία