Ποίηση
Δημήτρης Βαλλάτος | Η άλως του προσώπου της
Ρε καταλαβαίνεις τι είχε κάνει,
Είχε βάλει την αντλία
Στα βράχια
Είχε κάνει την μοναξιά
Κομμάτια
Είχε θερμάνει τη λύπη
Τη λύπη που ήμουν
Ο εγώ
Τη λύπη που ήταν ο
Κήπος μου.
Καταλαβαίνεις; Είχε εναποθέσει
Στην καρδιά μου ένα θεραπευτικό
Άνθος, την τρικυμία της παιδικότητας,
Και όλο το πότιζε
Όλο το πότιζε
Όλο το πότιζε
Μέχρις που άνθισαν
Και άλλα και άλλα
Και που πια δεν γινόταν
Να σταματήσει το πότισμα
Μέχρις που μεγάλωσαν
(τόσο, που την αγκάλιασαν)
Μέχρι που μοιράστηκε πια
Το μέλι του φωτός στα
Χείλη μας
Μέχρι που έγινε θάλασσα
Αφρισμένη
Μέχρι που στα βάθη
Κελάηδισε το
Κίτρινο (μάλλον) πουλί.
9
Και τη νύχτα, δεν την αντέχετε.
Είδαμε και το αληθινό σκοτάδι.
Κάκτοι, τσουκνίδες, αμπαρόριζα, αχινοί, σκαντζόχοιροι.
Τη νύχτα τα λουλούδια συνεχίζουν να ζουν.
Κόρη μου πεταλούδα για να ανεβαίνει ο ήλιος.
Πλούτισα νέος και αυτό δεν μου το συγχώρεσαν.
Νομίζω μάλλον ότι όσα έκανα το 2002 ήταν εκείνα που μισήθηκαν επί τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα.
Όνειρα δίχως δον κιχώτες.
Μόνο του ανθρώπου η σιωπή υπάρχει.
(Μόνο ο άνθρωπος μπορεί να σιωπά. Αλλά και τότε, σιωπά;)
Έφαγα το αβγό της ελευθερίας
(Η αποκαθήλωση της τσουκνίδας),
Και το σκόρδο του έρωτα
Το ψέμα, μια χιονοστιβάδα.
Κόσμοι ολόκληροι μανιτάρια
Επιπλέουν στο λάδι, στο χάδι
Στείλε το κόκκινο
Να λυτρωθούν.
Από τον ανέκδοτο κύκλο ποίησης Η ιστορία της αλιείας
Share this Post