Το βιβλίο της Δήμητρας Μήττα Θηβαΐς επί Τροία & Οιδίποδας και Ιοκάστη Λαβδακίδη, κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Ρώμη (Θεσσαλονίκη, 2019), σε επιμέλεια Κώστα Θ. Ριζάκη. Πρόκειται για προσπάθεια μεταφοράς μέρους αρχαίου δράματος στη σημερινή εποχή. Μία διαφορετική, ριζοσπαστική θα μπορούσαμε να πούμε, εκδοχή της τραγωδίας των Λαβδακιδών με δεδομένα του παρόντος.
Η Μήττα δημιουργεί μία ερευνητική πλατφόρμα πάνω στην οποία τοποθετεί τη ζωή και τη δράση του Οιδίποδα στη σημερινή πραγματικότητα. Πως θ’ αντιδρούσε ο ήρωας της αρχαίας τραγωδίας στην επιβεβλημένη μοίρα που τον καταδιώκει; Θα κατάφερνε τελικά να αυτοκτονήσει ή θα εξακολουθούσε να ζει για να πληρώνει το τίμημα; Με τα χέρια ακόμα βαμμένα στο αίμα του πατέρα του, θα ξεκρέμαγε το σώμα της Ιοκάστης, που δεν θα είχε αντέξει την αλήθεια; Κι αν δεν μπορούσε να καταλαγιάσει την ορμή της οργής του, θα έβγαζε τα μάτια του για να μη βλέπει τις συνέπειες της ανίερης πράξης; Θα κυκλοφορούσε με το άσπρο σακάκι του γεμάτο από τα πηχτά ξεραμένα αίματα, απελπισμένος από την ύβρη και φοβισμένος από τη νέμεση;
Στην αρχή του έργου η συγγραφέας παρέχει οδηγίες προς τον αναγνώστη-θεατή. Τον ενημερώνει ότι στη σκηνή βρίσκονται όλοι οι χαρακτήρες, τόσο οι κεντρικοί ήρωες όσο και οι αφηγητές-σχολιαστές, οι οποίοι παρεμβάλλονται ως ένα είδος αρχαίου χορού. Στην πράξη, όσοι συνδιαλέγονται, μονολογούν ή σχολιάζουν, είναι μέσα σε έναν φωτεινό κύκλο. Οι υπόλοιποι παραμένουν στη σκιά, συνεχίζοντας τη δική τους ζωή, μέχρι να συμμετάσχουν στη δράση. Σε κάποια σκηνή, προαναγγέλλεται η προετοιμασία ενός νεκρόδειπνου. Η αφηγήτρια θα τοποθετήσει τους ήρωές της, τρία χρόνια μετά από την τραγωδία, σε ένα είδος μνημόσυνου όπου θα προσπαθήσουν να τακτοποιήσουν τις εκκρεμότητες του χρησμού, της υιοθεσίας, των γραμμένων και των απρόβλεπτων, που η μοίρα έστειλε στην πορεία της ζωής τους. Αιώνες μετά την αρχαία τραγωδία του ο Οιδίποδας θα συνεχίζει να ψάχνει «για φταίχτες κι ενόχους». Θα μεταφέρεται από εποχή σε εποχή, σέρνοντας μαζί τα παιδιά του καθώς και όλους τους εμπλεκόμενους στην ιστορία του. Παρότι τα χρόνια που μεσολάβησαν θα έχουν αμβλύνει τις αιχμές αυτής της αλήθειας η αναγκαιότητα ν’ απαλλαγούν οι κληρονόμοι του μιάσματος θα είναι μεγάλη. Σκοπός είναι να σκεπαστεί η ύβρις, να ξεχαστεί η μομφή, να μην περάσει η κατάρα κληρονομιά και στους απογόνους, να κοπεί η συνέχεια που η ιστορία σεργιανάει ανά τους αιώνες.
Η Δήμητρα Μήττα δίνει φωνή στους διωκόμενους της μοίρας –όχι αυτής καθαυτής της δικής τους αλλά και της εξ αίματος κληρονομουμένης αμαρτίας– εκείνης που ζητά εκδίκηση από τους επιγόνους των πρωταγωνιστών μιας ανίερης πράξης σαν να ήταν δική τους επιλογή. Πριν από την καταδίκη τους –και όσο η Νέμεσις δεν ικανοποιείται από αυτή την εκδοχή– τους προσφέρει την ευκαιρία να μιλήσουν και να υπερασπιστούν τους εαυτούς τους για όσα αισθάνονται ή πιστεύουν ότι τους αδικούν. Καθένας από τους ήρωες εκθέτει τη δική του εκδοχή εκτίμησης των πραγμάτων στον Χορό, τον ανά τους αιώνες δικαστή. Η Αντιγόνη λουφάζει φιμωμένη. Η Ιοκάστη αρνείται τη μομφή και κατηγορεί την Ισμήνη για σκευωρία. Λόγω της ιερής κατάρας, το όνομα Οιδίποδας αποφεύγεται ως ανόσιο και σκοπός γίνεται η διακοπή της διαιώνισης της φάρας. Θύτες και θύματα αγωνίζονται για την απόκτηση του επωνύμου της ανωνυμίας: Να μην είναι πια οι γιοι και οι κόρες του Οιδίποδα αλλά κάποιοι ή κάποιες τυχαίοι Λαβδακίδες –με ονόματα εκσυγχρονισμένα με τη σημερινή εποχή– σχέση η οποία μέσα στους αιώνες θα καταλήξει σε απλή συνωνυμία. Τα αγόρια του Οιδίποδα μετατρέπουν τα ονόματά τους από Ετεοκλής και Πολυνίκης σε Τεό και Πωλ Λαβδακίδης ή Λάβδας. Σε αυτό «συναινούν ανόρεχτα και οι θεοί», ίσως επειδή η πληρωμή από τους αθώους είναι βαριά.
Στο δεύτερο μέρος του έργου με τον τίτλο «Δύο παρείσακτες από την Τροία», η συγγραφέας παρεμβάλει την Ανδρομάχη και την Εκάβη, αλλά και την ίδια την αφηγήτρια, με την μετωνυμία «Εγώ». Η κάθε μία από τις τρεις, με τον ομότιτλο μονόλογό της, αναλύει τη δική της εκδοχή και θέση, σαν κορυφαία αρχαίου χορού, δημιουργώντας στάσιμα με αφηγηματική δράση. Οι στοχασμοί που διατυπώνονται συνδέουν σημερινά πραγματικά γεγονότα με τα αντίστοιχα της αρχαιότητας. Στους τρεις αυτούς μονόλογους, οι οποίοι συμπληρώνουν το δεύτερο μέρος του έργου, παρατίθενται γεγονότα μυθοπλαστικά, ονειρικά, που όμως θα μπορούσαν κάλλιστα, με τις κατάλληλες συνθήκες, να είναι και πραγματικά. Καθόσον γίνεται συγχρόνως ένας παραλληλισμός των σε αιχμαλωσία γυναικών από την Τροία με τις σημερινές γυναίκες της προσφυγιάς και κατατίθενται οι ασχημίες των πολέμων, της αιχμαλωσίας και η αδιαφορία των ασφαλώς «τακτοποιημένων» (γυναικών στη συγκεκριμένη περίπτωση).
Στο τρίτο μέρος του βιβλίου με τον τίτλο «Οιδίποδας και Ιοκάστη Λαβδακίδη» η Δήμητρα Μήττα δημιουργεί μία παρωδία της κλασικής τραγωδίας με πρωταγωνιστές τον μιαρό μύστη και τη μητέρα του. Μέσα σε αυτή αναλύεται ένας φόβος, μεταξύ χρησμού και ονείρου, αλλά και ένας καθησυχασμός μέσα από τον οποίο γίνεται προσπάθεια να εκτονωθεί η ύβρις της πράξης ως άμοιρης ευθυνών. Τοποθετούνται ως γονείς του Οιδίποδα η Μερόπη και ο Πόλυβος και θεωρούνται ικανοί να μεγαλώσουν και τα παιδιά του, που είναι κι αδέλφια του μαζί.
Η Ιοκάστη παρότι γνωρίζει την αλήθεια συντηρεί την παρουσία και παραμονή τού Οιδίποδα στο παλάτι και στο κρεβάτι της, εν αγνοία του φυσικά, γιατί θέλει να κερδίσει τα χρόνια που δεν τον είχε κοντά της. Επιπλέον, όταν εκείνος μαθαίνει την αλήθεια, τον παρακινεί να συνεχίσουν τη σχέση τους έτσι όπως ήταν μέχρι τότε. Ως δικαιολογία επικαλείται τη θέληση των θεών να μείνουν ζευγάρι αφού οι ίδιοι τους ανάγκασαν να επαναλάβουν τον αρχέγονο ιερό γάμο της Μεγάλης Μητέρας Θεάς με τον γιο και εραστή της. Όσο η Ιοκάστη κάνει τις «πρέπουσες σπονδές», αφήνοντας τον χρησμό να πραγματοποιηθεί ολόκληρος, ο Οιδίποδας καταθέτει την ντροπή του για το ανίερο του χρησμού και βάζει τέλος στη ζωή του.
Στο νεκρόδειπνο όλοι, ζωντανοί και νεκροί, θύτες και θύματα, δικαιωμένοι και αδικαίωτοι, θέλοντας να διώξουν από πάνω τους την μομφή, αναζητούν τον φταίχτη στον εκπρόσωπο των θεών μάντη Τειρεσία και τον μαχαιρώνουν. Ο ίδιος, ξεψυχώντας αποδίδει την ευθύνη στους αιμομίκτες:
«[…] Σας έδειξα τα κοινά σημάδια στο μέσα μέρος του μπράτσου πριν από τον αγκώνα. Κανένας δεν με άκουσε, κανείς δεν σκέφτηκε. […] Τυφλοί στο προφανές αξίζετε τα πάθη σας […]» (σ.24).
«Ο βασιλιάς κρεμάστηκε» ακούγονται οι φωνές μέσα από το παλάτι.
Η βασίλισσα μπαίνει αργά στητή, μεγαλόπρεπη, αδιάφορη. Έχει μια κηδεία να ετοιμάσει και να παρηγορήσει τα παιδιά της για τον χαμό του πατέρα τους.
Μία εκδοχή πρωτοποριακά ανατρεπτική για μια τραγωδία που οι άνθρωποι επί χιλιάδες χρόνια αναζητούν τις αιτίες και τις αφορμές της.
Κατερίνα Παναγιωτοπούλου
* Δήμητρα Μήττα, Θηβαΐς επί Τροία & Οιδίποδας και Ιοκάστη Λαβδακίδη, Εκδόσεις Ρώμη, 2019, σελ. 86