Ποίηση
Γκέροργκι Νικόλοβ | Ποιήματα
Παλιά φωτό
Πολύ θα ήθελα
να χωθώ ολόκληρος μέσα στο μαύρο μανίκι
κάποιας παλιάς φωτογραφικής μηχανής.
Και να σε φωτογραφίσω πίσω στον χρόνο
με την πλισέ φουστίτσα και το μπλουζάκι
με το δαντελωτό γιακαδάκι
που έχει υφαίνει η ασημένια αράχνη
της καρφίτσας σου.
Με κότσο και κοκκινάδι στα μάγουλα.
Με κοκάλινο χτενάκι στον κότσο.
Με χαμόγελο δεκαετίας του ’30.
Πριν απ’ αυτό θα σε γυρίσω
να φαίνεται χαριτωμένο το προφίλ σου
στον φακό.
Θα σου πω «Κοίτα εδώ» και θα τραβήξω
ραντίζοντάς σε με μαγνήσιο.
Μετά θα σε πάω στον σκοτεινό μου θάλαμο.
Και αργά, αργά θα σε εμφανίσω.
Θα σε στολίσω με ωραίο περίγραμμα.
Θα βάλω την υπογραφή μου κάτω απ το στήθος σου.
Και θα κρύψω την φωτογραφία στο σκρίνιο.
Κι όταν θα έρθεις να τις παραλάβεις,
Θα σου πω, «ξέρεις, δεν πέτυχε».
Κουαρτέτο
Να πεταχτούμε για λίγο στο εστιατόριο
Στην είσοδό του πια υπάρχει πορτιέρης,
έχει γίνει πρωτοκλασάτο.
Στη σκηνή – ένα κουαρτέτο –
μέτριων μουσικών.
(Εδώ και καιρό κανείς δεν χειροκροτεί.)
Να τους ακούσουμε λοιπόν,
μέχρι να φέρουν το ποτό μας.
Το βιολί με εξάρθρωμα ώμου,
με δοξάρι που κάποτε ονειρευότανε να γίνει
μπαγκέτα διευθυντή ορχήστρας.
Κοίτα μόνο πώς κόβει τις φλέβες του!
Και με πόσο πάθος η γυναίκα με το γκρίζο φόρεμα,
φιλά τα νέγρικα χείλη του φλάουτου.
Μια τέτοια βραδιά σίγουρα είναι ευτυχισμένη
αν και κάθε βράδυ φιλοξενεί τη μοναξιά στην κάμαρά της.
Το πιάνο με ουρά – σα μια πελώρια μαύρη γάτα
κουρνιάζει αθώα στην αγκαλιά του πιανίστα.
Τα πλήκτρα του ηχούνε κάπως φάλτσα
ξεκουρντισμένα για πάντα από το κρασί.
Η βιόλα μοιάζει με γυναικείο σώμα,
μα στενάζουν βουβά τα ξύλινα της σωθικά.
Γιατί άραγε τόσο απελπισμένα την αγκαλιάζει
ο φαλακρός που μαζί της δηλητηριάζει τις νύχτες του.
…Ας τους ακούσουμε τώρα
κι ας αδειάσουμε τα ποτήρια μας.
Να πιούμε στην περίεργη τους μελωδία.
Και μεταξύ των άλλων,
στα ποιήματά μας ξεχασμένα σε κάποιο ντοσιέ.
Καινούργια ανάγνωση του παλιού παραμυθιού
Ταΐζω τον αετό
που πρέπει να με βγάλει στην Άνω γη.
Ταΐζω τον αετό.
Μα δεν θέλει τις λευκές μου σάρκες.
Θέλει κομμάτια φρέσκης ψυχής.
Ταΐζω τον αετό.
Και φτάνω στον Κάτω κόσμο.
Ψυχοσάββατο
Επισκεπτήριο στους νεκρούς.
Όχι μέσα απ’ το γυαλί – όπως στο νοσοκομείο.
Ούτε μέσα απ’ τα κάγκελα – όπως στην φυλακή.
Μέσα απ’ το χώμα.
Όπως στον θάνατο.
Η λευκή ατμομηχανή
Στη μνήμη του Έντβαρντ Σταχούρα[1]
Η τρελή που δεν τα κατάφερε
να γίνει δοκιμαστικός πιλότος
ζουρλομανδυών
κι έχασε τα πνευματικά της δικαιώματα στο θάνατο,
έβαλε μυαλό…
Κατάπιε με τις χούφτες
τα διαμαντένια ηρεμιστικά –
για να μην τα βρούνε στο τελωνείο του Παραδείσου.
Έδεσε την κομμένη φλέβα της
μ’ ένα γαλάζιο μπαλόνι,
φόρεσε την ταπεινή της γκριμάτσα
και βγήκε να προϋπαντήσει
την λευκή ατμομηχανή.
Πουφ – παφ, πουφ παφ – ουουου –
σαν πάνινη κούκλα
κατρακύλησε κάτω από τους τροχούς
η τρελή.
Ο Γκεόργκι Νικόλοβ γεννήθηκε στην πόλη Χάρμανλη όπου ζει και εργάζεται ως δημοσιογράφος. Σπούδασε ψυχολογία στο πανεπιστήμιο της Βαρσοβίας. Έχει εκδώσει πολλές ποιητικές συλλογές για τις οποίες έχει τιμηθεί με πολλές διακρίσεις.
μετάφραση από τα βουλγαρικά:
Χρήστος Χαρτοματσίδης
[1] Πολωνός ποιητής, βάρδος, τραγουδοποιός, μεταφραστής. Γεννήθηκε το 1939. Αυτοκτόνησε το 1979
Share this Post