Γιώργος Μουτσινάς * Δύο διηγήματα

In Uncategorized by mandragoras

 

Κλέφτης ονείρων

Καλοκαίρι του ’95. Εγώ, τελευταίο έτος στο πανεπιστήμιο, δούλευα σε κάτι ενοικιαζόμενα για χαρτζιλίκι· όλη την ημέρα στο πόδι, τα βράδια ξενυχτούσα για την εξεταστική του Σεπτεμβρίου. Εσύ, τρίτη λυκείου, είχες έρθει απ’ την Αθήνα για τον Δεκαπενταύγουστο.

Χρόνια είχαμε να σε δούμε στο νησί –τρόμαξα να σε γνωρίσω. Τα παιδιά είχαν να το λένε ότι ο πατέρας σου δε σ’ άφηνε να κάνεις ρούπι από το διάβασμα· το ’χε βάλει πείσμα να περάσεις Φαρμακευτική. Είχε φτιάξει όνομα, βλέπεις· δουλειά στρωμένη, έτοιμη πελατεία…

*        *        *

Συστηθήκαμε ένα απόγευμα που ’χες κατέβει στην υποδοχή πυρ και μανία να διαμαρτυρηθείς για το ίντερνετ. Ξανασυστηθήκαμε, δηλαδή –επέμενες πως δε με θυμόσουν. Σου πρότεινα καφέ: φρέντο, φραπέ, νες… Δε δέχτηκες. Έψαξα στον υπολογιστή, δε φταίει η γραμμή, είπα, μάλλον έχεις μπερδέψει τα καλώδια. Κοκκίνισες και γέλασες.

Επέμεινα να κεράσω ένα παγωτό, μια πορτοκαλάδα· υπέκυψες. Μιλήσαμε για μας: πώς είχαμε μεγαλώσει, πόσο άτεγκτα είχαν κανονιστεί οι ζωές μας –δε θυμόσουν τίποτα. Ούτε τα ξενύχτια στην παραλία, ούτε τη φωτιά, ούτε την κιθάρα, ούτε όσα μου ’χες πει· τίποτα.

Μας πήρε το βράδυ. Μετά την τρίτη μπίρα, ανεβήκαμε στο δωμάτιο να ξεθολώσεις· ρίχτηκες στην πολυθρόνα, με σίμωσες, τα παραδέχτηκες όλα.

Ο πατέρας σου μπούκαρε μαινόμενος από την πόρτα. Σε άρπαξε από τα μαλλιά και σ’ έσυρε μέχρι τη μάνα σου. Εκείνη ούρλιαζε απ’ τον πανικό της, ωστόσο μέσα απ’ τις βρισιές και τα χαστούκια, άκουγα ακόμη τ’ αναφιλητά σου· άναρθρο το αίσθημα, άφωνη η ντροπή…

Την επομένη, τα μαζέψατε και φύγατε.

***

Με λένε… Βροχή [Της ψυχής τα κρατημένα] 

Είχα ξεχάσει από πότε ήμουν νηστική. Έλεγες, αν δεν κάνω λάθος, πως είχαν πέσει αναδουλειές –οι ξένες έπαιρναν φθηνότερα μεροκάματα. Ευτυχώς που ερχόταν κι ο Μήτσος πού και πού, και μας έφερνε καμιά κονσέρβα ή κανένα πακέτο μακαρόνια απ’ την ενορία. Για να τον ευχαριστήσεις, μ’ έβαζες να γδύνομαι μπροστά του, και να υπομένω να μ’ αγγίζει και να με μυρίζει ή να βαριανασαίνει απάνω μου με το χνότο του που ’ζεχνε πιοτό και ξερατό…

*        *        *

Στο σχολείο πήγαινα μονίμως αδιάβαστη. Τα βιβλία, κορόιδευες, είναι άχρηστα, σου φουσκώνουν τα μυαλά… Εγώ πείσμωνα και κλειδωνόμουν στο κουζινάκι, κι εσένα σε βόλευε να μη βλέπω. Τους δεχόσουν άνετη στο καθιστικό, καθησυχασμένη ότι εγώ δεν έπαιρνα χαμπάρι… Τους αφουγκραζόμουν στραγγισμένη να πέφτουν πάνω σου τύφλα στο μεθύσι, να σε δέρνουν και να γρυλίζουνε σα ζώα. Εσύ ξεθύμαινες τα βίτσια τους και δεν έβγαζες μιλιά. Έπειτα, άκουγα την πόρτα να βροντάει και σε κρυφοκοιτούσα από τη χαραμάδα να συμμαζεύεις όπως όπως τα σμπαράλια της λαβωμένης γύμνιας σου, να νίβεσαι και να παραμιλάς πως τέρμα –Μέχρι εδώ!–, θα τα μουντζώσουμε και θα ρίξουμε μαύρη πέτρα…

Δεν προλάβαινες ν’ αποσώσεις την κουβέντα σου· πάντοτε πλάκωνε το επόμενο ραντεβού.

[Από την προς έκδοση συλλογή διηγημάτων Πού καιρός για τέτοια]