Βαγγέλης Καινούργιος | Δύο διηγήματα

In Διήγημα, Λογοτεχνία, Πεζογραφία by mandragoras


Διήγημα



Το λιοντάρι του προμαχώνα

Όταν ήμουν παιδί συνήθιζα να παίζω στην δυτική πλευρά του κάστρου του Αγίου Ανδρέα. Άνοιγα δρόμο μέσα στην πυκνή βλάστηση, που κάλυπτε την τάφρο μπροστά από την νοτιοδυτική ντάπια και προχωρούσα ανάμεσα στα δέντρα, τα αναρριχώμενα και τις φτέρες, μελετώντας το τείχος. Μπορούσα να κοιτάζω τις μεγάλες καστρόπετρες με τις ώρες και με τον τρόπο που τα παιδιά παρακολουθούν αυτούς που τους λένε παραμύθια.
Κάποτε, θυμάμαι, πως μια πέτρα ξεκόλλησε κι έπεσε από ψηλά. Τα πουλιά ξαφνιάστηκαν και πέταξαν μακριά από τα πυκνά φυλλώματα των δέντρων. Τότε πρωτοδιέκρινα ένα λιοντάρι που λες και προσπαθούσε να κρυφτεί μέσα στην βλάστηση, με τα μάτια του διασταλμένα από τον τρόμο και την ουρά του στα σκέλια, πετρωμένο.
Ποιος ξέρει πιο χέρι το είχε σκαλίσει πάνω στην πέτρα και το ’χε τοποθετήσει κάποτε σ’ ετούτο το τείχος μαζί μ’ έναν μικρόσωμο άνθρωπο δίπλα του, που τον φανταζόμουν τότε σαν πυγμαίο μέσα στη ζούγκλα της τάφρου. Είχε τα χέρια του σηκωμένα ψηλά, με μια έκφραση απόγνωσης, λες και τα τρομαγμένα μάτια του έβλεπαν την ορμητική έφοδο των πολιορκητών, που ανέβαιναν με τις σκάλες τους προς τις επάλξεις κι άκουγε τα άγρια ουρλιαχτά τους.
Πολύς καιρός πέρασε από τότε και το παιδί που έχει απομείνει μέσα μου, όταν περνά από την παλιά τάφρο, που είναι πια δρόμος, πάντα γυρίζει το κεφάλι του προς το λιοντάρι του προμαχώνα. Ειδικά τις νύχτες που ο γειτονικός φανοστάτης φωτίζει αλλόκοτα την τρομαγμένη όψη του κι είναι πια οι πολιορκημένοι που ουρλιάζουν σπαρακτικά μέσα στο ρημαγμένο από την εγκατάλειψη κάστρο. Οι πολιορκίες των έσχατων καιρών είναι οι σκληρότερες κι ας μην υπάρχει πια εχθρός έξω απ’ τα τείχη.

Το πέρασμα

Ο πρώτος άνθρωπος που μου είπε πώς είχε διασχίσει κολυμπώντας το πέρασμα ήταν ένας παλιός Ελασίτης. Έστριβε τσιγάρο απ’ τον ξερομερίτικο καπνό του με το ροζ χαρτί του μονοπωλίου, σταλμένο από «απέκια», και μου διηγούνταν τις συμφορές που τον είχαν αναγκάσει να περάσει κολυμπώντας απέναντι, για να σωθεί. Μου έλεγε για εκείνο το Σεπτέμβρη του ’44, τότε που χύθηκε το αίμα στην Πρέβεζα σαν τ’ αυλάκι, που βάζει κάθε απόγευμα τα νερά του πελάγου μέσα στον κόλπο και τα ξανατραβάει πίσω, στ’ ανοιχτά, κάθε πρωινό.
Πολλές φορές προσπάθησα κι εγώ να περάσω στο Άκτιο, βουτώντας από το μνημείο του ναύτη. Δύσκολο εγχείρημα, αν και σπάνια κάποιοι τα κατάφερναν, γυρίζοντας μετά πίσω με το πορθμείο. Ένα αυγουστιάτικο απόγευμα πίστεψα πως θα τα κατάφερνα κι εγώ την ώρα που ο αέρας έφερνε στ’ ανοιχτά τον ήχο απ’ τις καμπάνες της πόλης, που σήμαιναν τον εσπερινό. Ήταν η στιγμή που πέρασε κάτωθέ μου η μεγάλη χελώνα και με κοίταξε για λίγο με εκείνα τα θολά και γεμάτα κατακόκκινες φλέβες μάτια του γερο-αντάρτη. Άξαφνα, συνειδητοποίησα την σκοτεινιά που μαυρολογούσε στα βάθη του αύλακα και μέχρι τότε απόφευγα να σκέφτομαι. Λιγοψύχησα κι αφέθηκα στα ρεύμα. Για χρόνια.

Share this Post