Απόστολος Παλιεράκης * Κλέφτρες ματιές κλεφτές ανάσες (Μέρος Γ’)

In Ποίηση by mandragoras

 

 

Άξιζε που τόσο την περίμενε
Οι ελπίδες άξιζαν περισσότερο
Και η μαρτυρική συμβίωση
με τον φόβο πως δεν θα ‘ρθει
άξιζε και αυτή

Ήρθα για να επιβιώσω
και να ερωτευτώ
Η αποστολή έχει και δώρα
να ξεπερνώ τις δυσκολίες

Απλές σκέψεις
Όλες οι περίπλοκες ανατρέπονται
από νεότερες περίπλοκες

Ποτέ οι τυφλοπόντικες
δεν θ’ αναρωτηθούν
τι λεν γι’ αυτούς τα άστρα

Της άγνοιάς μου η έκταση
όση και το σύμπαν
κατά τη φύση μου

Ένα άπειρο με περιέχει
Ένα άπειρο περιέχω κι εγώ
Με το άπειρο καλά τα πάω
Το αγνοώ και δεν το νοιάζει
Το μικρό πεπερασμένο
με ταλαιπωρεί

Άσε τη φαντασία σου
να σε διασκεδάζει
Μην της επιτρέπεις
να σε τρομοκρατεί

Στο δεύτερο πρόσωπο
διαπρύσιος τιμητής
Και πάντα με παράκαμψη
του πρώτου του αμόλυντου

Ειρηνικός Ωκεανός
Ναυαγός
Σε βάρκα χωρίς κουπιά
Γυμνό παιδί
Τοξοβόλος
Με φτερά

Έζησα ματάκια μου γλυκά
Στερεύω
Μονάχα δάκρυα φυλάω
Και δάκρυα χαράς ανάμεσά τους
Για τις χαρές σας
που θα αξιωθώ να ζήσω¨

Διαρκώς διαβάζω
Βιβλία, έντυπα, οθόνες, τοίχους…
Παραμένω αδιάβαστος
Διαβάζω, δεν είναι μάταιο
Μάχομαι την αναισθησία

Αριστερά μου, σελίδες διαβασμένες
Κάποιες φράσεις φωτισμένες
κι άλλες στο ημίφως
Δεξιά στοίβες οι αδιάβαστες
Πολύ πολύ μεθοδικός
στην τυχαιότητά μου

Πτήσεις μεταφορικές
δεν τις διευθετώ
Κυριολεκτικά χαμένος
στις αφαιρέσεις μου

Κάθε που κάποιος αναγγέλλει
φλέβα νερού στην έρημο
φουσκώνει κύμα ευφορίας
Και κανένα μας δεν πτοούν
οι επαναλήψεις διαψεύσεων

Αν λίγο περιμένετε θα το θυμηθώ
Γνωρίζω πως το έχω φυλαγμένο
Στο προηγούμενο όνειρό μου
το είχε περιγράψει εκείνος ο εξομολόγος

Άδειο τώρα το κελί
Λυγισμένες στον φεγγίτη οι σιωπές
Δραπέτευσαν οι στίχοι
Σε αμφίθυμο ουρανό

Από το φως του ήλιου
να κοπούν οι κάβοι
να σαλπάρει τ’ ακρωτήρι
Το φως στο όνειρό μου
η αχνάδα ενός βυθού
Να ξυπνήσω, να το βρω
σε κάποια ντρίπλα μαγική
σε ένα γκολ από πλανήτη άλλο

Ρευστή σαν την αλήθεια
πλημμύρισες λογισμό κι αισθήσεις
Ενεός σε χειροκροτώ
Κι έντρομος σε διευθετώ
να αποκτήσεις σχήμα

Για τις φωτιές σου λέω τώρα
Αυτές των μεγάλων σιωπών
Ως τη συγκάλυψη εγκλημάτων

Δίσκος σκοτεινός
ανέτειλε από σφιγμένα χείλη
Πρόσωπο βάφτηκε
βαριά μελαγχολία
παρατημένου σκύλου

Βάφουν, αγάπη μου, οι σκιές
Βάφουν ανεξίτηλα

Επιστρέφουν στα σκοτάδια
Διώχνουν τα όνειρα
Επιβάλλουν σιωπή
Αυτήν την τόσο οικεία

Όσο κι αν το επιθυμώ
ημερομηνίες
σε χειρόγραφα απόντων
δεν γίνεται ν’ αλλάξουν

Σκληρή συνθήκη, άδικη
Ατρύγητη ευτυχία
από δραπέτη χρόνο

Στον ύπνο μου με χάρη
θώπευες το όνειρο
και με ηχηρό χαμόγελο
απόδιωχνες του χρόνου τη αράχνη
μην το κατασπαράξει

Σε πορεία, ντυμένοι λέξεις
φροντισμένες να σημαίνουν
Αν δεν τις ράψουμε ποτέ
φορεσιά της φαντασίας
γυμνοί θα μένουμε, ολόγυμνοι

Η γνώση αδυνατεί
να μετρήσει τις απώλειές της
Συνεπάγονται την απουσία της

Ζεστές μέρες αγκαλιάζω
Να μείνουν τις παρακαλώ
να υποδεχθούμε πρώτα
τις ανθισμένες μουσμουλιές
Και στα κουράγια μου ελπίζω
να μαζέψω και ανεμώνες
Σαν τις περσείδες
Μόρια στιγμών φωτός
στη μνήμη ανοίγουν χώρο
Τη χαρά να διαστέλλουν

Χωρίς το εξώφυλλό σου
Έτσι ολόγυμνη
Βασίλισσα του νου μου
Με τα αυτιά ορθάνοικτα
Πάντα, στα λόγια των παιδιών

Δεν εκστομίζω πια
λόγια ανεπίστρεπτα
Ομίχλη γίνονται, τυλίγουν
την αβύθιστη Ιθάκη

Έχω πολλούς φίλους, ευτυχώς
Είπα να τους δοκιμάσω
Τους έκανα ομάδες δυο
Είπα στους μισούς:
-Τρία από αυτά θα φύγουν
Και ζήτησα την ψήφο τους
Δεν έμεινε κανένα
Είπα πάλι στους μισούς:
-Τρία από αυτά θα μείνουν
Και ζήτησα την ψήφο τους
Έμειναν όλα